Κάποτε αριστεροί, σήμερα…;
Την περασμένη Παρασκευή ανάμεσα στα
τηλεφωνήματα φίλων που μου ευχήθηκαν χρόνια πολλά για την ονομαστική μου εορτή
ήταν και αυτό ενός καταστηματάρχη του κέντρου των Αθηνών. Τον γνωρίζω εδώ και
είκοσι χρόνια. Πρόκειται για έναν από τους πιο παλιούς εν ζωή αναρχικούς. Ήταν
ως μαθητής για αρκετές ώρες στο Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1973. Ήταν
ανάμεσα στους πρώτους αναρχικούς που έκαναν στέκι του κινήματός τους την
πλατεία Εξαρχείων. Μαζί του έχω γνωρίσει και άλλους παλιούς αναρχικούς, όταν
βγαίνουμε καμιά φορά για κρασί. Για κάποιον λόγο με συμπάθησε όταν με γνώρισε σε
ένα καλλιτεχνικό σεμινάριο του ΕΚΠΑ. Το ίδιο και οι περισσότεροι από τους
φίλους του. Ασχέτως αν ήμουν ένας από τους φασίστες που έπρεπε, κατά την
αυτοματοποιημένη συνήθεια του πολιτικού τους χώρου, να μισούν.
«Πώς πάει το μαγαζί;» τον ρώτησα μετά τις
ευχές.
«Πώς θες να πάει; Την Κυριακή έχουμε μαραθώνιο
και από σήμερα [ήταν Παρασκευή] έχει κλείσει ένα μέρος των δρόμων του κέντρου,
με αποτέλεσμα να μην κινείται τίποτα στην αγορά. Αύριο θα κλείσει το μισό
κέντρο γιατί θα γίνει η μικρότερη διαδρομή του μαραθωνίου στο Σύνταγμα. Σάββατο
και δεν θα υπάρχει ψυχή στα μαγαζιά. Μεθαύριο θα κλείσει όλη η Αθήνα για την
μεγάλη διαδρομή, σε μια εβδομάδα θα ξανακλείσει για το Πολυτεχνείο, την
παραπάνω εβδομάδα θα ξανακλείσει για την συγκέντρωση της ΓΣΕΕ, μετά για τον
Γρηγορόπουλο, ε κατά τα Χριστούγεννα μπορεί να ανοίξουν οι δρόμοι και να έρθει
κανένας πελάτης».
Η αλήθεια είναι ότι συνειδητοποίησα την
δυσαρέσκειά του μολονότι είναι πιθανό να συμμετάσχω κι εγώ στην συγκέντρωση
της ΓΣΕΕ. Φαντάζομαι τι θα συνέβαινε με τον εκδοτικό οίκο της λέσχης αν δεν
εργαζόμουν σε άλλη δουλειά προκειμένου να έχω σταθερό μισθό για να
καλύπτω τα έξοδά του. Αν ένας εκδότης περιμένει το Σάββατο μήπως και κινηθούν τα
βιβλία του στα καταστήματα του κέντρου (εφόσον δεν γίνεται λόγος για προσδοκία
επωφελούς συνεργασίας με συνοικιακά βιβλιοπωλεία, τα οποία ψυχορραγούν),
μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε τι βιώνει ένας μικρός καταστηματάρχης
του κέντρου που περιμένει την ίδια μέρα με την προσδοκία να αυξηθεί η κίνηση για να καλύψει
-εκτός από τα έξοδα του ΕΦΚΑ και του λογιστή- το επιπλέον κόστος σε φόρους, φως,
νερό, τηλέφωνο και μισθό πωλητή.
«Έλα μη γκρινιάζεις. Δεν είναι όλες οι
συγκεντρώσεις το ίδιο. Στην ΓΣΕΕ θα κατέβω κι εγώ», του είπα, αν και γνώριζα
την απάντηση που θα λάμβανα.
«Δεν μας χέζεις, ρε ψηλέ, με τις πορείες
σου; Εκατό χρόνια βόλτες στο κέντρο κάνουμε. Είδες να αλλάξει τίποτα προς το
καλύτερο;»
Η απάντηση του φίλου ήταν αναμενόμενη.
Μολονότι είμαι από εκείνους που εξακολουθούν να υποστηρίζουν την σημασία της
πορείας ή της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας ως πολιτικών μέσων πίεσης, καταλαβαίνω την
αγωνία των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων οι οποίοι πρέπει να ανταγωνιστούν την
επεκτατική βουλιμία των μεγάλων brands
σε
συνθήκες νεοφιλελεύθερης αλητείας. Εκείνο, πάντως, που σίγουρα δεν ανέχομαι
είναι η υποκρισία των κατακαθιών του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού. Τα ακούμε
καθημερινά να διαμαρτύρονται για το γεγονός ότι οι πορείες διαμαρτυρίας κάνουν
κακό στην αγορά του κέντρου, ότι κλείνουν τους δρόμους και προκαλούν δυσκολίες στους οδηγούς. Αποφεύγουν, όμως, να
πουν ότι και τα δικά τους shows δεν
πάνε πίσω.
Προφανώς και σέβομαι απεριόριστα τους αθλητές
του μαραθωνίου. Έχω φίλους που λαμβάνουν μέρος σε τέτοιους αγώνες και συνεχίζουν
να αθλούνται επί δεκαετίες. Πρόκειται για αθλητές που ξεκινήσαμε μαζί όταν
ακόμη ήμασταν έφηβοι. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η όλη κατάσταση με τους συγκεκριμένους αγώνες θυμίζει ένα liberal πάρτι.
Το να πραγματοποιηθεί ένας κλασικός μαραθώνιος, πάντα Κυριακή, σε εύλογα χρονικά
διαστήματα, είναι κάτι αντιληπτό –αν και αυτό προκαλεί προβλήματα στην
κυκλοφορία. Το να αλλοιώνεται ο μαραθώνιος σε τριήμερο χαβαλέ είναι, πάντως,
κάτι εκνευριστικό.
Την επόμενη μέρα από την ονομαστική μου εορτή
βρέθηκα στο κέντρο. Όντως, από το μεσημέρι και μετά, η Αθήνα έκλεισε για τις
μικρές διαδρομές του μαραθωνίου. Κατέβηκα περπατώντας από το ύψος της Νομικής
στο Σύνταγμα αφού στην Σταδίου και την Πανεπιστημίου είχε σταματήσει η
κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων. Στην πάνω μεριά της πλατείας Συντάγματος και
μέχρι το Ζάππειο διεξαγόταν αυτό που ονόμασαν καταχρηστικά «αγώνα δρόμου».
Σύλλογοι ηλικιωμένων και εκδρομείς από την επαρχία που έσερναν τα πόδια τους
φορώντας τα εφαρμοστά ρούχα των δρομέων, υποτιθέμενοι δρομείς που
χαβαλέδιαζαν σχεδόν περπατώντας κι ένας εκφωνητής που χαχάνιζε στο μικρόφωνο,
είχαν κλείσει το κέντρο. «Όλοι μπορούν
να συμμετάσχουν στον αγώνα μας γιατί η αθλητισμός είναι χαρά», έλεγε ο εκφωνητής.
Όχι κύριοι. Δεν είναι πάρτι ο αθλητισμός.
Είναι μια δραστηριότητα με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο την οποία εσείς
μετατρέπετε σε show, με
αποτέλεσμα να κλείνετε το κέντρο της πόλης, να ισοπεδώνετε τους μικρούς
εμπόρους, να ταλαιπωρείτε τους εργαζόμενους συμπολίτες σας και να δυσκολεύετε
τους ασθενείς που πρέπει να μεταφερθούν σε νοσοκομεία. Είναι σεβαστό και
ωραίο το να πραγματοποιηθεί ο κανονικός μαραθώνιος ή οποιαδήποτε άλλη αθλητική
διοργάνωση. Όπως είναι σεβαστό και το να κλείσει το κέντρο για μια μαζική
διεκδίκηση ενός κοινωνικού αιτήματος.
Δεν είναι σεβαστό, όμως, να κλείνουν οι
δρόμοι για πλάκα. Είτε πρόκειται για shows υπό τον μανδύα αθλητικής
εκδήλωσης είτε για λόγους τυπικής περατζάδας, όπως συμβαίνει τα τελευταία
χρόνια με τις πορείες της ΓΣΕΕ. Ακόμη περισσότερο δεν είναι σεβαστή η υποκρισία
των νεοφιλελεύθερων προοδευτικών κυβερνώντων ή διοικούντων, που μεταφέρουν στις
συνθήκες μιας πιεσμένης Αθήνας όποια σαχλαμάρα βλέπουν να γίνεται στις ΗΠΑ και
στο εξωτερικό. Όποιος θέλει να περπατήσει στο κέντρο των Αθηνών μπορεί να το
κάνει κάθε μέρα. Δεν είναι ανάγκη να υποδύεται ότι τρέχει σε αγώνα δρόμου.
Σκεπτόμενος όλα αυτά άρχισα να κατηφορίζω από
το Σύνταγμα προς την Καλλιθέα. Ώσπου, λίγο πριν το Φιξ, ένα ταξί σταμάτησε
ακριβώς δίπλα μου προκειμένου να αποβιβάσει δύο επιβάτες. Ήταν Σάββατο μεσημέρι
και δεν ήθελα να καθυστερήσω στο οικογενειακό μεσημεριανό γεύμα.
Έτσι, αποφάσισα να επιβιβαστώ στο ταξί και να μην συνεχίσω την διαδρομή με τα
πόδια. Έπιασα γρήγορα την κουβέντα με τον ταξιτζή. Η αρχή έγινε με το θέμα του μαραθωνίου.
Ο οδηγός ήταν πυρ και μανία με το κλείσιμο
του κέντρου για την πραγματοποίηση εκείνης της σαββατιάτικης γελοιότητας. Αλλά
σύντομα η συζήτηση πέρασε στα πολιτικά ζητήματα. Ο ταξιτζής, όπως και ο
καταστηματάρχης φίλος μου, είναι από εκείνους τους εξηντάρηδες(+) που έχουν
κουραστεί από την μετατροπή των μαζικών διαμαρτυριών σε παρελάσεις χαβαλέ, από
την υποκρισία της Αριστεράς και από την γενικότερη πολιτική
παρακμή, με συνέπεια να ψάχνουν καταφύγιο στην σταθερότητα. Μολονότι ο φίλος
μου δηλώνει ότι παραμένει αναρχικός, ο ταξιτζής έχει κάνει πλήρη μεταστροφή.
«Ήμουν στο Πολυτεχνείο το ’73. Βρισκόμουν
στην σχολική τάξη. Θυμάμαι ότι μπήκε ένας συμμαθητής, φώναξε ότι έπρεπε να
κατέβουμε στην διαμαρτυρία και λίγη ώρα αργότερα σχεδόν όλα τα μαθητόπουλα των
Πατησίων ήμασταν έξω από το Πολυτεχνείο. Έφυγα ακριβώς πριν έρθουν τα τανκς.
Ήμουν αριστερός για πολλά χρόνια αλλά σήμερα μουντζώνω τον εαυτό μου. Τώρα
είμαι περισσότερο φασίστας από την Χρυσή Αυγή και από τον Τραμπ. Πολύ
περισσότερο», μου είπε ο ταξιτζής κι εγώ άρχισα να χαμογελάω.
Προσπάθησα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να
του εξηγήσω ότι φασίστα μπορούσε να αποκαλέσει εμένα, με κάποιες συζητήσιμες
αξιώσεις μεθοδολογικής ευστοχίας, αλλά όχι τον Τραμπ ή την Χρυσή Αυγή. Όμως, ο ταξιτζής
είχε αρχίσει να αισθάνεται οικειότητα με έναν συνομιλητή που διέθετε ευήκοα ώτα
και δεν είχε σταματημό. Ούτε έδειχνε ενδιαφέρον για αυστηρές ιδεολογικές
διευκρινήσεις. Ένα τραύλισμα στην ομιλία έδινε στις φράσεις του βάθος χρόνου.
Συνήθως ξεκινούσε την φράση με μια μικρή ομιλητική εμπλοκή και την ολοκλήρωνε
με έναν καταιγισμό κολλημένων λέξεων, ο οποίος ταίριαζε στην δικαιολογημένη
οργή για τις παθογένειες που βιώνουμε. «Γα-γα-γα-μωστασπίτιατους», έλεγε για να
αποτιμήσει τους δεξιούς και αριστερούς πολιτικούς της εποχής μας. Απ’ ότι
κατάλαβα η λαθρομετανάστευση, τα μνημόνια, το μακεδονικό, η πολιτική διαχείριση
της δολοφονίας του Κατσίφα και ο εκνευρισμός του για τον μηχανισμό ηρωοποίησης
του Ζακ Κωστόπουλου τον είχαν στρέψει πολιτικά προς τα εδώ.
Ο ταξιτζής δεν είναι εξαίρεση. Αποτελεί
περίπτωση ενός φαινομένου που έχει σαφώς μεγαλύτερες διαστάσεις. Και όλοι
γνωρίζουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία που κοινωνικά
στρώματα με σοσιαλιστικούς προσανατολισμούς στρέφονται προς τον εθνικισμό. Ένα
κρίσιμο ερώτημα για τον «χώρο» είναι ποια πολιτική μορφή παίρνει αυτή η
μεταστροφή. Βοηθά, όντως, στην ανάπτυξη εθνικιστικών κινημάτων ή διαχέεται στο
πολιτικό κενό γεμίζοντάς το με λιμνάζοντα ύδατα;
Το θέμα είναι μεγάλο και δεν μπορεί να
αναλυθεί σε ένα άρθρο. Εκείνο που έχει νόημα να δούμε προς το παρόν είναι το πώς
εγγράφεται στο νου αυτών των ανθρώπων η αναζήτηση πολιτικής σταθερότητας. Καταρχάς,
η χρήση των δημόσιων χώρων για εκδηλώσεις επιδερμικού περιεχομένου απ'
όλες τις δυνάμεις του πολιτικού φάσματος (συγκεντρώσεις χωρίς σοβαρά
διατυπωμένα αιτήματα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, νεοφιλελεύθερα shows και αριστερές ή αναρχικές εκτονώσεις υπό
την μορφή πορείας) με συνέπεια την ταλαιπωρία όλων των υπολοίπων συμπολιτών, έχει
προκαλέσει την αποστροφή για κάθε μαζική συνάθροιση και την αγανάκτηση.
Αντανακλαστικά, η αντίδραση οδηγεί προς την αναζήτηση της σταθερότητας.
Εφόσον οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις
που εμπλέκονται στην όλη υπόθεση πυροδοτούν την παθογένεια, η αντίδραση των
αγανακτισμένων, ο οποίοι επιζητούν την σταθερότητα, κατευθύνεται προς την
αναζήτηση μιας λύσης επιβεβλημένης πατερναλιστικά. Αυτό είναι
το κρίσιμο σημείο της υπόθεσης. Επειδή, κατά το παρελθόν, ο φασισμός και ο
εθνικιστικός συντηρητισμός είχαν συνδεθεί με την πατερναλιστική
επιβολή ευρυθμίας και τάξης, οι αγανακτισμένοι των ημερών μας ανακαλούν στην
μνήμη τους αυτή την ιστορική εμπειρία και τους αξιολογούν με θετικό πρόσημο.
Όμως, ήταν μόνο ο φασισμός και ο εθνικιστικός συντηρητισμός που επέβαλαν αυτού του τύπου την σταθερότητα; Δεν έκαναν το ίδιο ο κομμουνισμός και οι νεοφιλελεύθερες δικτατορίες της μπανάνας στην Λατινική Αμερική; Ή, ακόμη, αν αντιστρέψουμε το ερώτημα, ήταν απλά καθεστώς ο φασισμός; Δεν ήταν μαζικό κίνημα πριν γίνει καθεστώς; Ασφαλώς και ήταν μαζικό κίνημα αρχικά. Ως κίνημα δεν υιοθέτησε και ο φασισμός την μαζική διαμαρτυρία υπό την μορφή συγκέντρωσης, πορείας κλπ; Σαφώς και την υιοθέτησε, σαφώς και την χρησιμοποίησε προκειμένου να επικρατήσει.
Κατά πόσο, λοιπόν, μπορούν να συνδεθούν με
τον νεοφασισμό, με τον εθνικισμό κλπ, (σήμερα που ο νεοφασισμός και ο
εθνικισμός αποτελούν δυνάμεις αμφισβήτησης της υπάρχουσας πολιτικής τάξης
πραγμάτων), πολίτες οι οποίοι ναι μεν είναι απογοητευμένοι απ' όλες τις υπόλοιπες
πολιτικές δυνάμεις αλλά δεν θέλουν ο νεοφασισμός/εθνικισμός, ως δύναμη
αμφισβήτησης και ανατροπής, να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που θα του επιτρέψουν
να κάνει πράξη την αμφισβήτηση και την ανατροπή; Μήπως σε αυτή την αντίφαση
κρύβεται ένα κενό που μπορεί να εκμεταλλευτεί κάθε έξυπνος επικεφαλής της
Δεξιάς, υποσχόμενος σταθερότητα μέσω της περικοπής και της ακόμη μεγαλύτερης απαξίωσης
των μαζικών πολιτικών δράσεων; Μήπως σε αυτή την αντίφαση ποντάρει και κάθε
απατεώνας της alt
right που κάνει
λόγο για «μεταπολιτική» εννοώντας, συγκεκαλυμμένα, την προσαρμογή σε νεοφιλελεύθερα
σχήματα πολιτικής συμπεριφοράς;
Είναι απλά τα πράγματα, παιδιά. Καλό είναι να
υπάρχει μια γενική αποδοχή κάποιων απαράβατων κανόνων της δημοκρατίας. Θα
έπρεπε να μας το έχει διδάξει αυτό η ιστορία του εθνικιστικού κινήματος. Προσπάθησα
να το εξηγήσω και στον ταξιτζή. Αν θέλουμε εμείς να κάνουμε συγκεντρώσεις
μνήμης για τον Κατσίφα, για τους Φουντούλη-Καπελώνη, για τους νεκρούς των
Ιμίων, για τον Δραγούμη κλπ, αν θέλουμε να κάνουμε πορείες και συναυλίες για να
υποστηρίξουμε τα δικά μας πολιτικά αιτήματα, είναι δεδομένο ότι θα θελήσουν να
κάνουν τις δικές τους αντίστοιχες δράσεις και οι αριστεροί με τους αναρχικούς για
την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου, για την μνήμη του Γρηγορόπουλου και
για τα υπόλοιπα δικά τους αιτήματα. Το ίδιο και οι φιλελεύθεροι. Η αθλιότητα ξεκινά όταν κάποιος δοκιμάζει να διαλύσει την συγκέντρωση του άλλου.
Αλλά αυτό είναι διαφορετικό θέμα.
Εκείνο που έχει σημασία να κρατήσουμε από
αυτό το άρθρο είναι ότι η απαξίωση των μορφών συλλογικής πολιτικής διεκδίκησης
μπορεί και να μην είναι πάντα προς όφελός μας. Όσοι λοιδορούν, γενικευτικά και
αδιάκριτα, τις μαζικές συγκεντρώσεις, εισέρχονται σε έναν κυκεώνα μεταμοντέρνας
αντίθεσης στην ίδια την πολιτική πράξη και μοιραία καταλήγουν να αναζητούν μια
αυταρχική κρατική ηγεσία. Ελάτε, όμως, που αυτή η αυταρχική κρατική ηγεσία δεν είναι
απαραίτητα εθνικιστική. Για να είμαι πιο ακριβής, στις σημερινές μεταμοντέρνες
συνθήκες, αυτή η αυταρχική κρατική ηγεσία έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι
εθνικιστική, αριστερή ή οτιδήποτε άλλο πέρα από νεοφιλελεύθερη (διαφόρων
αποχρώσεων).
Ακόμη και αν δεν διανοούνται να ψηφίσουν νεοφιλελεύθερα
κόμματα, εκείνοι οι ειλικρινά αγανακτισμένοι συμπολίτες μας που απαξιώνουν την
συλλογική πολιτική δράση αναζητώντας την άνωθεν σταθερότητα, ίσως και να ρίχνουν νερό στον
μύλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δίχως να το συνειδητοποιούν. Και,
πολύ περισσότερο, να αλλοιώνουν εμφανώς την ταυτότητα των εθνικιστικών κομμάτων
που για να κερδίσουν την ψήφο τους προσαρμόζονται σε αυτή την αντιφατική αποπολιτικοποιημένη
θέση.
1 σχόλιο:
Τα καρφιά στην αόριστη και χωρίς ουσία "μεταπολιτική" που πράγματι είχε γίνει μια κουραστική καραμέλα είναι το καλύτερο σημείο του άρθρου!.. Δεν είναι καθόλου τυχαίο δυστυχώς ότι τέτοιες απόψεις προώθησης της μεταπολιτικής επί Μητσοτάκη γιγαντώθηκαν στον χώρο, ακόμα και ανάμεσα σε ανένταχτους εθνικιστές και εθνικοσοσιαλιστές...
Δημοσίευση σχολίου