Μεταμοντέρνα ελληνική πραγματικότητα

Παιδιά του δημοτικού σχολείου

Πριν λίγες μέρες ένας συνάδελφος και παλιός συναθλητής ήρθε με τον εντεκάχρονο γιο του στον χώρο της εργασίας μας. «Όταν μεγαλώσεις να γίνεις σαν τον κύριο. Διδάκτορας πανεπιστημίου», είπε ο Μιχάλης στον γιο του, φέρνοντάς τον μπροστά μου.

Αφού αστειεύτηκα για λίγο με τον πιτσιρικά, συζητώντας για το πώς του φαίνεται ως άθλημα η πυγμαχία, του είπα, «αν θες να γίνεις σαν εμένα δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ να γίνεις διδάκτορας, Παναγιώτη. Πρώτα απ’ όλα θέλω να γίνεις εθνικιστής».

Ο συνάδελφος ξέσπασε σε γέλια. «Φίλε, στο Παγκράτι, που κάποτε ήταν μεσοαστική γειτονιά, τα ελληνόπουλα αποτελούν το 1/3 των μαθητών του δημοτικού σχολείου. Πάνο, πες στον κύριο πόσα Ελληνάκια είστε στην τάξη» προέτρεψε το παιδί.

«Είμαστε τρεις Έλληνες στους είκοσι μαθητές της τάξης», είπε ο μικρός.

Μολονότι είναι πλέον άμεσα αισθητό ότι αυτή την περίοδο μετατρεπόμαστε οριστικά σε μειοψηφική εθνική ομάδα στην χώρα μας, η αναφορά συγκεκριμένων αριθμών από τον πιτσιρικά με χτύπησε σαν κεραυνός. «Τι εθνικής προέλευσης είναι τα υπόλοιπα παιδιά;», ρώτησα τον συνάδελφο.

«Αλβανοί, Γεωργιανοί και Φιλιππινέζοι» αποκρίθηκε εκείνος.

Στράφηκα στο παιδί και το ρώτησα, «τουλάχιστον έχετε καλές σχέσεις ως συμμαθητές;»

«Όχι, κάνουν δικές τους ομάδες. Οι Αλβανοί και οι Γεωργιανοί μας λένε -γαμώ την Ελλάδα-, Τσακωνόμαστε» απάντησε ο μικρός. «Δεν παλεύεται η κατάσταση, θα τον πάω σε ιδιωτικό», συμπλήρωσε ο πατέρας του.

Αυτή είναι μια προδιαγεγραμμένη αμερικανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Οι Έλληνες αποκλεισμένοι σε μισθωμένα κλουβιά υποτιθέμενης ποιότητας και ακριβοπληρωμένης ιδιωτικής ψευδούς ευδαιμονίας, με τα υποβαθμισμένα δημόσια πεδία στο έλεος μεταναστών, που -όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης- μισούν (όχι το κράτος αλλά συνολικά) τον τόπο που τους φιλοξενεί αλλά λατρεύουν το west way of life. Απόλαυσε τα αγαθά του σάπιου καπιταλιστικού κόσμου, αφελή μέσε Έλληνα!! Εσύ που συναίνεσες στην αποδοχή της διαμόρφωσης του βίου μας, άνευ όρων, από τις κομματικές και οικονομικές μαφίες της ιδεολογικής ηγεμονίας του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού. Εσύ που μας κάνεις εθνοτική μειονότητα στον τόπο μας.

Τουλάχιστον με χαροποίησε το γεγονός ότι το εντεκάχρονο παιδί συνειδητοποιεί βιωματικά τι σημαίνει πολυπολιτισμικότητα. Εναποθέτω μια τελευταία ελπίδα για το μέλλον σε παιδιά αυτής της γενιάς που συνυπάρχουν στα ίδια κοινωνικά περιβάλλοντα με Αλβανούς, Γεωργιανούς (και άλλους συμμάχους των ΗΠΑ και της ΕΕ) όντας λιγότερα και σε καθημερινό κίνδυνο συμπλοκής. Οι έφηβοι και οι νέοι της σημερινής εποχής μεγάλωσαν συνυπάρχοντας με τους μετανάστες όντας περισσότεροι ή περίπου ίσοι με αυτούς στους χώρους της κοινωνικής τους δράσης. Και, κουβαλώντας στα άδεια τους κεφάλια την νεοελληνική βλακώδη ανεκτικότητα, σε συνδυασμό με την προπαγάνδα των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, πείστηκαν κι έκαναν πράξη τις διακηρύξεις της «συμπεριληπτικότητας», βάζοντας Αλβανούς και λοιπούς «ευπαθείς» στις παρέες, στα πολιτιστικά ρεύματα και στις ομαδώσεις τους. Ελπίζω, λοιπόν, ότι, σε δέκα περίπου χρόνια, κάποια παιδιά που σήμερα πηγαίνουν ακόμη στο δημοτικό, όπως ο Πανούλης, θα έχουν στερεωμένη εμπειρική γνώση του τι πραγματικά σημαίνει να ζεις ως χρεοκοπημένη μειονότητα στον τόπο καταγωγής σου και πού οδηγούν ο διεθνισμός, ο φιλελευθερισμός, ο αντιφασισμός και η παγκοσμιοποίηση. Ελπίζω ότι τα βιώματα της καθημερινότητάς τους θα υπερνικήσουν την προπαγάνδα των καθηγητών και των ΜΜΕ της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικής μας χώρας και θα στρέψουν αυτά τα παιδιά ιδεολογικά προς τα εδώ. Έπειτα θα είναι δουλειά της τότε Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. να διαμορφώσει το θεωρητικό και το αισθητικό υπόβαθρο του πολιτικού τους προσανατολισμού.

Όμως δεν είναι έτσι όλα τα παιδιά. Το απόγευμα της ίδιας μέρας συνάντησα στην είσοδο της πολυκατοικίας που ζω έναν γείτονα με τον δωδεκάχρονο γιο του. Αφού χαιρετηθήκαμε ρώτησα τον μικρό σε ποια τάξη πηγαίνει. Έχοντας κατά νου την πρωινή συζήτηση με τον γιο του συναδέλφου, ζήτησα από το παιδί του γείτονα να μου πει τον αριθμό των παιδιών της τάξης του και πόσα από αυτά είναι ελληνόπουλα. «Γιατί διακρίνετε τους ανθρώπους από την καταγωγή τους;» ήταν η απάντηση του μικρού. «Γιατί μικρέ μου είμαι φασίστας και θεωρώ ότι είναι καλό σε κάποιες περιπτώσεις να γίνονται ορισμένες διακρίσεις. Όχι απαραίτητα για να υποτιμήσουμε ανθρώπους αλλά για να αξιολογήσουμε και να διαχειριστούμε σωστά την καθημερινότητα», είπα στον πιτσιρικά, χτυπώντας του απαλά τον ώμο.

Ο μικρός είχε μείνει άναυδος. Με κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια Είχε μπροστά του έναν άνθρωπο που χρησιμοποίησε με θετικό πρόσημο τον όρο «φασίστας». Ο κόσμος τον οποίο είχαν οικοδομήσει μεθοδικά οι δάσκαλοι και τα ΜΜΕ στο μυαλό του δεχόταν επίθεση. Ο πατέρας του, αντιλαμβανόμενος ότι μπορούσα να συμπεράνω γιατί ο δωδεκάχρονος γιος του είχε αφομοιώσει την προπαγάνδα που σερβίρει η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, πέταξε μια δήθεν εξυπνάδα. «Εγώ του το λέω. Δεν είμαι ρατσιστής, αυτοί φταίνε που είναι Αλβανοί». Όμως με τον χαβαλέ και με τις νεοελληνικές εξυπνάδες το πρόβλημα δεν λύνεται. Όσοι οι γονείς δεν τολμούν να δείξουν στα παιδιά ότι υπάρχουν άλλοι δρόμοι ζωής και αντίληψης από αυτούς που λανσάρουν τα σχολεία και τα ΜΜΕ, η Ελλάδα θα πεθαίνει μέρα με την μέρα.

Παρεμπιπτόντως, φρονώ ότι έχει ένα ενδιαφέρον να αναφερθεί το εξής. Ο συγκεκριμένος γείτονας είναι φανατικός Δεξιός, διαφωνούσαμε τακτικά σε συζητήσεις για την Ε.Ε. και την ελεύθερη αγορά ενώ συμφωνούσαμε σε άλλες για τα εθνικά θέματα και το μεταναστευτικό. Είναι από τους τυπικούς Δεξιούς της εποχής μας που ενώ δηλώνουν πατριώτες και εναντίον της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης θέλουν ταυτόχρονα και τον αμερικανικό τρόπο ζωής, την Ε.Ε. και μια (αδιευκρίνιστη επακριβώς) ελευθερία στις αγορές. Ψήφιζε ανεπιφύλακτα Νέα Δημοκρατία και πανηγύριζε χαρούμενος το 2019 για τον εκλογικό θρίαμβο του Μητσοτάκη. Μαζί με την σύζυγό του διατηρούσαν κατάστημα πώλησης χαρτικών ειδών, στην πλατεία Κλαυθμόνος, επί τριάντα έτη. Είχαν ένα πολυτελές αυτοκίνητο, μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και ένα πολυτελές τζιπ. Χρειάστηκε να κυβερνήσει ο Μητσοτάκης ώστε αυτή η οικογένεια να χρεοκοπήσει, να χάσει το κατάστημά της έπειτα από τρεις δεκαετίες και ο γείτονας να καταλήξει σήμερα εργαζόμενος σε οικοδομές, ασκώντας την παλιά του τεχνική γνώση του υδραυλικού. Αλλά νομίζω ότι εξακολουθεί να μην περνά από το νου του ότι κάπου μπορεί να φταίει και ο Μητσοτάκης με τον (νεο)φιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης για την ισοπέδωση της εγχώριας μεσοαστικής τάξης προς όφελος των συστημικών επενδυτών της διεθνοποιημένης αγοράς.


Μεταμοντέρνο χάος

Μια μέρα μετά, γυρίζοντας με την μητέρα μου στο σπίτι, πήγαμε στον φούρνο της γειτονιάς να αγοράσουμε ψωμί. Καθώς πλησιάζαμε ακούσαμε φωνές. Φτάνοντας διαπιστώσαμε ότι η φουρνάρισσα τσακωνόταν με μια πελάτισσα. Ζω στην πλευρά της Καλλιθέας που βρίσκεται προς την λεωφόρο Συγγρού. Με αποτέλεσμα να νοικιάζουν ή να αγοράζουν σπίτια στις γύρω γειτονιές κάποιες τρανσέξουαλ. Η πελάτισσα που τσακωνόταν με την φουρνάρισσα ήταν η Αννούλα. Μια τρανσέξουαλ που ζει πολλά χρόνια στην γειτονιά μας. Η φουρνάρισσα έχει δυο παιδιά. Ένα γιο και μια κόρη. Η κόρη της έχει παντρευτεί έγχρωμο Καναδό με τον οποίο έχουν κάνει δύο παιδιά.  

Η μητέρα μου προσπάθησε να μπει στην μέση για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Η φουρνάρισσα εκτόξευε ύβρεις προς την τρανσέξουαλ. Η τρανσέξουαλ απαντούσε κατηγορώντας την φουρνάρισσα ότι άφησε την κόρη της «να παντρευτεί έναν αράπη και να μολύνει με μιγάδες την ελληνική φυλή» (επί λέξει της είπε ακριβώς αυτά). Η φουρνάρισσα ανταπαντούσε κατηγορώντας την τρανσέξουαλ γιατί χρησιμοποιούσε ρατσιστικά σχόλια στην συζήτηση και ζητούσε από εμάς να συναινέσουμε σε αυτό το επιχείρημα. Ω, άτιμη μεταμοντέρνα νεωτερικότητα! Είχες βαλθεί να μου βάλεις δύσκολα εκείνες τις μέρες.

Δεν κατάλαβα για ποιον λόγο ξεκίνησε η αντιπαράθεση. Ούτε και ρωτήσαμε λεπτομέρειες όταν οι φωνές κόπασαν με την αποχώρηση της Αννούλας από τον φούρνο. Αλλά το ενδιαφέρον της υπόθεσης δεν είναι αυτό. Είναι ότι μια γυναίκα που ζει εναρμονισμένη με τις επιταγές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης των καιρών μας, απολαμβάνοντας τον γάμο της κόρης της με έναν αφροκαναδό, συγκρούστηκε διατυπώνοντας επιχειρήματα πολιτικού περιεχομένου με μια τρανσέξουαλ η οποία υιοθέτησε τις τυπικές εθνικιστικές θέσεις. Και, μάλιστα, η γυναίκα αυτή σκέφτηκε ότι εγώ με την μητέρα μου, ως ευυπόληπτα μέλη της τοπικής κοινωνίας, θα έπρεπε κανονικά να συναινέσουμε στα αυτονόητα αποδεκτά αντιρατσιστικά επιχειρήματα. Κοιταχτήκαμε με την μητέρα μου αμήχανα. Και η αμηχανία γινόταν ακόμη μεγαλύτερη γιατί γνωρίζαμε και οι δυο ότι τα αυτονόητα επιχειρήματα για την ελληνική κοινωνία, επί δύο και πλέον αιώνες, τα επιχειρήματα που μας εξέφραζαν δηλαδή, δεν ήταν αυτά της φουρνάρισσας. Ήταν εκείνα που υπερασπιζόταν -ενδεχομένως με άκομψο τρόπο λόγω του εκνευρισμού της στιγμής- η τρανσέξουαλ.

Είμαι βέβαιος ότι μια καταραμένη μορφή του εθνικιστικού χώρου διαβάζει με ενδιαφέρον αυτές τις αράδες και γελά χαιρέκακα, σε κάποιο υπόγειο, με την περιγραφή του γενικευμένου κοινωνικού χάους που θέτει διλήμματα στην ιδεολογική καθαρότητα και την ανθρωπογεωγραφία του πολιτικού μας χώρου την οποία υπερασπίζομαι όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, για να είμαι σαφής, θεωρώ ότι δεν αφορά άμεσα την πολιτική και τα κινήματα το φαινόμενο του γάμου μεμονωμένων ανθρώπων από διαφορετικές εθνικές προελεύσεις και φυλές, αν έχουμε να κάνουμε με λίγες και συγκεκριμένες ερωτικές επιλογές. Τέτοιες περιπτώσεις ανέκαθεν υπήρχαν. Ακόμη και πριν την παγκοσμιοποίηση. Αφορά, όμως, τα πολιτικά κινήματα η ιδεολογία της εξουσιαστικής φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εγκαθιδρύει την πολυπολιτισμικότητα μέσω της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων και της γενικευμένης μεταναστευτικής μπούκας. Αφορά την ελληνική πολιτική ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι στην χώρα δρουν ανενόχλητα μερικά εκατομμύρια Αλβανών. Προερχόμενα από ένα αντίπαλο γειτονικό έθνος και από ένα ακόμη πιο αντίπαλο γειτονικό κράτος. Αφορά την ελληνική πολιτική το γεγονός ότι μπουκάρουν στην Ελλάδα πάσης προέλευσης σαλταδόροι που δεν προέρχονται από εμπόλεμες περιοχές. Αφορά την ελληνική πολιτική το γεγονός ότι είμαστε μειονότητα στον τόπο μας, ανεχόμενοι ορδές αμετροεπών μαζών και «ευπαθών» μαφιόζων.

 


Τετέλεσται

Το τραπ/hip hop και η καγκουριά συνιστούν πτώσεις από την ανθρώπινη υπόσταση. Απευθύνονται σε ανθρωπόμορφα σκουπίδια και διαμορφώνουν νοοτροπίες που δύσκολα υπερβαίνουν το αντιληπτικό status του ουρακοτάγκου. Οι πιτσιρικάδες που μπλέκονται σε αυτά τα δίκτυα είναι οι κύριοι εκπρόσωποι της γενιάς που θα χρησιμοποιηθεί σε λίγα χρόνια από την εξουσία της παγκοσμιοποίησης ως βοηθός των ρομπότ και υπηρέτης της τεχνητής νοημοσύνης. Όπως έχω αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο το τραπ και η καγκουριά είναι τα εργαστήρια μέσω των οποίων διαμορφώνει η φιλελεύθερη παγκόσμια εξουσία του εβραϊκού κεφαλαίου και το αμερικανικό κράτος την βολική και υπό διαχείριση νεολαία τους.

Το τραπ και η καγκουριά είναι ο μηχανισμός που εξοστρακίζει τον νεανικό ενθουσιασμό από την προοπτική της πολιτικής αμφισβήτησης στην επιθετικότητα της κουλτούρας των ποινικών. Το τραπ και η καγκουριά είναι μια καλή γέφυρα για την πρακτική υλοποίηση διεθνιστικών σχεδιασμών, καθώς πρότυπα των τραπ σκουπιδιών είναι οι μαφίες, οι εγκληματίες των αμερικανικών γκέτο και συγκεκριμένες κατηγορίες κακοποιών. Η εθνικότητα και η παράδοση δεν έχουν καμία αξία για τα hip hop σκουπίδια της Ελλάδος. Τουναντίον πρότυπά τους είναι οι συμμορίες των τσιγγάνων και των μεταναστών.

Είχα καιρό να κατέβω στον Πειραιά για βραδινή έξοδο. Το έκανα πριν λίγο καιρό όταν με κάλεσε ένας παλιός συμφοιτητής. Όταν ήπιαμε τα ποτά μας βγήκαμε για περπάτημα στο Πασαλιμάνι. Στο ρολόι, εκεί απ’ όπου κάποτε ξεκινούσαν τα πούλμαν για τις εκτός έδρας εκδρομές της θύρας 7, έχει γίνει πλέον κατάληψη από βορειοαφρικανούς μετανάστες και ανθρωπόμορφα σκουπίδια της ελλαδικής καγκουριάς. Ο πεζόδρομος που ανεβαίνει προς τα βοτσαλάκια και την Καστέλα είχε κατακλειστεί από εκατό τουλάχιστον βορειοαφρικανούς. Εκεί ήταν το στέκι τους. Είχαν καταλάβει το πεζοδρόμιο, είχαν φέρει φορητά μηχανήματα παραγωγής ήχου από τα οποία έπαιζαν στην διαπασών τραγούδια των τόπων καταγωγής τους και χόρευαν ποδοπατώντας γυναίκες και άντρες που περνούσαν δίπλα τους. Ο παλιός μου συμφοιτητής έχει κάνει το μεταπτυχιακό του στο τμήμα τουρκικών σπουδών του ΕΚΠΑ και ξέρει λίγα τουρκικά κι αραβικά. Όταν με είδε να περνώ ανάμεσα από τις ορδές των βαρβάρων χωρίς να κάνω στην άκρη, υποθέτω ότι κατάλαβε πως μπορεί και να μπλέκαμε με δαύτους. Με ακολούθησε και μόλις διασχίζαμε τον λαβύρινθο από τις μελαμψές τους σκατόφατσες με τις στραβές μύτες και τα επιθετικά βλέμματα είπε, «Γιάλα». «Γιάλα» ανταπάντησαν αρκετοί από αυτούς και το ύφος τους μαλάκωσε. Κάποιοι, μάλιστα, μας απεύθυναν έναν χαιρετισμό. «Τι τους είπες;» τον ρώτησα όταν προχωρήσαμε δέκα βήματα πιο πέρα. Είναι ένας χαιρετισμός. Σημαίνει κάτι σαν «προς τον Θεό», μου απάντησε και συνέχισε. «Το χρησιμοποιούν συχνά. Είδες πώς αντέδρασαν;».

Είχα δει πως αντέδρασαν αλλά είχα δει και κάτι ακόμη χειρότερο από τα προηγούμενα. Μερικά βήματα δίπλα από τους μετανάστες, στο σημείο που ήδη είχαμε φτάσει, βρίσκονταν τα «ελληνόπουλα». Οι έφηβοι «μάγκες». Οι κάγκουρες της περιοχής. Με τα τραπ κουρέματα και τις φόρμες του στυλ American γκέτο, μια ομάδα από σαράντα τουλάχιστον ρεμπεσκέδες καθόταν δίπλα από τους βορειοαφρικανούς, κάπνιζε χασίς χωρίς κάποια συστολή στο κέντρο της πόλης και ζούσε το δικό της αμερικανικό όνειρο. Ο τρόπος που κάθονταν τα μαλακισμένα μιλούσε από μόνος του. Έδειχνε ότι πλησίαζαν σαν κουτσούνια την περιοχή των Αφρικανών για να πάρουν λίγη από την αίγλη της «μαγκιάς» των αραπάδων. Προσπαθούσαν να είναι και τα «ελληνόπουλα» μέρος της μυθολογίας των κάγκουρων. Να λένε και αυτά ότι συχνάζουν στα ίδια σημεία με τους «σκληρούς» και συμμορίτες μετανάστες.  

«Γαμώ τα σπίτια σας, πουτάνας γιοι», μονολόγησα, καθώς προχωρούσαμε. «Εκμεταλλεύεστε την έλλειψη εθνικιστικού χώρου που θα ‘πρεπε να σας είχε στείλει για κολύμπι στην μαρίνα της Ζέας, γαμημένα μουνόσκυλα», συνέχισα με τα γνωστά επί δεκαετίες στον συμφοιτητή μου ξεσπάσματα αγανάκτησης. «Ξέχνα την Ελλάδα, ρε. Έχουν τελειώσει όλα. Δεν έχει πια νόημα να εκνευρίζεσαι», μου είπε καθώς προχωρούσαμε. Και μπορεί να μην είχε άδικο.

Το επόμενο Σάββατο βρέθηκα για μια βόλτα στην Χαλκίδα. Πηγαίνω σχεδόν κάθε χρόνο επί σειρά ετών. Βολτάρω στην παραλία, πίνω έναν καφέ, γευματίζω σε ένα από τα παραλιακά εστιατόρια και επιστρέφω στην Αθήνα. Εδώ και δέκα χρόνια δεν θυμάμαι να είχε καταληφθεί ο πεζόδρομος από σκουπίδια της καγκουριάς. Η περίοδος Μητσοτάκη, όμως, πέτυχε και αυτό τον στόχο. Ορδές αφιονισμένων εφήβων ξεφύτρωσαν σε όλη την χώρα. Αλβανοί, Μαροκινοαλγερινοί, Έλληνες τραπερς, πιτσιρίκες ξεβράκωτες με σκισμένα σορτς ή ακριβές τουαλέτες, όλοι χαρούμενοι πηγαινοέρχονταν στην παραλία. Αλλά το ξεχωριστό της υπόθεσης είναι ότι «αρχηγοί της φάσης», «μάγκες της υπόθεσης», είναι οι τσιγγάνοι τράπερς (δεν γνωρίζω αν ακούνε όντως τραπ ή αν απλώς έχουν υιοθετήσει το στυλ) που ελέγχουν την κεντρική πλατεία λίγο πριν το λούνα παρκ. Καθώς περπατούσα άκουγα τους μικρούς τράπερς να συζητούν. Θαύμαζαν κάποιον της παρέας τους γιατί καταγόταν από το Ζεφύρι. Έδειχναν να αντιμετωπίζουν με δέος αυτό το γνώρισμα «μαγκιάς». Ακόμη μεγαλύτερο δέος έδειχναν στην παρέα των έφηβων τσιγγάνων που καθόταν επιβλητική στην πλατεία.

Η πουτάνα η Δεξιά πέτυχε αυτό ονειρεύονταν οι αριστεροί. Έκανε πράξη την «συμπεριληπτικότητα» με έναν δικό της τρόπο που στέρησε από την Αριστερά τόσο τους «αγωνιστές προλετάριους» όλων των φυλών που ονειρευόταν όσο και την αποδοχή των woke φύλων στην «φάση» των νεανικών κύκλων. Στην καγκουριά και στους τραπ καραγκιόζηδες γίνονται δεκτοί τσιγγάνοι, Αλβανοί, Μαροκινοί και κάθε λογής μετανάστες. Αρκεί να είναι κακοποιοί, να θαυμάζουν τους εγκληματίες και να μην γουστάρουν τους πού@3ηδες. Κύριοι της φιλελεύθερης, ευρωπαϊκής, αντιφασιστικής και τα ρέστα Αριστεράς, την πατήσατε και πάλι. Γίνατε για πολλοστή φορά οι χρήσιμοι ηλίθιοι των Αμερικανών, της μεγαλοαστικής μούργας και των Δεξιών μπράβων της.             

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: