Μεταμοντέρνο Χάος εις διπλούν με φόντο το γκροτέσκο
του Σταμάτη Μαμούτου
Η εποχή που ζούμε αποτελεί έναν στρόβιλο
γελοιότητας. Στην Ελλάδα της μεταμοντέρνας νεωτερικότητας οι τελευταίοι
άνθρωποι που διαθέτουν σταθερό νου μοιάζουν με επιβάτες ενός λεωφορείου δίχως
χερούλια και καθίσματα, το οποίο γυροφέρνει στο μηδέν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι
επιβάτες αυτοί βλέπουν τα γεγονότα της επικαιρότητας από τα παράθυρα του
λεωφορείου που τους μεταφέρει στο πουθενά, να περνούν αστραπιαία μπροστά στα
μάτια τους πριν εκτοξευτούν στο τίποτα. Ο οδηγός του λεωφορείου είναι
μεθυσμένος και οι επιβάτες δεν έχουν να πιαστούν από κάπου. Συλλαμβάνουν τα
γεγονότα σαν θραύσματα εικόνων του τοπίου που φεύγουν προς τα πίσω θολωμένα, με
την ματιά αδύναμη να τα συγκρατήσει σε καθαρές εικόνες λόγω της τρελής πορείας
του τροχοφόρου. Και η αίσθηση ναυτίας γίνεται όλο μεγαλύτερη, συναγωνιζόμενη
την ανικανότητα εύρεσης σημείων ηθικής, αισθητικής και συναισθηματικής σύνδεσης
με το παροδικά ταχύτατο και άμορφο παρόν.
Πώς, άραγε, θα μπορούσε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος
να συνδεθεί με την ελλαδική επικαιρότητα των καιρών μας; Πώς θα
μπορούσε να αναζητήσει σταθερότητα στο χάος της μεταμοντέρνας
ρευστότητας που μας πνίγει; Να βρει σωστό και λάθος, να αναζητήσει το δίκαιο
και το άδικο, μέσα στο πολυδιάστατο έρεβος αυτών των καιρών, που όλες οι
εκδοχές του δημόσιου βίου μας αποτελούν διαφορετικές αντανακλάσεις της ίδιας
παθογένειας;
Ας εξετάσουμε το πρόσφατο παράδειγμα της
καταστροφής έργων του εικαστικού Χριστόφορου
Κατσαδιώτη, εντός εκθεσιακού χώρου της Εθνικής Πινακοθήκης, από τον βουλευτή
του κόμματος Νίκη Νίκου Παπαδόπουλου. Από την μια πλευρά είναι ο εικαστικός. Με
τις δημιουργίες που προκαλούν το θρησκευτικό αίσθημα αλλά και με το εύλογο
επιχείρημα ότι εκφράζουν απλά τον ίδιο και μπορούν να κριθούν (ακόμη και αρνητικά)
από τον κάθε θεατή. Από την άλλη στέκεται ο βουλευτής. Προσπαθώντας να
περισώσει παραδοσιακές καθαγιασμένες αξίες με τον πλέον γελοίο και νεωτερικά επικοινωνιακό
τρόπο. Δυο πτυχές του ίδιου χάους, του ίδιου μάγματος που κατακαίει τον πυρήνα
της εποχής μας.
Προφανώς, η προσβολή του θρησκευτικού
συναισθήματος είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ενοχλητικό. Στην συγκεκριμένη περίπτωση
θα το συναντήσουμε στην εκδοχή μιας καλλιτεχνικής avant garde δηθενιάς.
Ωστόσο δεν είναι τα έργα του Κατσαδιώτη αυτά στα οποία εξαντλείται ή
κορυφώνεται αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι τα εικαστικά, συνολικά, το πεδίο στο
οποίο πραγματοποιείται η αίσχιστη βεβήλωση των θρησκευτικών και γενικότερα
παραδοσιακών ηθών και αρχών. Αν ψάχνει κανείς το πεδίο στο οποίο το κακό της
εποχής μας αποκτά την πλέον δηλητηριώδη εκδοχή του δεν έχει παρά να ρίξει μια
ματιά στο φιλελεύθερο, καθημερινό, καθώς πρέπει life style.
Εξετάστε τις πρακτικές και τις μεθόδους του
τραπεζικού συστήματος, τις ιδέες που κινούν τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
την καθημερινή κουλτούρα που διαμορφώνουν οι τηλεοπτικές περσόνες των
πρωϊνάδικων. Εκεί θα βρείτε την εκπόρνευση να μετασχηματίζεται σε αποδεκτό ήθος
της καθημερινότητας. Εκεί θα βρείτε τον Μαμωνά να λατρεύεται ως πρωταρχικός
(υποτιθέμενος) φυσικός νόμος της (ακόμη πιο υποτιθέμενα νομοτελειακά φυσικής)
ελεύθερης αγοράς.
Αν ο βουλευτής του κοινοβουλευτικού
μορφώματος ήθελε να προστατεύσει αποτελεσματικότερα την θρησκευτική μας
υπόσταση από την διασάλευση, αντί για πίνακες ζωγραφικής θα μπορούσε να εκδηλώσει την αγανάκτησή του στις συστημικές τηλεπαρουσιάστριες και, κυρίως, στους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Αν έπραττε κάτι τέτοιο, όμως, θα βρισκόταν
υπόλογος του νόμου και εκτεθειμένος στην λύσσα των επικοινωνιακών μηχανισμών
που ελέγχουν οι αξιωματικοί του Μαμωνά. Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο
Νίκος Παπαδόπουλος φάνηκε αρκετά προνοητικός. Ορθολογιστικά σκεπτόμενος. Ίσως
και διανοητικά ανίκανος να ανιχνεύσει την μεγάλη ένταση του κακού που κυοφορούν
αυτά τα πεδία σε σύγκριση με μερικούς πίνακες ζωγραφικής. Με αποτέλεσμα να
επιλέξει την πολλή φασαρία για το τίποτα. Τον εύκολο αντίπαλο. Τον ωφελιμιστικό
υπολογισμό αντί για το χριστιανικό χρέος της ανηφοριάς, του δύσκολου δρόμου, που
συνεπάγεται η σύγκρουση με τον σκληρό πυρήνα του γενικευμένου φιλελεύθερου αίσχους
των καιρών μας. Επέλεξε, δηλαδή, τον φιλόξενο χώρο της
Εθνικής Πινακοθήκης για να κάνει το «κομμάτι του».
Από την άλλη ο καλλιτέχνης Χριστόφορος
Κατσαδιώτης έκρινε σκωπτικά
το γεγονός και πρόκρινε μια ήπια αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Όμως, αυτή η
προσέγγιση, μολονότι ωφέλιμη για την επικράτηση της ψυχραιμίας και τον
κατευνασμό των παθών, είναι ταυτόχρονα αντιφατική με τον αυθόρμητο και μη
ορθολογικό βρασμό της ψυχής, που συνεπάγεται η καλλιτεχνική φύση (έτσι,
τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς και ο ίδιος ο Κατσαδιώτης, σύμφωνα
με τα λεγόμενά του).
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο έντυπο Lifo ο Κατσαδιώτης δήλωσε ότι ενώ δημιουργεί «αφήνεται, όπως οι καλλιτέχνες κάνουν όταν δημιουργούν, χωρίς εκλογικεύσεις», ότι «ένα αληθινό έργο τέχνης γεννιέται όταν αφήνεται ο καλλιτέχνης να εκφραστεί χωρίς να τον επηρεάζει η λογική, με το συναίσθημα να παίρνει μορφή ώστε να σχεδιαστεί και να αποτυπωθεί», ότι τον «γοητεύουν αυτά και αυτοί που δεν ακολουθούν την μάζα, οι αλλόκοτοι». Πολύ ωραία όλα αυτά. Ο απόηχος της ρομαντικής παράδοσης ακούγεται καθαρά μέσα από τις φράσεις του καλλιτέχνη, ακόμη και αν εξωτερικεύεται σε μοντέρνες και avant garde υφολογικές επιλογές (κι όχι παραδοσιακά ρομαντικές).
Εντούτοις, στην ίδια συνέντευξη ο Κατσαδιώτης
υποστηρίζει ότι τα σχόλια επίκρισης που δέχεται (υποθέτουμε στα ΜΚΔ) είναι
δύσκολο να αντιμετωπιστούν επειδή βρίσκονται «πέραν της λογικής» και «ξεπερνούν
την φαντασία της δημιουργού του Χάρι Πότερ», ότι «ζούμε σε κοινωνίες που
συντηρητικοποιούνται όλο και περισσότερο».
Τελικά είναι υπέρ του ορθολογισμού ή
προκρίνει την υπέρβαση του ορθολογισμού προς χάρη της καλλιτεχνικής αλήθειας ο
Κατσαδιώτης; Απ’ ό,τι καταλαβαίνω μάλλον προκρίνει την υπέρβαση του
φορμαλιστικού ορθολογισμού στην καλλιτεχνική δημιουργία και την επιστροφή στις
καθώς πρέπει ορθολογιστικές φορμαλιστικές νόρμες στην κοινωνική ζωή. Ναι μεν η
τέχνη πρέπει να ξεπερνά την λογική και να συλλαμβάνει αλήθειες με μη
ορθολογιστικά πνευματικά μέσα. Αλλά, ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση των συνεπειών
που προκύπτουν από την καλλιτεχνική προσέγγιση στην κοινωνική (και την
πολιτική) ζωή, πρέπει να υπακούει στην ασφάλεια των κατεστημένων,
ορθολογιστικών και καθώς πρέπει κανόνων για να αποφευχθεί η συντηρητικοποίηση
των σύγχρονων κοινωνιών.
Ελάτε, όμως, που δεν πρέπει να είναι έτσι τα
πράγματα. Ο καλλιτέχνης, όπως και το έργο τέχνης, δεν γίνεται να πατούν σε δυο
βάρκες. Αν το κάνουν τότε δίνουν την απάντηση στο ερώτημα πώς και γιατί έχουμε
αυτή την τέχνη στην εποχή μας.
Στην εποχή που δεν «συντηρητικοποιούνται» οι
κοινωνίες, όπως υποστηρίζει ο Κατσαδιώτης, αλλά νοθεύονται τα πάντα σε ένα
μεταμοντέρνο ανακάτεμα. Στην εποχή που είναι σχεδόν απίθανο να βρούμε ολικά
συνεπείς, ουσιοκρατικά ακέραιες, στάσεις και συμπεριφορές. Στην εποχή που όσοι
ελάχιστοι απομένουν αναζητώντας συνέπεια, σταθερότητα και ουσία, δεν ξέρουν με
τι να απελπιστούν περισσότερο. Με το γκροτέσκο της συμπεριφοράς του βουλευτή ή
με την αδυναμία μιας καλλιτεχνικής έκθεσης για το γκροτέσκο να αναδείξει
ρομαντική δυναμική.
Εικόνα: William Blake, The Ghost Of Flea
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου