Εκδήλωση τιμής για τους νεκρούς και μνήμης για
την κρίση των Ιμίων
Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. πραγματοποίησε και φέτος την
καθιερωμένη συγκέντρωση του αθηναϊκού πυρήνα των μελών της για να τιμήσει τους
νεκρούς και να κρατήσει ζωντανή την μνήμη της κρίσης των Ιμίων. Τα μέλη της
λέσχης συγκεντρώθηκαν μπροστά στο μνημείο για τους πεσόντες της κρίσης των
Ιμίων και αφού πραγματοποιήθηκε το καθιερωμένο τελετουργικό, ο Σταμάτης πήρε
πρώτος τον λόγο. Αρχικά ο Σταμάτης θύμισε τους τρόπους με τους οποίους προσέγγιζαν
το γεγονός, από την δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, οι περισσότερες οργανώσεις
του χώρου. Με φωνασκίες, που μας καλούσαν να εκδικηθούμε για τους νεκρούς. Με
τσιρίδες σε μικρόφωνα ή με ντουντούκες και συνθήματα που, όπως και οι ομιλητές,
εστίαζαν στο προσωπικά συναισθηματικό υπόβαθρο του χαμού των τριών παλικαριών.
Όπως συνήθως συμβαίνει στον εθνικιστικό χώρο, αυτή η προσέγγιση δεν απέκτησε
ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι φωνασκίες για εκδίκηση δημιουργούσαν μια εμψυχωτική
ατμόσφαιρα, η οποία συσπείρωνε τους ακροατές, υπό την σκέπη του εκάστοτε
άχρηστου που παρίστανε τον αρχηγό και κάπου εκεί τελείωνε η υπόθεση. Η κρίση
των Ιμίων έμενε στις μνήμες αλλά δεν γινόταν εφικτό να αξιολογηθεί πολιτικά
ώστε να γίνει μέρος της στρατηγικής του εθνικιστικού χώρου.

Σύμφωνα με τον Σταμάτη η αποτίμηση της κρίσης
των Ιμίων δεν πρέπει να μείνει στο συναισθηματικό φορτίο της άδικης απώλειας
των Βλαχάκου, Γιαλοψού και Καραθανάση. Όλοι οι Έλληνες αισθανθήκαμε πόνο και
συντριβή στο άκουσμα του θανάτου των τριών αξιωματικών. Κάποιοι διψάσαμε για
εκδίκηση, βιώνοντας την εθνική ταπείνωση. Όμως, ο πραγματικά βαθύς πόνος για
την απώλεια των τριών αντρών ήταν εκείνος των οικογενειών τους. Ποτέ δεν μάθαμε
αν οι οικογένειές τους ήθελαν να μας βλέπουν να ορκιζόμαστε εκδίκηση στο όνομά
τους ή αν συμφωνούσαν με τις πολιτικές μας ιδέες. Για την ακρίβεια μάθαμε
αργότερα ότι η οικογένεια του Βλαχάκου, συγκεκριμένα ο πατέρας και ο αδερφός
του, ήταν πολιτευτές της Νέας Δημοκρατίας. Ο τελευταίος είναι σήμερα εν
ενεργεία βουλευτής της. Συνεπώς, μια σωστή πολιτική προσέγγιση δεν μπορεί να
μένει στα μέχρι τώρα δεδομένα του εθνικιστικού χώρου, τα οποία διαμόρφωσαν
ανόητοι ακροδεξιοί επί δεκαετίες.
Σαφώς και αισθανόμαστε απερίγραπτο πόνο για
τους τρεις νεκρούς. Αλλά το νόημα της εθνικιστικής πολιτικής προσέγγισης της
κρίσης των Ιμίων απλά αρχίζει από αυτό το συναίσθημα. Δεν εξαντλείται σε αυτό.
Το αίμα των νεκρών αποτελεί την αρχή. Η περαιτέρω συνέχεια, όμως, είναι απαραίτητη ώστε
να γίνει σαφές το νόημα της μνήμης του συγκεκριμένου τραγικού γεγονότος. Και το
νόημα αυτού του γεγονότος, για να εμφανιστεί στα μάτια μας καθαρό, πρέπει να
συνδεθεί με το ιστορικό και πολιτικό περίγραμμα εκείνης της περιόδου.
Όπως υπενθύμισε ο Σταμάτης, η ταπείνωση των
Ιμίων ήταν το πρώτο από τρία ανάλογα επεισόδια της ελλαδικής εξωτερικής
πολιτικής, που σηματοδότησαν το πέρασμα του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας
μας σε μια περίοδο η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Η ντροπή των Ιμίων κατά τις
τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου του 1996, οι φόνοι των Ισαάκ και Σολωμού στην
Κύπρο το καλοκαίρι του ίδιου έτους και η παράδοση του Οτσαλάν στους Τούρκους
λίγους μήνες αργότερα, αποτελούν μια ενότητα στην αντίληψη της εξωτερικής
πολιτικής που εγκαθίδρυσε το «σύστημα Σημίτη». Η υποταγή και η εθνική
ταπείνωση, η απεμπόληση κάθε δυνατότητας για την διεκδίκηση εκ μέρους της
Ελλάδας ενός περιφερειακά ενισχυμένου γεωπολιτικού ρόλου στην περιοχή, η
απόλυτη προσαρμογή στις επιταγές της Ε.Ε και των ΗΠΑ, σφράγισαν την μετάβαση
από την εποχή Παπανδρέου στην εποχή Σημίτη. Ο γραφειοκρατικός ορθολογισμός έναντι
των εθνικών προτεραιοτήτων, ο φορμαλιστικός ρεαλισμός έναντι του πατριωτισμού και η
ερμηνεία του ιστορικού ρόλου της Ελλάδας ως επαρχίας, ως χωραφιού, των
Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, και όχι ως ξεχωριστού εθνικού κράτους, αποτέλεσαν
το κρατικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής των Σημίτη και Ροζάκη.
Ωστόσο, η κρίση των Ιμίων δεν ήταν απλά η
απαρχή μιας αλλαγής στην γεωπολιτική κατεύθυνση του ελλαδικού κράτους. Η
εξωτερική πολιτική και η γεωπολιτική πρακτική της απεμπόλησης εθνικής ισχύος ήταν μόνο ένα
μέρος της συνολικής πολιτικής πρότασης του «συστήματος Σημίτη». Την ίδια εποχή
που συνέβαιναν όλα αυτά στην εξωτερική πολιτική, ο Σημίτης και οι συνεργάτες
του άπλωναν ένα ευρύτερο σχέδιο μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Επρόκειτο για τον λεγόμενο εκσυγχρονισμό. Εκσυγχρονισμός, στο πολιτικό λεξικό
του σημιτικού ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς του Κύρκου παλαιότερα, σήμαινε ολική
προσαρμογή της ελληνικής κουλτούρας και συμπεριφοράς στις νόρμες του
προτεσταντικού δυτικού φιλελευθερισμού. Οι όποιες (άγαρμπες και ενίοτε ατελέσφορες)
προγενέστερες απόπειρες του Παπανδρέου για έναν τρίτο δρόμο, που θα διατηρούσε
όμως στοιχεία της εθνικής μας ιδιαιτερότητας ζωντανά, έπρεπε να ξηλωθούν και το
κοινωνικό τους αποτύπωμα να σβήσει. Ο Σημίτης ήταν, στην ουσία, μεγαλύτερες
πολιτικός αντίπαλος του Ανδρέα Παπανδρέου παρά της Νέας Δημοκρατίας.
Η ολοκληρωτική προσαρμογή στα δυτικά πρότυπα
που ευαγγελιζόταν ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, σε μια τουριστική χώρα με το
κοινωνικό υπόβαθρο της Ελλάδας, έφερε ως αποτέλεσμα μια οικτρή μορφή
εξευρωπαϊσμού, που τελικά έμοιαζε περισσότερο με φτηνό αντίγραφο των πλέον
χυδαίων life
style εκδοχών
ενός τριτοκλασάτου αμερικανισμού. Ο εκσυγχρονισμός επέβαλε την επικράτηση μιας
οικονομιστικής, λογιστικής αντίληψης στην ελληνική
κοινωνία. Τα πάντα άρχισαν να αποτιμούνται εξολοκλήρου με όρους χρήματος, εξουσίας και χρηματιστικών δεδομένων. Αλλά, ταυτόχρονα, στην τουριστική
ελλαδική κοινωνία, αυτός ο εργαλειακός ορθολογισμός της επικρατούσας φιλοσοφίας
δεν συνοδεύτηκε από το γνωστό απονευρωμένο και στεγνό πρότυπο ζωής των χωρών
της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, παράλληλα με την εκσυγχρονιστική και
χρηματιστική επικρατούσα αντίληψη, αναπτύχθηκε μια κουλτούρα ασύδοτου
καταναλωτισμού, χυδαίας εκπόρνευσης και πλαστικής ευδαιμονίας. Αυτή ήταν η
«Ελλάδα του χρηματιστηρίου». Στην επιφάνεια του δημόσιου λόγου επικρατούσαν οι
πιο λογιστικές αντιλήψεις της προτεσταντικής λιτότητας και της εργαλειακής προσήλωσης στην θεσμική διαφάνεια ενώ στην πραγματικότητα
του κοινωνικού και πολιτικού βίου κυριαρχούσαν τα πιο χυδαία πρότυπα
πλουτοκρατικής ασυδοσίας, τα οποία θύμιζαν εκείνα των χωρών της ανατολικής
Ευρώπης που περνούσαν από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό μέσα από ένα
ενδιάμεσο στάδιο μαφιόζικης απελευθέρωσης των ηθών και του χρήματος.
Η κρίση των Ιμίων πρέπει να ιδωθεί μέσα από
αυτό το πρίσμα. Ήταν το πρώτο σοβαρό περιστατικό που διαχειρίστηκε ο Σημίτης ως
πρωθυπουργός, μερικές μέρες μετά την ανάληψη της κυβέρνησης. Τα Ίμια ήταν η
απαρχή μιας ιστορικής κοινωνικής σύγκρουσης. Του εκσυγχρονισμού από την μια και
των υπολειμμάτων της παλιάς ελληνικής κουλτούρας, της παλιάς εθνικής
αξιοπρέπειας, (της «παρωχημένης παράδοσης», σύμφωνα με την ορολογία του
εκσυγχρονιστή κοινωνικού επιστήμονα Διαμαντούρου) από την άλλη. Το εκσυγχρονιστικό μπλοκ ήταν στα 1996 μια κοινωνική μειοψηφία. Υποστηριζόταν από
τον σημιτικό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ, από ένα μεγάλο μέρος της Νέας Δημοκρατίας και
της ευρύτερης Δεξιάς και από τον Συνασπισμό με ορισμένες γκρούπες της
αντιφασιστικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτές οι ομαδώσεις μπορεί να
διατηρούσαν διαφορετικές προσεγγίσεις στην εκσυγχρονιστική ιδέα αλλά
συμφωνούσαν στον πυρήνα της.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρισκόταν η
συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Το μεγαλύτερο μέρος του ΠΑΣΟΚ,
ένα μεγάλο μέρος της τότε Αριστεράς, ένα επίσης μεγάλο μέρος της Νέας Δημοκρατίας
και ο εθνικιστικός χώρος. Ωστόσο, η αμερικανική πρεσβεία και οι Βρυξέλλες είχαν
φροντίσει ώστε το πλειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που αντιτασσόταν
στον εκσυγχρονισμό, να μην έχει πολιτική συνεκτική εκπροσώπηση. Οι ηγεσίες της
Νέας Δημοκρατίας, τόσο επί Έβερτ όσο και επί Καραμανλή, δεν τολμούσαν να
αμφισβητήσουν την επιβαλλόμενη από Αμερικανούς και Ε.Ε. εκσυγχρονιστική ατζέντα
του Σημίτη, με αποτέλεσμα να αναλάβει τον ρόλο του άτυπου αντιπάλου του Σημίτη
ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (που, όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή,
παρέδωσε την κοινωνική του ισχύ στα πόδια του Κώστα Καραμανλή και της Νέας
Δημοκρατίας). Ουσιαστικός πολιτικός αντίπαλος του Σημίτη ήταν το ΚΚΕ της
Παπαρήγα, για το οποίο οι φωνές περί απροκάλυπτης σύμπλευσης με την Δεξιά
ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Ο εθνικιστικός χώρος βρισκόταν κατά την αρχή της
περιόδου Σημίτη στην γνωστή φάση της μόνιμης διάλυσης ενώ στην συνέχεια
πραγματοποιήθηκε η συσπείρωση στον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, που εκ των πραγμάτων
δεν μπορούσε να υπερβεί τα αισθητικά όρια ακροδεξιάς κωμικοτραγικής
γραφικότητας ενώ συνδεόταν αφανώς και με την οικογένεια Μητσοτάκη.
Μοιραία, σε αυτό το ιστορικό μπρα ντε φερ, ο
Σημίτης και ο εκσυγχρονισμός επικράτησαν. Δεν επικράτησαν αρχικά στην βάση της
κοινωνίας. Κατάφεραν, όμως, να καταλάβουν εξολοκλήρου το ελληνικό κράτος.
Έκτοτε, σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση που πέρασε, ο εκσυγχρονισμός βρίσκεται, ως
αντίληψη και ως οργανωμένο σύστημα, στον πυρήνα της. Ο Σημίτης μπορεί να πέθανε
πρόσφατα αλλά η ζημιά που έκανε στο ελληνικό έθνος θα ζει για πολλά ακόμη
χρόνια. Ίσως και να είναι η οριστική ταφόπλακα της Ελλάδας που (οι παλαιότεροι)
ξέραμε κάποτε.
Οι τρεις αξιωματικοί των Ιμίων έχασαν τις
ζωές τους χωρίς κανένα αντίκρισμα. Χωρίς καμία δικαίωση. Οι Βλαχάκος, Γιαλοψός
και Καραθανάσης έγιναν, τρόπον τινά, η πρώτη θυσία αίματος που ήταν απαραίτητη
για να αρχίσει η επιβολή του εκσυγχρονισμού. Μια ανθρωποθυσία που οδήγησε στο
ανίερο βάπτισμα της ελληνικής κοινωνίας στην επιβολή της λογικής ότι δεν χάθηκε
τίποτα αν ο εκάστοτε εξωτερικός εχθρός μπουκάρει στην ελληνική επικράτεια και
βεβηλώσει την ελληνική σημαία, αν καταπατήσει γεωπολιτικά μας κεκτημένα και
γκριζάρει, -με την άδεια Αμερικανών, Ευρωπαίων και Εβραίων,- τμήματα της
εθνικής μας επικράτειας, αρκεί να πηγαίνει καλά το χρηματιστήριο.
Σήμερα, μετά από τριάντα χρόνια, δυστυχώς ο
εκσυγχρονισμός έχει επικρατήσει και στην βάση της άμορφης πολυεθνικής κοινωνίας
μας. Είναι το τομέμ του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού της παγκοσμιοποίησης στην
περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό σηματοδοτεί μια δύσκολη, αν όχι προδιαγεγραμμένη,
συνέχεια. Η Ελλάδα πεθαίνει απολαμβάνοντας, σαν τους ναρκομανείς, το
φιλελεύθερο δηλητήριο. Μπορεί ακόμη και να έχει πεθάνει αλλά να μην το έχουμε
αντιληφθεί, μέχρι η σήψη να νεκρώσει κι εμάς, τα τελευταία της ζωντανά κύτταρα.
Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε. Είμαστε
ιδαλγοί της χίμαιρας και πρέπει να κάνουμε την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. έναν πανίσχυρο
πυρήνα στον εθνικιστικό χώρο και τον εθνικιστικό χώρο μια όαση ελληνικής ζωής,
σοβαρότητας και πολιτικού ήθους στην ελλαδική κοινωνία.

Όταν ολοκλήρωσε ο Σταμάτης την ομιλία του τον
λόγο πήραν τα υπόλοιπα μέλη προκειμένου να συζητηθούν πιθανές εναλλακτικές
δράσης και προτάσεις για το μέλλον της λέσχης. Επιβεβαιώθηκε ο προσανατολισμός
της λέσχης ενάντια σε «ράντικαλ σερβιτόρους» από την μια και alt right νεοδεξιούς
από την άλλη, που αμολάει η διεθνής εβραιοκρατούμενη Δεξιά για να μοχλεύει τον
εθνικιστικό χώρο. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις για την στάση μας σε πιθανές
εξελίξεις που θα προκαλέσει στον χώρο η alt right επέλαση
του Τραμπ. Και έπειτα ακολούθησε η τελική απότιση τιμής στους νεκρούς των
Ιμίων.
Οι τελευταίοι ρομαντικοί τιμούν
τους νεκρούς μιας Ελλάδας που χάθηκε και δίνουν μια απέλπιδα αλλά εκστατικά
όμορφη μάχη, μέχρι τέλους. Ενάντια στον κόσμο της εποχής μας. Ιδεοφόροι
πρόμαχοι του Ρομαντισμού. Άγρυπνοι εραστές της μάχης. Περιπλανώμενοι φύλακες της
εθνικιστικής ιδέας.