Περί Κολτσίδα και επανάστασης
Μιας και μας ζητείται (εν μέσω ανώνυμων
σχολίων σε άλλου θέματος ανάρτηση) μια γνώμη για το πρόσφατο τραγικό συμβάν,
βρίσκουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε την οπτική μας επί του θέματος. Το
πρώτο συμπέρασμα είναι ότι μέσα από την πράξη του Δημήτρη Κολτσίδα να εκδικηθεί
με τα όπλα κάποιους που τον είχαν εξαπατήσει, καταδεικνύεται η γενίκευση της
ατιμωρησίας και η συστηματική προσπάθεια των δυνάμεων του εξουσιαστικού
φιλελευθερισμού να σπρώξουν την Ευρώπη στην αποδοχή της εγκληματικότητας ως
μιας χαριτωμένης κανονικότητας. Ιδίως στην περίπτωση της Ελλάδας κατά την
περίοδο των κυβερνήσεων Μητσοτάκη υπάρχει μια εξόφθαλμη συμπόρευση της
αυξημένης εγκληματικότητας με την βιοπολιτική διαδρομή της κυβερνητικής
οικογένειας. Ο Κολτσίδας φαίνεται ότι υπήρξε θύμα αυτής της γενικευμένης
αποθράσυνσης των απατεώνων και των εγκληματιών, που δρουν αποθρασυμένοι τα
τελευταία χρόνια απολαμβάνοντας το χάος των συνθηκών μιας απορρυθμισμένης
νεοφιλελεύθερης πολιτείας.
Όταν
κάποιος πέφτει θύμα απάτης και του κλέβουν μηχανήματα αξίας πενήντα χιλιάδων
ευρώ με πλαστές επιταγές, είναι αναμενόμενο και δικαιολογημένο να αισθανθεί
οργή. Αν ισχύει αυτό που γράφτηκε κάπου, ότι ο εξαπατηθείς Κολτσίδας πήγε στο
αστυνομικό τμήμα να καταγγείλει την απάτη και οι αστυνομικοί του είπαν ότι
είναι δύσκολο να αποδοθεί δικαιοσύνη για λόγους γραφειοκρατικούς (νόμους που
τους δένουν τα χέρια κλπ), προφανώς η οργή του θα έγινε διπλάσια, με αποτέλεσμα
να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Εάν η πολιτεία δεν μπορεί να προστατεύσει το
κοινωνικό σύνολο από τους κλέφτες και τα τσογλάνια του οργανωμένου εγκλήματος, τότε
το μυαλό εξαπατημένων ανθρώπων μπορεί να πάρει ανάποδες στροφές. Και να
καταφύγει στον αρχέγονο, άγραφο νόμο απόδοσης δικαιοσύνης. Αν και η αφαίρεση
ζωών, που συνοδεύεται από αυτοκτονία, ασφαλώς αποτελεί μια επιλογή με τραγικά
αποτελέσματα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Κολτσίδας αισθάνθηκε μια δικαίωση,
ένιωσε ότι υπερασπίστηκε το καταπατημένο του δίκαιο, με το να παγιδεύσει τους απατεώνες
που πήγαν να τον κλέψουν για δεύτερη φορά.
Από εκεί και πέρα υπάρχει, όμως, ένα «αλλά»
σε ό,τι αφορά το ιδεολογικό και το ηθικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Πρώτα απ' όλα ο
Κολτσίδας, μαζί με τον έναν άνδρα που φαίνεται ότι τον είχε εξαπατήσει, σκότωσε
και έναν αθώο. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά όσο
δικαιολογημένη και αν ήταν η οργή του. Επιπλέον, υπάρχει και ένα ιδεολογικό
θέμα. Το να επικαλείται κανείς τον εθνικισμό επειδή αισθάνεται βαλλόμενος από
ένα άθλιο σύστημα δεν δίνει πολιτικό περιεχόμενο στην πράξη του. Ψυχολογισμός
είναι. Καταφύγιο απόγνωσης. Ξέσπασμα ψυχής και αγανάκτηση. Αλλά όχι πολιτική
πράξη ή επανάσταση.
Φαίνεται ότι υπάρχουν άτομα στον εθνικιστικό
χώρο που για κάποιον λόγο έχουν ερωτευτεί την Ιταλία των μολυβένιων χρόνων και
αναζητούν ήρωες σε περιστατικά ένοπλης δράσης. Μόνο που δεν είναι όλα τα
περιστατικά ένοπλης δράσης επανάσταση, ακόμη και αν πραγματοποιούνται από
πρόσωπα που υιοθετούν επαναστατικές ιδέες. Ο Κολτσίδας απέδωσε δικαιοσύνη με τον
ύστατο τρόπο που θεώρησε ότι του απέμενε σε ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος, εντός του
οποίου τα όρια ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και την επίσημη πολιτική είναι
δυσδιάκριτα. Όμως, η πράξη του ολοκληρώθηκε μέσα σε αυτό που ο δράστης -και
μετέπειτα αυτόχειρας- αντιλαμβανόταν ως ηθικό πλαίσιο, ως απονομή δικαιοσύνης.
Δεν πέρασε στην σφαίρα του πολιτικού.
Για να αποκτήσει η πράξη του πολιτικό
περιεχόμενο και για να χαρακτηριστεί ο ίδιος ως τρομοκράτης ή επαναστάτης -ανάλογα την οπτική γωνιά της ιδεολογίας υπό την οποία ερμηνεύει ο καθένας τα
γεγονότα- έπρεπε ο δράστης να σκεφτεί ποιο είναι το σύστημα που δεν αφήνει την αστυνομία
ή όποιον άλλον θεσμό στον οποίο κατέφυγε να πιάσει τους απατεώνες, καθώς και ποιοι
είναι οι άνθρωποι που διαχειρίζονται το εξουσιαστικό σύστημα και μετατρέπουν
την ανομία, μέσα από τον επικρατούσα μαζική κουλτούρα, σε κάτι κοινωνικά
αποδεκτό. Έπειτα, έπρεπε να πράξει κάτι βίαια ένοπλο που θα
χτυπούσε το σύστημα εξουσίας, το οποίο αναπαράγει την συνθήκη που ο ίδιος
αντιλαμβανόταν ως επίδειξη αδικίας και κανονικοποίηση της απατεωνιάς, είτε σε
προσωπικό είτε σε υλικό επίπεδο. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαν, όντως, οι
υποστηρικτές του να τον παρουσιάσουν ως επαναστάτη και οι αντίπαλοί του ως
τρομοκράτη. Γιατί θα είχε κάνει μια πολιτική πράξη. Τώρα, όμως, με αυτό που
έκανε, απλώς σφράγισε με αίμα την υπεράσπιση εκείνης της επιλογής που ο ίδιος
θεωρούσε ότι συνιστούσε πράξη δικαιοσύνης.
Ασφαλώς, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να
προσπεραστεί. Έχει ιδιαίτερο περιεχόμενο και απαιτεί μεγάλο αναλυτικό βάρος η
αξιολόγηση της πράξης του. Στο ζύγι της κρίσης μπαίνει από την μια η
αγανακτισμένη αναζήτηση της δικαιοσύνης, σε μια κοινωνία παραδομένη στους
κλέφτες και στους πολιτικούς τους συνεργάτες, και από την άλλη η αφαίρεση της
ζωής ενός ανθρώπου που φαίνεται ότι ήταν αθώος. Ο καθένας επιλέγει προς τα πού θεωρεί
ότι γέρνει η πλάστιγγα. Πάντως η συζήτηση τελειώνει εκεί. Δεν έχει πολιτικό
περιεχόμενο.
Μπορεί να έχει πολιτικό περιεχόμενο η αγανάκτηση. Όμως, η πράξη καθαυτή, η βίαιη ένοπλη δράση δηλαδή, δεν είχε κανέναν πολιτικό στόχο. Ήταν μια πράξη αναζήτησης όχι της φθοράς του πολιτικού αντιπάλου αλλά προσωπικής εξιλέωσης και δικαίωσης μέσω της εκδίκησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου