Αντίο φίλε
Ήταν φθινόπωρο του 2010 και η χώρα εισερχόταν
σε μια πολιτική περίοδο που μύριζε μπαρούτι. Όλα έδειχναν ότι πλησίαζε η στιγμή
που ο εθνικιστικός χώρος θα μετατρεπόταν σε πεδίο πρωτόγνωρων πολιτικών εξελίξεων.
Ο κωμικοτραγικός ΛΑ.Ο.Σ. συγκέντρωνε ένα εκλογικό 7%. Όμως, η απροκάλυπτη
ενσωμάτωση της ηγεσίας του στον συστημικό φιλελευθερισμό, σε συνδυασμό με την
έλευση της εποχής των μνημονίων και την συσσωρευμένη αγανάκτηση από κοινωνικές
παθογένειες που είχαν κορυφωθεί εκείνη την περίοδο, είχαν ήδη προκαλέσει ένα
ευνοϊκό για τον εθνικιστικό χώρο χάος τόσο στην λαϊκή βάση του ακροδεξιού κόμματος
όσο και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία. Μάζες ψηφοφόρων του ΛΑ.Ο.Σ., καθώς και
συμπολίτες που μέχρι τότε δεν σχετίζονταν με τις ιδέες μας, αναζητούσαν πλέον καταφύγιο
στον εθνικισμό.
Όμως, δυστυχώς, και ο εθνικιστικός χώρος δεν
ήταν τίποτε σπουδαίο. Εξαρτημένες από δεξιές αντιλήψεις (και όχι μόνο) περσόνες
διαφέντευαν τις οργανώσεις του. Η μετακίνηση ψηφοφόρων του ΛΑ.Ο.Σ. και η
ταυτόχρονη εμφάνιση αρκετών εφήβων στις εθνικιστικές επάλξεις είχε πυροδοτήσει
έναν λυσσασμένο ανταγωνισμό. Οι εθνικιστικές οργανώσεις εμπλέκονταν σταδιακά σε
έναν υπόγειο αλληλοσπαραγμό για το ποια εξ αυτών θα προσέλκυε τους
περισσότερους «απογοητευμένους πατριώτες». Ήταν η εποχή που η Νέα Δημοκρατία
και το παρακράτος της χώρας, διαπιστώνοντας ότι διαμορφώνονταν προϋποθέσεις για
την θεμελίωση ενός ανεξάρτητου από την Δεξιά εθνικιστικού χώρου,
χρηματοδοτούσαν «εστιάτορες» και αβαντάριζαν πρώην χρυσαυγίτες προκειμένου να
ιδρύσουν δήθεν οργανώσεις ή και κατευθυνόμενα κόμματα-σφραγίδες, με απώτερο
σκοπό να αρπάξουν όση στελεχιακή λεία μπορούσαν από την εξίσου απαράδεκτη αλλά
μαζικά ισχυρότερη Χρυσή Αυγή.
Μέσα σε εκείνο το αφανές προς τα έξω πολεμικό
κλίμα, εντός του εθνικιστικού χώρου, εμφανίζονταν και λίγοι ξεχωριστοί άνθρωποι
με ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, τους οποίους μπορούσε να συναντήσει κανείς, ως
επί το πλείστον, στις μικρές αυτόνομες ομάδες. Εκείνες τις μέρες του 2010 έμαθα
ότι ένα από αυτά τα παιδιά, που ήταν περιστασιακός αρθρογράφος του Μαύρου
Κρίνου, ήθελε να με συναντήσει. Ο Σταύρος είχε δώσει λεπτομερή περιγραφή για
τον εν λόγω αρθρογράφο: «Ρομαντικός, ποιοτικός αλλά πολύ παράξενος,
αναρχοεθνικιστής, λογοτέχνης, μία φορά εμφανίζεται και δέκα φορές χάνεται για
να επανεμφανιστεί μήνες μετά, μεταφράζει κείμενα ξένων συναγωνιστών πότε-πότε,
δες τον και κρίνε. Τον λένε Λιάκο Μπουρνόβα».
Επισκέφθηκα τον Λιάκο στο σπίτι που ζούσε τότε,
κοντά στην Ακρόπολη. Κι από την πρώτη στιγμή γίναμε φιλαράκια. Για κάποιο λόγο
του έκανα ιδιαίτερη εντύπωση. Σε σημείο ώστε να αρχίσει να διαδίδει την
επόμενη κιόλας μέρα ότι είχε μόλις ανακαλύψει τον άνθρωπο που έπρεπε πάση θυσία να
γίνει αρχηγός.
«Κάνει λόγο για αρχηγούς ένας εθνοαναρχικός;»
τον ρώτησα χαμογελώντας, όταν έμαθα πώς με αξιολογούσε, καθώς οδηγούσε το τζιπ
του.
«Οι αναρχικοί δεν υποστηρίζουμε την
εξαναγκαστική ισοφάριση των προσωπικοτήτων, όπως νομίζουν οι περισσότεροι.
Αναζητούμε την φυσική ηγεσία, πέρα από τα θεσμικά θερμοκήπια», απάντησε ο
Λιάκος, χειριζόμενος το τιμόνι του οχήματος και κοιτάζοντας συνεχώς μπροστά με
τρόπο που θύμιζε rock
star της
δεκαετίας του ‘70.
Έκτοτε με αποκαλούσε συνεχώς αρχηγό. Μπροστά
σε φίλους, σε γνωστούς, σε συναγωνιστές. Δεν σταματούσε να δηλώνει ότι, «αν δεν
φέρουμε αυτό το παιδί στην κεφαλή του κινήματος είμαστε άξιοι της μοίρας μας».
Τι εννοούσε, όμως, όταν μιλούσε για «κίνημα»; Προφανώς, όχι τον εθνικιστικό
χώρο. Εννοούσε μια ένωση των αληθινών εθνικιστών με εκείνους που θεωρούσε αυθεντικούς
αναρχικούς και κομμουνιστές, σε ένα αδιαίρετο, ρομαντικό, underground μέτωπο.
Αυτή ήταν η μοναδική σταθερά αμετακίνητη πολιτική του ιδέα. Το βάθρο και η
κορωνίδα των πολιτικών οραμάτων του. Είναι νομίζω προφανές σε όποιον διαβάσει
προσεκτικά τα βιβλία του.
Σε όλα τα υπόλοιπα θέματα ήταν διαρκώς σε
κίνηση και άλλαζε συχνά «πίστες»- για να μιλήσω με όρους παλιών ηλεκτρονικών
παιχνιδιών. Ξεκίνησε ως έφηβος πρασουλικός επικομεταλλάς και νεορομαντικός. Έπειτα πέρασε στο thrash. Στα
τέλη της εφηβείας του μεταπήδησε στο rock’n’roll και
στο Oi!
Λάτρεψε το garage
rock, ώσπου
στην αρχή της ενηλικίωσης άλλαξε στρατόπεδο και μεταπήδησε στο rave και ιδίως
στο psychedelic
trance. Έμπλεξε για τα καλά στα rave
party, αναδυόμενος
σε κεντρική φυσιογνωμία του όλου ρεύματος, και κόλλησε την αρρώστια των
ναρκωτικών για όλο το υπόλοιπο της ζωής του. Μάζευε γύρω του διάφορους
ψυχεδελικούς που υποστήριζαν ότι έρχονταν σε φαντασιακή επαφή με τον αρχαίο
ελληνικό πολιτισμό μέσα από τα οράματα που τους πυροδοτούσαν τα «μανιτάρια» με
τις χημικές ουσίες τα οποία κατανάλωναν για να συνοδεύσουν το συγκεκριμένο
(αντιπαθητικό σε εμένα) μουσικό ρεύμα. Διάβαζε Μούρκοκ, Χάουαρντ κόμικς, τις pulp εκδόσεις
του Μπαλάνου και εθνικιστές συγγραφείς.
Μέχρι που κάποια στιγμή ο δρόμος τον έβγαλε
στα Εξάρχεια. Εκεί ανακάλυψε ένα νέο βασίλειο. Γνωρίστηκε με παλιούς και παλιές
του αναρχικού χώρου και επηρεάστηκε από την σκέψη τους. Άλλαξε πολιτικό
στρατόπεδο και μπήκε στα αντιφασιστικά δίκτυα. Άρχισε να διαβάζει μπίτνικς,
υπερρεαλιστές, υπαρξιστές και avant
garde ρεύματα
του λογοτεχνικού underground.
Όμως, ο εθνικιστικός σπόρος δεν ήταν εύκολο
να ξεριζωθεί. Ζούσε κάτω από την επιφάνεια του νου του και στα τέλη της δεκαετίας του 2000 άρχισε να
καρπίζει και πάλι. Βλέποντας το τι σήμαινε παγκοσμιοποίηση και μεταμοντέρνος
αντιφασισμός στην πράξη, μετά από μια περατζάδα στην Ιταλία, ο Λιάκος επέστρεψε
στα παλιά, κουβαλώντας όμως την εμπειρία των Εξαρχείων. Θέλησε να γίνει ένας
ιδιότυπος Troy
Southgate της
Ελλάδας. Κρατούσε επαφές με άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου και στα κρυφά
συναντούσε εθνικοσοσιαλιστές. Αντιπαθούσε τον Χίτλερ αλλά λάτρευε τον
Μπομπάτσι. Όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά το ιστολόγιο του Μαύρου Κρίνου, όπως
μου έλεγε, πετάχτηκε από την καρέκλα ενθουσιασμένος. Πίστεψε ότι είχε βρει τους
ιδεολογικούς συντρόφους που ονειρευόταν. Πρέπει να είχε στείλει μερικά
μεταφρασμένα κείμενα Ιταλών εθνικιστών στον Σταύρο. Δεν είχε, όμως, σταθερή
παρουσία στην συντακτική ομάδα του συγκεκριμένου ιστολογίου.
Όταν με γνώρισε ο Λιάκος, το φθινόπωρο του
2010, το πλέον «γνωστό» εστιατόριο της Δεξιάς εντός του εθνικιστικού χώρου ήταν
στα πάνω του, υποστηριζόμενο για λίγους μήνες από πρώην υπαρχηγό της Χρυσής
Αυγής που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Το πολιτικού μενού του «εστιατορίου» έγραφε
ότι έπρεπε να απομονωθώ για αρχή από τους αυτόνομους και να εξαναγκαστώ, με
κάθε μέσο (ο νοών νοείτω), σε πολιτική αδράνεια στην συνέχεια. Σε
όποιον αυτόνομο αντιδρούσε στους πολιτικούς εκείνους «τσελεμεντέδες»
ακολουθούσε η προσέγγιση του τύπου, «αν συνεχίσεις να μιλάς στον Σταμάτη θα
στενοχωρηθεί -ή και θα θυμώσει- ο ξανθός». Το πιο πιθανό είναι ο «ξανθός» να
μην είχε ιδέα για αυτές τις χρήσεις του ονόματός του. Είχε, όμως, απόλυτη
επίγνωση με ποιους συνεργαζόταν και τι καπνό φουμάριζαν. Ήταν πολιτικός χορηγός
του «εστιατορίου».
Ο Λιάκος είχε επισκεφτεί το «εστιατόριο» λίγο
πριν τα εγκαίνια, έπειτα από προτροπή της σ.ο. του Μαύρου Κρίνου. Ο Σταύρος την
είχε πατήσει στην αρχή με όλο αυτό το «brand» αλλά γρήγορα κατάλαβε το σενάριο. Ο Λιάκος σχημάτισε κι εκείνος άμεσα ευκρινή εικόνα για την
πάστα των ανθρώπων που οργάνωναν τα «μενού» της Δεξιάς. Όταν βεβαιώθηκε στο
έπακρο, με κάλεσε στο τηλέφωνο.
«Να σου πω αρχηγέ, θες να συνεχίσω να πηγαίνω
στους μαλάκες υποδυόμενος τον εχθρό σου για να μαθαίνω τι σχεδιάζουν;», ήταν η
πρότασή του.
«Όχι boy. Ανώφελο να γίνεις πράκτορας όσο και αν
σου αρέσει η υπόγεια δράση», του απάντησα.
Ο Λιάκος πρότεινε τότε να φωνάξει έναν, δημοφιλή
μέσω των δελτίων ειδήσεων, μπράβο της ανατολικής Αττικής, τον οποίο γνώριζε, αν
χρειαζόμουν υποστήριξη.
«Μην αξιολογείς τέτοιους μαλάκες παραπάνω απ’
όσο αξίζουν. Ξέρεις ότι είναι τόσο εξαρτημένοι από την Νέα Δημοκρατία, που με
την πρώτη, αμιγώς πολιτική, κατά μέτωπο επίθεση θα διαλυθούν. Αρκεί να έχουμε
υπομονή και να την εκτοξεύσουμε την κατάλληλη στιγμή. Η πολιτική χρειάζεται
υπομονή», του απάντησα.
Πράγματι, ο χρόνος με δικαίωσε. Και, παράλληλα,
μεγάλωσε την εκτίμηση που έτρεφε ο Λιάκος προς εμένα. Κάπως έτσι είχε αρχίσει η
φιλία μας εκείνο το φθινόπωρο του 2010 και συνέχισε να δυναμώνει σταθερά όλα τα
χρόνια που ακολούθησαν. Ο Λιάκος δεν μπορούσε να
μείνει για πολύ σε μια συνθήκη ζωής. Εμφανιζόταν αραιά αλλά δεν χανόταν ποτέ. Η
ζωή του έμοιαζε με κινηματογραφικό ταξίδι σε περιβάλλοντα που θύμιζαν το Sin City
του
Frank Miller. Κυριλέ στέκια της νύχτας που σύχναζαν
ηθοποιοί και μουσικοί. Παρακμιακά μπαράκια με εκδιδόμενες γυναίκες. Κρυμμένα
από τα πολλά μάτια ποτάδικα, τα οποία προτιμούσαν έμποροι ναρκωτικών,
συγγραφείς και άτομα με ιδιότροπα ερωτικά γούστα (bdsm κλπ).
Στέκια των Εξαρχείων γεμάτα γνωστά πρόσωπα του αντιφασιστικού χώρου. Στέκια της
εθνικιστικής αυτονομίας και του οπαδικού κινήματος. Αυτοί ήταν οι χώροι στους
οποίους εκτεινόταν το προσωπικό του βασίλειο.
Έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν τον εξέφρασε
στο έπακρο κάποιος από τους παραπάνω χώρους. Απλώς, του άρεσε να βλέπει τι
γινόταν στο κοινωνικό underground
και
να εμπνέεται από αυτό για να δημιουργεί τους λογοτεχνικούς του χαρακτήρες.
Έψαχνε ως ρομαντικός στο decadent την
ουσία των πραγμάτων, την αυθεντική αλήθεια. Αλλά πουθενά δεν την ανακάλυπτε
συμπαγή. Τσιμπολογούσε πτυχές σκοτεινού φωτός από κάθε underground περιβάλλον.
Απολάμβανε το λίγο που του ταίριαζε απ’
όλους τους διαφορετικούς κόσμους στους οποίους τριγυρνούσε.
Σε ό,τι είχε να κάνει με τα πρόσωπα του
εθνικιστικού χώρου, πέρα από το να θαυμάζει εμένα, αρχικά εκτιμούσε τον Τέλη.
Όχι γιατί τον συναναστρεφόταν. Πρέπει να τον είχε συναντήσει μόλις μια-δυο φορές,
μαζί με τους υπόλοιπους του Μαύρου Κρίνου. Ο Λιάκος όπως και οι περισσότεροι εθνικιστές εκείνα τα χρόνια μέχρι να μάθουν τι συμβαίνει με την περίπτωση του Τέλη τον αντιμετώπιζαν με
σεβασμό λόγω του εγκλεισμού του. Όμως, ο «εστιάτορας», μέσα στην ημιπαρανοϊκή
εμμονή του να αναδειχτεί σε ηγέτη του εθνικιστικού χώρου, προσπαθούσε με διαρροές πληροφοριών να
μειώσει κάθε γνωστό πρόσωπο, ακόμη κι αυτά με τα οποία διατηρούσε φιλικές
σχέσεις. Πολύ περισσότερο τα πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν πολλά ράμματα για την
γούνα τους. Κάπως έτσι φτάσαμε να συζητάμε με τον Λιάκο για το αν ο Τέλης
διήγαγε διπλή ζωή στο indymedia, αν
έγραφε στο παρακρατικό αντιφασιστικό site με διάφορα ψευδώνυμα, όπως
το «φασιστοφάγος», και άλλα «ωραία» που είχε διαρρεύσει το «εστιατόριο». «Έχει
τρελαθεί ο άνθρωπος» διαπίστωνε ο Λιάκος και η αλήθεια είναι ότι η εν λόγω
εκτίμηση ήταν μάλλον εύστοχη.
Εκείνη την περίοδο είχε κυκλοφορήσει από τις
εκδόσεις Φιλιππότη και το πρώτο βιβλίο του. Το Κράτα το Στόμα σου Κλειστό είναι ένας μυθιστορηματικός ύμνος του
κόσμου της νύχτας και του πεζοδρομιακού underground, με σαφείς πολιτικές
αποχρώσεις. Μέσα από το σκληρό ύφος ο αναρχοεθνικισμός του Λιάκου αναδύεται
εμφανώς αλλά και με λογοτεχνική φινέτσα. Ο ήρωάς του έχει πολλά στοιχεία του,
ασχέτως αν ο ίδιος δεν το παραδεχόταν. Η περιπέτεια του βιβλίου είναι γεμάτη
από τις εικόνες της προσωπικής εμπειρίας του συγγραφέα στην Ιταλία, τόσο σε
ό,τι έχει να κάνει με τον κόσμο των ναρκωτικών όσο και στις σχέσεις του με τους
αναρχικούς πάνκηδες και με τις εθνικιστικές καταλήψεις της γείτονας χώρας.
Το 2011-12, όταν η πατρίδα μας βίωνε την
τελευταία εξεγερσιακή εποχή της μέσα από το κίνημα των Αγανακτισμένων, στο
ιστολόγιο της λέσχης είχε ανέβη το πρώτο εθνικιστικό κείμενο στην Ελλάδα που
καλούσε τους αναγνώστες να λάβουν μέρος στις διαδηλώσεις. Σε αντίθεση με την Χρυσή
Αυγή, η οποία μαζί με το ΚΚΕ και πολλές αντιφασιστικές οργανώσεις αξιολογούσαν
ανοήτως τους Αγανακτισμένους ως κάτι παροδικό που δεν θα είχε καμία επίπτωση
στην πολιτική ζωή, οι υπόλοιπες αυτόνομες εθνικιστικές ομάδες έπιασαν το
σύνθημα της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. κι άρχισαν να λαμβάνουν μέρος στις διαδηλώσεις. Ανάμεσα
σε αυτές και ο Μαύρος Κρίνος, που εκείνη την περίοδο βίωνε μια δεύτερη άνθιση έχοντας
μαζέψει κοντά στα είκοσι μέλη.
Μια από εκείνες τις μέρες χτύπησε το
τηλέφωνο. Ήταν ο Λιάκος. «Πού είσαι boy;» τον ρώτησα.
«Θα τους γαμήσω ό,τι έχουν αγάμητο» ήταν η
πρώτη φράση του και συνοδεύτηκε από ένα, χιουμοριστικά απολαυστικό, ακατάπαυστο
υβρεολόγιο.
«Τι συνέβη;» απόρησα.
Ο Λιάκος ήταν πυρ και μανία με τα μέλη
του Μαύρου Κρίνου. Μια μητέρα με το δεκαπεντάχρονο παιδί της, που συνδέονταν
εκείνη την εποχή με την εθνικιστική αυτονομία και συμπαθούσαν τον Μαύρο Κρίνο,
έπεσαν θύματα επίθεσης καθώς αποχωρούσαν από μια συγκέντρωση των
Αγανακτισμένων, όπως κατέβαιναν την οδό Σταδίου. Χρειάστηκε, μάλιστα, να
περάσουν το βράδυ τους στο νοσοκομείο για να διαπιστωθεί η επικινδυνότητα των
τραυμάτων τους. Λίγες μέρες αργότερα ο Λιάκος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του,
ξεψάχνισε έναν πιτσιρικά του εθνικιστικού χώρου και έμαθε ότι εμπνευστής της
επίθεσης υπήρξε ο «εστιάτορας». Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ενημέρωσε τους
υπόλοιπους του Κρίνου και πρότεινε μια ανάλογη ανταπόδοση. Όμως, αντέδρασαν
μουδιασμένα.
«Boy, στον χώρο ακούγονται πολλά. Οι πιτσιρικάδες έχουν
εκπαιδευτεί σε κλίμα ρουφιανιάς και παρακρατικής ανοησίας. Ποτέ δεν τους
εμπιστευόμουν. Χρειάζεται πολλή προσοχή και πληροφορίες που μάλλον δεν θα
αποκτήσουμε ποτέ για να είμαστε σίγουροι. Μετά χαράς θα συμμετείχα σε μια «έκπληξη»
στον «εστιάτορα». Όμως, αν τελικά αποδειχτεί ότι δεν έχει σχέση με το συμβάν το
άδικο θα είναι δικό μας και θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό. Ενώ αν
αντιμετωπιστεί όπως σας έχω προτείνει, θα διαλύσουμε την ομάδα του πολύ σύντομα.
Κάνε λίγη υπομονή μέχρι να πετάξει την αντιμνημονιακή μάσκα ο Σαμαράς και η Νέα
Δημοκρατία. Το «εστιατόριο» θα ακολουθήσει τον μεγάλο χορηγό του και τότε θα το
χτυπήσουμε από παντού» ήταν η απάντησή μου.
«Σε ακούω με προσοχή αρχηγέ. Ξέρεις, όμως, τι
με ενόχλησε; Ότι αυτοί με τους οποίους τραβιέμαι είναι απλά αδιάφοροι. Δεν
έχουν τον σχεδιασμό σου. Θέλουν να περάσει ο ξυλοδαρμός αντουφέκιστος. Δηλαδή,
αν μου την πέσουν στα Εξάρχεια τα αντιφασιστάκια που δεν γουστάρουν τον
εθνοαναρχισμό εγώ θα πάω άκλαυτος, χωρίς να με στηρίξει κανένας; Γαμώ τα
κουταλοπίρουνα που τρώνε…γαμώ τα…», ο Λιάκος συνέχισε με ένα από τα γνωστά
απολαυστικά του υβρεολόγια.
Στο τέλος με ενημέρωσε ότι θα σταματούσε να
κατεβαίνει σε συγκεντρώσεις της εθνικιστικής αυτονομίας και ολοκλήρωσε το
τηλεφώνημα με ξεκαρδιστικές περιγραφές των ατόμων που τον είχαν εκνευρίσει.
«Δεν μπορώ να καταλάβω τι περιμένουν από αυτά τα ρετάλια. Ένας πατομπούκαλος,
ψαρομάλλης, κυπατζής. Μια διασταύρωση ανθρώπου και γκρέμλιν, που υπήρξε
συνεργάτης του Γιαννόπουλου. Κάτι άλλα χιτλερικά σκουπιδαριά. Αρχηγέ, τους έχει
πάρει ο διάολος σε μια ομάδα που έχουμε στο facebook. Τους κατεβάζω
γαμωσταυρίδια για τα σπίτια τους. Έχω απασφαλίσει».
Γελούσα με την καρδιά μου, έχοντας το
προνόμιο να ακούω τον λογοτέχνη Μπουρνόβα να εκφράζεται προφορικά με τον ίδιο
μοναδικό τρόπο που περιέγραφε τους κολασμένους χαρακτήρες των λογοτεχνικών του
κειμένων γραπτώς. Έκτοτε, αποχώρησε από την εθνικιστική αυτονομία. Του πρότεινα
να αλλάξει γνώμη και να έρθει στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι
θα έγραφε επώνυμα ως εθνοαναρχικός. Μου απάντησε ότι ήθελε να γράφει ανώνυμα
γιατί είχε διαπιστώσει ότι ο εθνικιστικός χώρος ήταν ένας αναδυόμενος χάρτινος
γίγαντας που θα τον άφηνε ακάλυπτο αν γινόταν στόχος αντιφασιστών. Αρνήθηκα. Αν
δεχόμουν αυτούς τους όρους δεν θα είχα στο έμψυχο δυναμικό της λέσχης τον Λιάκο
Μπουρνόβα. Θα είχα κάποιον που θα προσπαθούσε να γράφει με τρόπο ο οποίος δεν
θα έμοιαζε με το γνωστό του στυλ για να μην «καρφωθεί». Του είπα, λοιπόν, ότι
μόλις ένιωθε έτοιμος να γράψει επώνυμα, η θύρα της λέσχης θα ήταν ανοιχτή για
εκείνον. Ίσως, τελικά να έκανα λάθος που δεν τον έβαλα στην λέσχη ως ανώνυμο
αρθρογράφο.
Συνέχισε να μιλά μαζί μου και αραιά με
τον Σταύρο για να κόβει κίνηση. Αλλά από την εθνικιστική αυτονομία κρατούσε
μόνο την φιλία με τα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Είχε διαγράψει τον υπόλοιπο χώρο.
Μια εποχή τον έφερα σε επικοινωνία με τον Κώστα από την Λάρισα, όταν υπήρχε ακόμη
το skin house. Ο Λιάκος ήθελε να μιλήσει για τον
εθνικοαναρχισμό στο skin
house χωρίς,
όμως, να ανακοινωθεί το όνομά του ή να διαρρεύσουν φωτογραφίες του. Τον
ενημέρωσα ότι ήταν πιο πιθανό να περνούσε απαρατήρητος αν κυκλοφορούσε στον
δρόμο φορώντας φολιδωτή πανοπλία από το να μιλούσε σε εκδήλωση του εθνικιστικού
χώρου. Ιδίως, μάλιστα, εφόσον εκείνοι που θεωρούσε κυπατζήδες και ανώμαλους θα
μπορούσαν να βρίσκονται στο ακροατήριο ανεβαίνοντας στην Λάρισα από την Αθήνα. Ευτυχώς για τον Λιάκο, για κάποιο λόγο
που δεν έμαθα από τον Κώστα, δεν προχώρησε το θέμα της πιθανής ομιλίας του.
Έκτοτε επέστρεψε για λίγο στα Εξάρχεια. Βρήκε
κάποιες άκρες και ένιωθε καλά. Ερχόταν να με συναντήσει με τα υπόλοιπα παιδιά
της λέσχης, κάποιες φορές, όταν πηγαίναμε στο στέκι μας στην Πλάκα, πάντοτε
συνοδευόμενος από τον ντάσχουντ κολλητό του και από τα υπόλοιπα σκυλιά του. Το
2014 κυκλοφόρησε και το δεύτερο βιβλίο του, χωρισμένο σε δυο τόμους, από τις
εκδόσεις Βακχικόν. Εξίσου ωραίο και συναρπαστικό ως μυθιστόρημα με το πρώτο. Με
τον Φιλιππότη ήταν απογοητευμένος. Αλλά και με τον εαυτό του. «Δεν αγοράζει ο
κόσμος το βιβλίο μου», έλεγε. Κι εγώ του εξηγούσα ότι οι συγγραφείς της Ελλάδας
ήμασταν ήδη περισσότεροι από τους αναγνώστες. Η περίοδος των Αγανακτισμένων, με
τις όποιες αναζητήσεις και την έμφαση στην αντισυμβατική σκέψη που την
συνόδευαν, έσβηνε σταδιακά σαν τελευταία αναλαμπή ελπίδας του έθνους μας
μπροστά στην επικείμενη ανάληψη της κυβέρνησης από τους συμβιβασμένους
μασκαράδες του ΣΥΡΙΖΑ. Ποιοι αναγνωστικό κοινό περίμενε να τον διαβάσει;
Ο Λιάκος, έχοντας επιστρέψει στα Εξάρχεια και
με το κόμμα του Τσίπρα στην κυβέρνηση, είδε από πρώτο χέρι την διείσδυση των
σκουπιδιών της Αριστεράς στα δίκτυα των Εξαρχείων, μέσω του διαβρωτικού μηχανισμού
των ΜΚΟ. «Αρχηγέ, βρήκα μια καλή δουλειά με όλους αυτούς. Δουλεύω στην βόρεια
Ελλάδα. Βλέπω τους Συριζαίους από μέσα. Είναι μακράν ό,τι πιο ανεγκέφαλο και
βρώμικο μπορείς να φανταστείς», μου είπε σε μια τηλεφωνική κλήση.
Ο φίλος επέμενε ότι τα περισσότερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα αυτά της πρώτης γραμμής με τους θεσμικούς ρόλους, ήταν ναρκομανείς. Όπως αναμενόταν ούτε και εκεί μακροημέρευσε. Όταν κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του έναν κύκλο αναγνωστών μετά την κυκλοφορία του δεύτερου βιβλίου του, τα παράτησε όλα. Έπιασε ένα σπίτι στο Θησείο και με την πρώτη ευκαιρία μας κάλεσε. Τον επισκέφτηκα συνοδευόμενος από τον Σκαμανδρώνυμο και τον Flammentrupp. Ο Λιάκος είχε μετατρέψει το σπίτι σε κάτι που θύμιζε κοινόβιο επαναστατών ή στρατώνα ανταρτικού σώματος.
Ήταν καλοκαίρι και τον είχε επισκεφθεί η κόρη
του που ζούσε στην Ιταλία. Μια πανέμορφη κοπέλα που ο Boy λάτρευε
αλλά και εκνευριζόταν βλέποντάς την να υιοθετεί ένα συμβατικά αστικό life style ζωής
καθώς μεγάλωνε. Μαζί με τον Λιάκο και την κόρη του στο σπίτι μπαινόβγαινε μια
μικρή στρατιά αναρχικών πιτσιρικάδων την οποία ο φίλος μας είχε υπό την επιρροή
του. Όταν οι τρεις της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. καθίσαμε στις καρέκλες του μπαλκονιού ο
Λιάκος απευθύνθηκε σε δυο παιδιά που ήταν παρόντες. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
«Τι σας λένε οι σύντροφοι για τους
εθνικιστές; Ότι είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του ανθρώπου και οι κακοί της
υπόθεσης, έτσι; Μαλακίες σας λένε. Είναι παιδιά σαν εμάς. Δείτε τους τώρα από
κοντά», είπε, συστήνοντάς μας ως εθνικιστές, στους κεραυνοβολημένους
αναρχικούς.
Οι δυο πιτσιρικάδες έμειναν για λίγες στιγμές
άναυδοι. Αλλά ξεπέρασαν γρήγορα την έκπληξη. Εμπιστεύονταν τον Λιάκο. Η κοπέλα
κούρνιασε σε μια καρέκλα δίπλα μου και χωρίς να πει κουβέντα με κέρασε ένα
στριφτό τσιγάρο παραγεμισμένο με χασίς.
«Όχι κορίτσι μου. Δεν πίνω μπάφους», της
απάντησα φιλικά αλλά ο Λιάκος ήταν περισσότερο αυστηρός μαζί της.
«Δεν θα προτείνεις ποτέ στον αρχηγό μαλακίες»
της είπε. «Ο Σταμάτης είναι ένα πλάσμα που μας έστειλαν οι ουρανοί. Δεν είναι
σαν εμάς».
Ο φίλος μου με έβλεπε σαν κάτι σχεδόν
μεταφυσικό. Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα τι ήταν εκείνο που τον είχε
κάνει να με αξιολογήσει με τέτοιο τρόπο. Ο ίδιος έλεγε ότι ήταν το ένστικτο και
η αλάθητη κρίση του. Το σίγουρο είναι ότι εγώ απολάμβανα την παρέα του, όντας ο
εαυτός μου.
«Αρχηγέ, έχεις ένα πλεονέκτημα που είναι
ταυτόχρονα και μειονέκτημα», μου είχε πει την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν ότι έχανε την
κυβέρνηση.
«Ποιο εννοείς;» τον ρώτησα.
«Είσαι ένας εθνικιστής που έχεις μεγαλώσει σε οικογένεια με σοσιαλιστική
παράδοση, συγγενείς στο ΠΑΣΟΚ και παππούδες στον ΔΣΕ. Το καλό είναι ότι σε
κάνει τον εθνικοσοσιαλιστή ηγέτη που οραματιζόμαστε. Το κακό είναι ότι σε κάνει
ελαστικό με τους αριστερούς. Οι άνθρωποι είναι σκατά. Ρώτα εμένα που τους ζω
από μέσα. Ο Μητσοτάκης θα τους κάνει φύλλο και φτερό».
«Δυστυχώς, θα κάνει ακόμη χειρότερα στην
πατρίδα και στις ζωές μας», απάντησα. Μετά από δυο χρόνια, εν μέσω καραντίνας
λόγω covid, ο
Λιάκος θυμόταν την συζήτηση και μου έλεγε ότι δεν φανταζόταν πόσο δίκιο θα
είχα. Τότε, όμως, καθώς η κουβέντα προχωρούσε, τον είχα ρωτήσει πώς έβλεπε το
μέλλον του εθνικοαναρχισμού.
«Ξέχνα τον εθνοαναρχισμό, αρχηγέ», αντέτεινε.
«Τι εννοείς;» απόρησα.
«Είναι ένα ακραία υβριδικό σχήμα. Δεν βλέπω
να έχει μέλλον. Θα εξαφανιστεί σύντομα» ήταν η απάντησή του.
Με είχε εκπλήξει. Διαπίστωσα ότι η
απογοήτευση τον έσπρωχνε σε μια παραίτηση περιτυλιγμένη σε ρητορικό κυνισμό. Προσπάθησα
να του δώσω κίνητρο να κρατηθεί σε αυτό το ιδεολογικό πεδίο. Επανέλαβα την
πρόταση να γράφει επώνυμα μια εθνοαναρχική στήλη στα έντυπα της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Όχι
όπως έγραφε στο ιστολόγιο Μαύρο Σαλόνι. Όχι σαν αναρχικός αλλά σαν εθνοαναρχικός.
Δίσταζε. Άρχιζε να μην πιστεύει, εξάλλου, στον εθνοαναρχισμό. Λίγο καιρό
αργότερα, όταν με ενημέρωσε ότι είχε πιάσει φιλίες με τον θείο πολύ γνωστού
απολίτικου skinhead
τατουατζή, ο οποίος μολονότι δήλωνε αναρχικός διάβαζε Χάουαρντ και είχε πατριωτικές
ευαισθησίες, βρήκα την ευκαιρία να του αναθέσω μια πολιτική αποστολή.
Γευματίζαμε σε ψησταριά στο Μοναστηράκι όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κύκλος
ανθρώπων με παρόμοιες ρομαντικές αναρχικές ιδέες.
«Ναι, είναι κάποια παιδιά» είπε ο Λιάκος.
«Θέλω να κάνεις μια προσπάθεια να τους
οργανώσεις. Όχι απαραίτητα με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο. Φτιάξτε ένα
περιοδικό για το απολίτικο Oi!, για
το rock’n,roll, για τις διασυνδέσεις του με τον
κινηματογράφο και την λογοτεχνία. Οργανώστε μια ρομαντικά αναρχική και πατριωτική
έκδοση. Μετά από λίγα τεύχη θα τους έχεις περάσει στον εθνικιστικό αναρχισμό
χωρίς κραδασμούς και απότομες μεταπτώσεις. Κάποια στιγμή η όλη κίνηση θα
συναντηθεί με την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ., αν αντέξετε», του πρότεινα.
Ο Λιάκος το πήρε ζεστά. Έκανε κάποιες νύξεις
αλλά, απ’ ό,τι μου είπε, δεν βρήκε ανταπόκριση. Μερικούς μήνες αργότερα με ενημέρωσε ότι αποχωρούσε οριστικά και από τους κύκλους των Εξαρχείων. Κάποιοι
τον είχαν ρουφιανέψει και κινδύνευε να την πατήσει άσχημα ως εραστής της κάνναβης.
Επέμενε ότι το κάρφωμα που υπέστη ήταν μεγάλο. Όμως, δεν συζητούσαμε ποτέ σε
βάθος όταν ανέφερε θέματα σχετικά με τα ναρκωτικά. Αυτός είχε μάθει να καλύπτει
τα νώτα του με σιωπή. Εγώ θεωρούσα ότι έχανε σημαντικό μέρος της ποιότητάς του
με τα δηλητήρια. Η ζωή του ήταν συνυφασμένη με αυτό τον διάολο. Και κάπου
ανάμεσα σε αυτό το χάσμα σταματούσε η όποια συζήτηση για το θέμα.
Εντός της καραντίνας, όντας κλινήρης για έναν
σχεδόν χρόνο λόγω ενός σπάνιου αυτοάνοσου, άκουσα τον Λιάκο στο τηλέφωνο να μου
διηγείται μια ατυχή απόπειρα επιστροφής στον εθνικιστικό χώρο. Κάπως τα έφερε η
τύχη ώστε ο Λιάκος, που στο μεταξύ είχε μετακομίσει στην Καλλιθέα, να ανοίξει
διαδικτυακή κουβέντα με παιδιά του Άρματος. Λίγες μέρες μετά άρχισε να
ανταλλάσσει απόψεις και με τον Στέφανο. Μέχρι που ο Λιάκος ξεκίνησε να αναλύει
τις σκέψεις του περί αναρχοεθνικισμού και ψυχεδέλειας. Μέσα στον πόνο και την
πίκρα που μου προκαλούσε η ασθένεια, γέλασα με την καρδιά μου ακούγοντας την
περιγραφή του Λιάκου για το άδοξο τέλος της επικοινωνίας με τον Στέφανο. Και
μόνο που φανταζόμουν το πώς θα αντιδρούσε ο Στέφανος στα περί ψυχεδέλειας,
ναρκωτικών και εθνικιστικής αναρχίας που υποστήριζε ο Λιάκος αρκούσε για να
καταλάβω το χάσμα κενού που άνοιγε η απόκλιση απόψεων των δυο φίλων μου.
Ο καιρός πέρασε και ο Λιάκος έπιασε δουλειά
ως προϊστάμενος σε γνωστή αλυσίδα καταστημάτων εστίασης. Ζούσε στην Κηφισιά και
εργαζόταν σε εξαντλητικά ωράρια. Φαινόταν να είχε κάνει μια συντηρητική στροφή
στις ιδέες του. Άρχισε να μιλά με συμπάθεια για την εκκλησία και να υποστηρίζει
αναφανδόν την Ρωσία του Πούτιν. Το απολαυστικό υβρεολόγιο για τους υποστηρικτές
της Ουκρανίας και των Αλβανών εντός του χώρου ήταν πλέον κεντημένο με την
γνωστή λογοτεχνική του μαεστρία.
Το περασμένο φθινόπωρο συζητούσαμε με τις ώρες
τηλεφωνικά. Ήταν ευδιάθετος. Με κάλεσε για πολλοστή φορά να επισκεφθώ το
κατάστημα που εργαζόταν και υποστήριζε ότι είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τα
ναρκωτικά. Μου έλεγε ότι είχε γνωρίσει κάτι ζόρικα άτομα από τα Λιόσια, τα
οποία μόλις είχαν αποφυλακιστεί και στρέφονταν σταδιακά προς τον εθνικισμό.
Μάλιστα, ένα εξ αυτών ονειρευόταν να ιδρύσει εκδοτικό οίκο. Τίποτα δεν προμήνυε
την συνέχεια.
Λίγο μετά τις Απόκριες χτύπησε το
τηλέφωνο. Ήμουν στην δουλειά και ο αριθμός που καλούσε ήταν άγνωστος. Απάντησα
και άκουσα την γνωστή φωνή. Ο Λιάκος συνήθιζε να χρησιμοποιεί πολλούς
διαφορετικούς αριθμούς κινητών τηλεφώνων, όπως έκαναν όσοι άλλαζαν συχνά
περιβάλλοντα και απέφευγαν πιθανούς εγκλωβισμούς. Το νέο βγήκε από τα χείλη του
σαν βόμβα. «Αρχηγέ, έχω καρκίνο». Προσπαθούσα να βρω λόγια ώστε να πω κάτι.
«Σε ποιο σημείο;» ρώτησα
«Στο κεφάλι», απάντησε εκείνος.
«Και τι γίνεται τώρα, ρε boy;» επανήλθα.
«Τι να γίνει; Σε λίγο καιρό θα πεθάνω».
«Μην λες μαλακίες» είπα αντιδρώντας. «Το
καλοκαίρι θα έρθεις στο μεσαιωνικό φεστιβάλ, όπως μου υποσχέθηκες πέρυσι. Κάνε
την θεραπεία σου. Θα το ξεπεράσεις. Χρωστάμε μια επανάσταση στην
πατρίδα».
Γνώριζα ότι έλεγα μαλακίες. Αλλά προσευχόμουν
να είχαν έστω μια πιθανότητα να έβγαιναν αληθινές.
«Γάμα τα, αρχηγέ. Έλα να με δεις γιατί δεν θα
με βλέπεις για πολύ ακόμη» πρότεινε ο Λιάκος.
«Πού να έρθω;»
«Στην Κηφισιά, εδώ που μένω».
Του ζήτησα την διεύθυνση αλλά μια γυναικεία
φωνή ακούστηκε από το βάθος κάτι να λέει.
«Αρχηγέ σε κλείνω γιατί κουράζομαι εύκολα,
που να πάρει ο διάολος. Δεν είναι καλό να μιλάω πολλή ώρα στο κινητό».
«Το Σάββατο θα σε καλέσω να μου πεις πώς πας
και πού θα έρθω να σε δω» του είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο ανταλλάσσοντας
ευχές.
Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε. Έκτοτε
τον καλούσα συνεχώς σε όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς του, που είχα κρατήσει.
Κανείς δεν λειτουργούσε. Δεν είχα κανέναν κοινό γνωστό, πέρα από τα παιδιά της
λέσχης, για να μάθω τι συνέβαινε. Μέχρι που πριν λίγες μέρες έμαθα αυτό
που δεν ήθελα να ακούσω.
Ένα παιδί της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. διάβασε στο facebook ότι ο Boy είχε
αφήσει τον γκρίζο τούτο κόσμο, κάνοντας το μεγάλο ταξίδι στους γαλαξίες με τα
ψυχεδελικά χρώματα που του άρεσαν για να συναντήσει τον Δημιουργό μας. Δεν
ήθελα να το πιστέψω. Έλπιζα μήπως είχε διαρρεύσει κάποια λάθος είδηση λόγω της
βαριάς του ασθένειας. Προσπάθησα να σκεφτώ τρόπους για να εξακριβώσω τι
συνέβαινε. Βρήκα τελικά, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες, ένα
παιδί που παλαιότερα ήταν υπάλληλος στις εκδόσεις Βακχικόν. Δυστυχώς,
επιβεβαίωσε ότι τα θλιβερά μαντάτα ήταν αληθινά.
Αν κάποιος έχει ακούσει κάτι διαφορετικό, ας το πει και σε μένα. Ας μου πει ότι το φιλαράκι μου ζει. Γιατί ακόμη δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την σκέψη ότι ο Boy έφυγε πριν καν φτάσει πενήντα ετών, μέσα σε λίγους μήνες. Δεν ξέρω αν είναι αρκετό να γράψω ότι ο Λιάκος θα ζει μέσα στην σκέψη και τις καρδιές των παιδιών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. Δεν ξέρω αν μας καλύπτουν τα αυτονόητα. Είμαστε λίγοι για να χανόμαστε τόσο γρήγορα, γαμώ το στανιό μου.
Το άρθρο θα δημοσιευθεί σε εκτενέστερη μορφή στο επόμενο τεύχος του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία που θα κυκλοφορήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου