«Ο βασιλιάς Μπόχους και η αδελφότητα των Τσέχων εθνικιστών» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε

                                                                                              από τον Σταμάτη Μαμούτο

Ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926) ήταν ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της belle epoque. Ποιητής και πεζογράφος, με γραπτό λόγο που τον χαρακτήρισε μια μαεστρική πολυπλοκότητα και απέπνεε υπαρξιακό ρίγος, διαλέχθηκε ως δημιουργός με ρεύματα της πρωτοπορίας, όπως ο εξπρεσιονισμός, αλλά ταυτόχρονα διατήρησε σημεία επαφής με το πνεύμα του παραδοσιακού Ρομαντισμού τόσο στα γραπτά όσο και στην βιοθεωρία της ζωής του. Ταξίδεψε σε όλη, σχεδόν, την βόρεια Ευρώπη και έγινε γραμματέας του Ροντέν. Η καθημερινότητά του, για πολλά χρόνια, είχε χαρακτηριστικά που θύμιζαν νομαδική ζωή, καθώς δεν κατάφερε να την θεμελιώσει σε σταθερές βάσεις, Πράγμα που αντανακλάστηκε στα γραπτά του με αγωνιώδη και ιδιαίτερο τρόπο.

Η περίοδος κατά την οποία διαμορφώθηκε η αρχική λογοτεχνική ταυτότητα του Ρίλκε ήταν πολύ σημαντική για την ιστορία των ιδεών στην Ευρώπη. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ο Ρομαντισμός έχανε έδαφος ενώ ο ορθολογιστικός θετικισμός απλωνόταν ως κυρίαρχη τάση στον ευρωπαϊκό πνευματικό κόσμο. Αυτή η αυξημένη επιρροή του θετικισμού θα μπορούσε να ειδωθεί ως πολιτιστική συνοδεία  της εγκαθίδρυσης του φιλελεύθερου βιομηχανικού καπιταλισμού, που θεμελιώθηκε εκείνη την εποχή στην βορειοδυτική Ευρώπη. Ωστόσο, καθώς ο 19ος αιώνα πλησίαζε προς το τέλος του, άρχισαν να ακούγονται νέες φωνές αντίθεσης στην θετικιστική κυριαρχία, τόσο στο πεδίο των τεχνών και της φιλοσοφίας όσο και σε εκείνο της πολιτικής σκέψης.


Οι φωνές αυτές είχαν διαφορετικές προελεύσεις, αλλά συναινούσαν σε ένα κεντρικό επιχείρημα που είχε τις καταβολές του στον Ρομαντισμό. Το επιχείρημα αυτό ήταν το εξής. Ο κόσμος του επιστημονικού ορθολογισμού, τον οποίο είχε εγκαθιδρύσει στην Ευρώπη ο Διαφωτισμός, νοσούσε. Ο νεωτερικός άνθρωπος, απορροφημένος από την ωφελιμιστικό πραγματισμό της φιλελεύθερης αγοράς, είχε χάσει την επαφή με την ουσία του εαυτού του. Κάτι έπρεπε να συμβεί ώστε το ανθρώπινο πνεύμα να επανακτούσε την αρχική ενότητα ψυχής και φυσικού κόσμου, που η έμφαση στον υλισμό της αστικής καθημερινότητας του είχε στερήσει.

Έχοντας αυτό το κεντρικό μέλημα τα νεοϊδεαλιστικά πολιτιστικά ρεύματα άρχισαν να αποκτούν απήχηση μετά το 1890. Ωστόσο αν εξαιρέσουμε τις βασικές κοινές τους διαπιστώσεις και το κοινό ιδεαλιστικό τους υπόβαθρο, ήταν πολλά, βραχύβια και είχαν διαφορετικές αφετηρίες. Ορισμένα ήταν αυθεντικά νεορομαντικά. Κάποια άλλα, όπως ο συμβολισμός και ο εξπρεσιονισμός, είχαν καταβολές στον Ρομαντισμό αλλά και μοντερνιστικές επιρροές. Ενώ υπήρχαν και ρεύματα με καθαρά avant garde υπόβαθρο. Ο κόσμος του ορθολογιστικού κατεστημένου δεχόταν επίθεση. Αλλά τα νεοϊδεαλιστικά ρεύματα ήταν τόσα πολλά και διαφορετικά ώστε να μην καταλήξουν σε ένα κοινό πλαίσιο και να αφήσουν ως παρακαταθήκη ένα χαοτικό, πολιτιστικό μωσαϊκό. Μπορεί να χτύπησαν καίρια τα είδωλα του Διαφωτισμού, αλλά προκάλεσαν μια πολυσχιδή ρευστότητα. Από την μια ο Ράσκιν, ο Πωλ ντε Λαγκάρντ, ο Μπαρρές, ο Μπερξόν, ο Σορέλ, ο Παρέτο, ο Γκεόργκε και ο Δραγούμης επεξεργάστηκαν με νεώτερα στοιχεία κι έκαναν επίκαιρες ιδέες του παραδοσιακού Ρομαντισμού. Κι από την άλλη, μέσα από την νεοϊδεαλιστική αντίδραση, ξεπήδησαν ρεύματα πρωτοπόρα, υπαρξιστικά και νεοσοσιαλιστικά. Αυτή η κοσμοθεωρητική ρευστότητα, αυτή η αγωνία του Πνεύματος να βρει την Ιθάκη του, χαρακτήρισε την ευρωπαϊκή πνευματική ζωή από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και τον μεσοπόλεμο. Η ανάγνωση των κειμένων του Ρίλκε, υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να νοηθεί ως ισχυρή αντανάκλαση αυτής της ιδιάζουσας ιστορικής συνθήκης.

Σαν να μην έφτανε η περιρρέουσα πολιτιστική ρευστότητα ο Ρίλκε είχε να αντιμετωπίσει και την ρευστότητα της οικογενειακής του κατάστασης. Γόνος μιας γερμανικής οικογένειας που ζούσε στην Πράγα, με γονείς χωρισμένους και με το συγγενικό περιβάλλον του πατέρα του, ο οποίος τον μεγάλωσε, να διατηρεί μια μουσειακή αριστοκρατική αυστηρότητα που έχανε την αίγλη της καθώς ο 19ος αιώνας ολοκληρωνόταν, ο Ρίλκε έδειξε ως νεαρός να αποστασιοποιείται από τον οικογενειακό περίγυρο και να υιοθετεί την τσεχική ταυτότητα.

 Ο βασιλιάς Μπόχους και τα μέλη της αδελφότητας, είναι μια νουβέλα που ο Ρίλκε έγραψε κατά τα νεανικά του χρόνια. Πρόκειται για ένα κείμενο που θυμίζει συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού, όπως ο Άρθουρ Μάχεν. Το γλωσσικό ύφος της νουβέλας αποπνέει την γνωστή υπαρξιακή εσωτερικότητα και αποδεικνύει την λεπτότητα της συγγραφικής ιδιοφυίας του Ρίλκε. Επίσης, πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πλοκή της αφήγησης.

Η υπόθεση λαμβάνει χώρα στην Πράγα της νιότης του συγγραφέα. Σε ένα καφενείο όπου συχνάζουν δημοφιλείς ηθοποιοί, διανοητές και άνθρωποι των γραμμάτων, γίνονται συζητήσεις που φαινομενικά αποπνέουν βάθος αλλά στην ουσία αποτελούν φθηνές εκφράσεις της πόζας κάποιων επιφανών προσώπων, τα οποία ο Ρίλκε διερευνά ενδοσκοπικά. Μέσω της ψυχογραφικής του πένας ο Ρίλκε εκθέτει στο φως της αφήγησης την κενότητα και την επιτήδευση προσώπων, που ο κόσμος θαυμάζει ως καλλιεργημένα. Ανάμεσα στην ελίτ αυτή της διανόησης έχει καταφέρει να παρεισφρήσει ένας δύσμορφος και αφελής, αλλά καλοπροαίρετος και πνευματικά ανήσυχος, άντρας, τον οποίο οι υπόλοιποι θαμώνες αποκαλούν περιπαικτικά «βασιλιά Μπόχους».

Ο Μπόχους γίνεται συχνά δέκτης ειρωνικών σχολίων από τους άσπονδους φίλους του. Στην ουσία γίνεται δεκτός στο καφενείο μοναχά γιατί ο εκλιπόντας πατέρας του ήταν άνθρωπος που διέθετε κάποιο κοινωνικό κύρος. Ωστόσο, ο μικρόσωμος, φαλακρός και μαυροντυμένος Μπόχους παραμένει πάντοτε ευγενικός, προσηνής και ντροπαλός. Ανέχεται την υποτιμητική συμπεριφορά και αποδέχεται με παιδική επιπολαιότητα το κοινωνικό status στο οποίο τον έχει εγκλωβίσει η κοινή γνώμη της Πράγας. Ποτέ δεν διαμαρτύρεται και ζει τρέφοντας την ψυχή με τις σκέψεις και τις φαντασιώσεις του.

Τα πράγματα, πάντως, παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή όταν ένας νεαρός φοιτητής, θαμώνας του καφενείου κι αυτός, μετά από μια συζήτηση, ανακαλύπτει ότι στον θολό κόσμο των αποσπασματικών σκέψεων του Μπόχους υφέρπει μια ιδέα που τελικά θα δώσει τραγική ένταση στην ζωή του. Ο κοντούλης άντρας είναι ένας ρομαντικός εθνικιστής. Του αρέσει να συχνάζει σε νεκροταφεία και γοητεύεται από αφηγήσεις που θέλουν την Πράγα να διαθέτει ανεξερεύνητους, υπόγειους, λαβυρίνθους, οι οποίοι οδηγούν σε σημεία όπου φήμες θέλουν να ισχύουν υπερφυσικοί νόμοι. Κυρίως, όμως, γοητεύεται από την προοπτική μιας τσεχικής, εθνικής, ανεξαρτησίας, μέσω της οποίας θα μπορούσε να αποτιναχθεί η αυστρο-γερμανική κυριαρχία στην χώρα του.

Ο Μπόχους νιώθει ευχαρίστηση όταν ο φοιτητής του εκμυστηρεύεται ότι είναι κι αυτός υποστηρικτής της ίδιας πολιτικής ιδεολογίας. Μάλιστα, αποκαλύπτει στον νεαρό ότι στο ισόγειο του σπιτιού του υπάρχει ένας διάδρομος ξεχασμένος από τους ενοίκους, που ποιος ξέρει σε τι μαγικά μυστικά της υπόγειας Πράγας θα μπορούσε να καταλήγει. Ο φοιτητής τον ακολουθεί στο σπίτι και αποφασίζει να ερευνήσει που οδηγεί ο διάδρομος. Τελικά ανακαλύπτει ότι το υπόγειο, στο οποίο καταλήγει, θα μπορούσε να φιλοξενήσει τις δραστηριότητες μιας μυστικής αδελφότητας Τσέχων εθνικιστών, που ο ίδιος στελεχώνει.


Ο νεαρός διστάζει να εντάξει τον Μπόχους στην αδελφότητα λόγω του επιπόλαιου χαρακτήρα του, αλλά τελικά αναγκάζεται να το κάνει. Από εκείνη την στιγμή η ζωή του Μπόχους αποκτά σκοπό. Ο ενθουσιασμός του είναι τέτοιος ώστε αδυνατεί να τον συγκρατήσει στην αλληλογραφία του με μια γυναίκα που έχει ερωτευτεί. Εκείνη, αδιάφορη για τον έρωτα του άσχημου άντρα και κυνικά παγερή για τις ρομαντικές του ανησυχίες, ειδοποιεί την αστυνομία. Οι αστυνομικοί, τελικά, ανακαλύπτουν την αδελφότητα και φυλακίζουν τα περισσότερα μέλη της, με την κατηγορία της προπαρασκευής εθνοαπελευθερωτικού πολέμου. Οι Τσέχοι εθνικιστές βιώνουν τραγικές στιγμές στα χέρια των αστυνομικών. Αλλά το ακριβότερο τίμημα πληρώνει ο καημένος Μπόχους, που μέχρι την τελευταία στιγμή αδυνατεί να αντιληφθεί τι έχει συμβεί.

Ο «βασιλιάς Μπόχους» είναι ένας ιδιαίτερος λογοτεχνικός χαρακτήρας του ρομαντικού κοσμοειδώλου. Δεν είναι ήρωας. Δεν αντλεί την επιρροή της υπόστασής του ούτε από τον ιππότη του Ντύρερ, ούτε από τον Μάνφρεντ του Βύρωνα, ούτε από τον Έκμπερτ του Τηκ. Δεν είναι καν ένας επίγονος του δον Κιχώτη. Είναι λογοτεχνικός απόγονος του βοηθού του, Σάντσο Πάντσα. Είναι ο συνοδοιπόρος και ανθρώπινος δευτεραγωνιστής. Αλλά δεν διαθέτει την προσγειωμένη λογική συγκρότηση που χάρισε στον Σαμ ο Τόλκιν. Είναι ο γεννημένος δευτεραγωνιστής που ο Ρίλκε φέρνει σε πρωταγωνιστικό ρόλο, με αποτέλεσμα να μην αντέξει το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης και τελικά να συντριβεί, λόγω της ανικανότητάς του να σμαλτώσει τα ρομαντικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς του σε ένα ισχυρό σχήμα. Με τον οδυνηρό θάνατο του Μπόχους ο Ρίλκε φωτίζει, με εξαιρετικό λογοτεχνικά τρόπο, την μοίρα που προσμένει όσους ρομαντικούς δεν μπορέσουν να αναγάγουν την ρομαντική ευαισθησία τους σε βουλητική αυτενέργεια, πριν τους ισοπεδώσουν οι αδήριτες συνθήκες της υλικής καθημερινότητας του αστικού βίου.                                                     

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Όποιος έχει αποκομίσει μια ικανοποιητική εμπειρία ζωής στον «υπόγειο κόσμο» του εθνικιστικού χώρου, θα έχει σίγουρα συναντήσει κάποιον Μπόχους στο διάβα του, μολονότι το ακροδεξιό στυλ (sic) που φτιασιδώνει χοντροκομμένα την εξωτερική εικόνα αυτού του πολιτικού χώρου, εδώ και δεκαετίες, περνά προς τα έξω μια δήθεν σκληρή εικόνα που, στα μάτια των αδαών, αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο. Στην πραγματικότητα ο εθνικιστικός χώρος είναι γεμάτος από Μπόχους, οι οποίοι καμώνονται τους αρχαίους Σπαρτιάτες ή τους αξιωματικούς της Βέρμαχτ -και όλοι μαζί τους πολιτικούς καριέρας. Αυτό το μασκάρεμα είναι επικίνδυνο. Γιατί υποδηλώνει μια αντιστροφή των αξιών.

Ο αυθεντικός Μπόχους, παρότι είναι αφελής και εύθραυστος, ως ρομαντικός έχει θέση ανάμεσά μας. Αρκεί να τοποθετηθεί στο σημείο που του αρμόζει. Ο Γιώργος Θαλάσσης θα είχε μια πιο άδεια ζωή χωρίς τον Σπίθα. Και ο Φρόντο δεν θα έφτανε στον προορισμό του χωρίς τον Σαμ. Μπορεί ο Μπόχους να απαιτεί πιο προσεκτική διαχείριση, αλλά σε μια σωστά διαρθρωμένη κοινότητα ρομαντικών θα βρει τον ζωτικό του χώρο, στα μέτρα που του αναλογούν, και θα σωθεί από την συντριβή του ρομαντικού, μη προσαρμοστικού, υποκειμένου, την οποία του επιφύλαξε ο Ρίλκε προκειμένου να δώσει συναισθηματική ένταση στο φινάλε της νουβέλας του. Επιπλέον, σήμερα, που ο εθνικισμός στην Ευρώπη αποχυμώνεται, όλο και πιο πολύ, απ’ το πρωταρχικό ρομαντικό του περιεχόμενο, (εκπίπτοντας σε ουρά της αστικής (άκρας) Δεξιάς των γραβατοφορεμένων επιγόνων του Διαφωτισμού και σε κατάλογο συνθημάτων μιας υποκριτικής αντιμεταναστευτικής παπαγαλίας), η νουβέλα του Ρίλκε μας θυμίζει ότι κάποτε ήταν η πολιτική θεωρία μιας, συνολικά, ρομαντικής στάσης ζωής, που στόχο είχε την υπέρβαση του υλιστικού κόσμου της νεωτερικότητας τον οποίο εγκαθίδρυσε ο Διαφωτισμός. Κάποτε, δηλαδή, ήταν η πολιτική ιδεολογία των αναγνωστών της λογοτεχνίας του φανταστικού, εκείνων που λάτρευαν τους μύθους και τις λαϊκές παραδόσεις, αυτών που αναζητούσαν στοιχεία του Θείου και του υπερφυσικού στις αφανείς πτυχές της καθημερινότητας. Κοντολογίς, των ρομαντικών.

Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου στο τεύχος 2 δεύτερη περίοδος (23), του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία 

3 σχόλια:

Αχιλλέας είπε...

Πάντα Ρομαντικοί! Πάντα όρθιοι! Πάντα ιδαλγοί της χίμαιρας!!

Ανώνυμος είπε...

Για το βιβλίο του Βεζανή των εκδόσεων Πελασγός τι έχετε να πείτε;

Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ούτε που ξέρουμε αν υπάρχει τέτοιο.

Γενικά ο Βεζανής ήταν τριτοκλασάτος γραφιάς. Προσπεράστε αθόρυβα και μην χάνετε χρόνο με μικρής σημασίας συγγραφείς. Εκτός και αν έχεις διαβάσει την ρομαντική βιβλιογραφία και θες να δεις τι έγραφαν οι ελάσσονες πένες.