Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο των εκδόσεων Κλέος

               Othmar Spann Πολιτικός Ρομαντισμός και Οικονομική Φιλοσοφία

 

Ο Οθμάρ Σπαν (1878-1950) υπήρξε μια από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες του διανοητικού κινήματος της Συντηρητικής Επανάστασης. Η Συντηρητική Επανάσταση ήταν ένα διανοητικό και πολιτικό κίνημα που είχε ως επίκεντρο, κατά κύριο λόγο, πανεπιστημιακούς και λογοτεχνικούς κύκλους της Γερμανίας από το 1918 μέχρι το 1933.[1] Αποτέλεσε μια απόπειρα να συνδεθεί ο παλαιότερος γερμανικός ρομαντικός και αντιδιαφωτιστικός εθνικισμός με την σύγχρονη εποχή. Όπως γράφει ο Jeffrey Herf, οι συντηρητικοί επαναστάτες μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,


«ήταν δριμείς πολέμιοι της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την οποία ταύτιζαν με τον χαμένο πόλεμο, τις Βερσαλλίες, τον πληθωρισμό του 1923, τους Εβραίους, τη μαζική κοσμοπολιτική κουλτούρα και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Προσδοκούσαν ένα νέο Ράιχ με τεράστια δύναμη και ενότητα, απέρριπταν την άποψη πως η πολιτική πράξη έπρεπε να καθοδηγείται από ορθολογικά κριτήρια, και εξιδανίκευαν την βία για την βία. Καταγγέλανε αυτό που θεωρούσαν ως πλήξη και αυταρέσκεια της αστικής ζωής και αναζητούσαν την ανανέωση σε μια ενεργοποιό
«βαρβαρότητα».[2]

Η περίπτωση της Συντηρητικής Επανάστασης είχε κάτι καινοτόμο για τις αντιδιαφωτιστικές πολιτικές ιδέες και πρωτότυπο για την εποχή της. Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι εθνικιστές διανοητές και πολιτικοί που αντλούσαν ιδέες από την πολιτική θεωρία του αντιδιαφωτιστικού Ρομαντισμού, λόγω του εγγενούς αντι-ορθολογισμού τους, κατέληγαν σε αντιτεχνοκρατικές ιδεαλιστικές πολιτικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, αυτή η πολιτική στάση οδηγούσε σε μια αντίφαση μετά την εμπειρία του πρώτου μεγάλου πολέμου. Οι εθνικοί στρατοί είχαν βιομηχανοποιηθεί. Η ενσωμάτωση της τεχνολογικής αιχμής στην στρατιωτική οργάνωση ήταν κάτι απαραίτητο για τα κράτη των αρχών του 20ου αιώνα. Αν ένα κράτος ήθελε να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την εθνική του ανεξαρτησία ή αν ένα έθνος ήθελε να την αποκτήσει όφειλε να οργανώσει τον στρατό του βασιζόμενο στις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι συντηρητικοί επαναστάτες προχώρησαν σε μια τομή πάνω σε αυτό το ερωτηματικό. Μολονότι ορισμένοι εξ αυτών παρέμειναν προσηλωμένοι στις παραδοσιακές ρομαντικές και νεορομαντικές αντιτεχνοκρατικές τους θέσεις, άλλοι προχώρησαν σε μια ανανέωση της εθνικιστικής θεωρίας με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, αποσπώντας την τεχνολογία από την μέχρι τότε ορθολογιστική και προοδευτική της ανάγνωση και ενσωματώνοντάς την, μέσα από περίπλοκα νεορομαντικά ιδεολογικά σχήματα και μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης, στην ανορθολογική ρομαντική εθνικιστική θεωρία. Έτσι, διαμορφώθηκε εντός της Συντηρητικής Επανάστασης η τάση του «αντιδραστικού μοντερνισμού». «Ο πόλεμος υπήρξε μια καμπή για τον ρομαντικό αντικαπιταλισμό. Ήταν μετά τον πόλεμο που οι συντηρητικοί επαναστάτες συνέδεσαν τον ανορθολογισμό, τη διαμαρτυρία ενάντια στο Διαφωτισμό και μια ρομαντική λατρεία για τη βία, με τη λατρεία της τεχνολογίας».[3]



Ο Σπαν, ωστόσο, ήταν ένας από τους συντηρητικούς επαναστάτες που κατάφερε να διατηρήσει στην ανάλυσή του σχεδόν ακέραιη την παλιά ρομαντική θεωρία με τις καταβολές στην μεσαιωνική societas civilis, πετυχαίνοντας μάλιστα να την κάνει επίκαιρη στην εποχή του χωρίς να καταφύγει σε πολλές «αντιδραστικά μοντερνιστικές» συνταγές. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως έναν από τους πλέον συντηρητικούς εκ των συντηρητικών επαναστατών.

Πέρα από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα ο Σπαν φρόντισε να εισέλθει ενεργά στον στίβο της διανοητικές διαπάλης, επαναφέροντας τις παραδοσιοκρατικές και εθνικιστικές αρχές της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού, μέσα από μια δική του ανανεωμένη εκδοχή, στο δημοσιολογικό προσκήνιο. Απώτερος στόχος του ήταν να συγκρουστεί από την μια με τους θιασώτες της πολιτικής φιλοσοφίας του φιλελεύθερου καπιταλισμού και από την άλλη με τους υποστηρικτές των μαρξιστικών ιδεών, προκειμένου να ορθώσει ένα ιδεολογικά ρομαντικό αντίβαρο απέναντι στο φιλελεύθερο και μαρξιστικό διεθνιστικό δίπολο των ισχυρών προοδευτικών διανοητικών τάσεων εκείνης της περιόδου.

Όπως και οι περισσότεροι συντηρητικοί επαναστάτες, ο Σπαν προερχόταν από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Ήταν εκείνα τα στρώματα που η ανάλυση των φιλελεύθερων και των μαρξιστών πολιτικών και διανοητών περιέγραφε, κάποιες φορές, υποτιμητικά με τον όρο «ανθρωπάκοι». Οι «ανθρωπάκοι» της φιλελευθερομαρξιστικής ανάλυσης ήταν ανήσυχοι για αυτό που αντιλαμβάνονταν ως διασάλευση του γερμανικού κοινωνικού ιστού λόγω της επέλασης των ιδεών του προοδευτικού εκσυγχρονισμού και της ταξικής αντιπαλότητας. Το υλιστικά διεθνιστικό, άψυχο, μεγάλο κεφάλαιο από την μια και η οργανωμένη εργατική τάξη κάτω από τα λάβαρα του διεθνιστικού μαρξισμού από την άλλη, αποτελούσαν δυο πτυχές του ίδιου νομίσματος για τους συντηρητικούς επαναστάτες της μεσαίας τάξης. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την διττή απειλή οι συντηρητικοί επαναστάτες επικαλέστηκαν το έθνος ως μια δύναμη ενότητας.

Οι διανοητές που επηρέασαν τον Σπαν ήταν πολλοί. Ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς Ακινάτης. Κύριες επιρροές του ήταν οι Γερμανοί ρομαντικοί. Ο Φίχτε, ο Φραντς φον Μπάαντερ, ο Σλάιερμαχερ και, κυρίως, ο Άνταμ Μύλλερ. Επίσης, σημαντική επιρροή για τον Σπαν ήταν ο τσεχικός μεταρρυθμιστικός Καθολικισμός. Ο κύριος προσανατολισμός της πολιτικής σκέψης του Σπαν ήταν προς την ιδέα της κορπορατιστικής κοινωνικής οργάνωσης. Όπως έγραψε ο Τόμας Ρίχα στο άρθρο «Η Θεωρία του Καθολικά Όλιστικού του Σπαν – Το Θεμέλιο της Νεορομαντικής Θεωρίας του Κορπορατιστικού Κράτους»,


«Ο κορπορατισμός, θεμελιωμένος στον κοινωνικό ιδεαλισμό, λειτούργησε ως το όπλο του αυστρο-γερμανικού συντηρητισμού στον αγώνα του ενάντια στον ατομικισμό και τον υλισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς και ενάντια στον μαρξιστικό σοσιαλισμό. Αντικατόπτριζε την αναζήτηση μιας κοινωνικής θεωρίας που θα μπορούσε να αποτελέσει μια βιώσιμη εναλλακτική – έναν τρίτο δρόμο – ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. […]

Η θεωρία του συντεχνιακού (κορπορατιστικού) κράτους δεν διατυπώθηκε πουθενά τόσο ολοκληρωμένα όσο στο πλαίσιο της θεωρίας του Καθολικού Όλου (Universalismus) -ενός ευρύτατου γνωσιακού συστήματος, στο οποίο, όλα τα μέρη της ανθρώπινης ζωής συνδέονται οργανικά με το Όλον».[4]

 Ο Σπαν ονόμασε την θεωρία του «νεορομαντική θεωρία του Καθολικά Όλιστικού» ή  «Καθολικού Όλου».[5] Είναι μια θεωρία που έχει τις ρίζες της στον Ρομαντισμό και η οποία  αποτέλεσε το επίκεντρο της φιλοσοφικής σκέψης του Σπαν. Σύμφωνα με αυτήν ο κόσμος είναι ένα πεδίο πνευματικών δεσμών. Οι πνευματικοί δεσμοί του κόσμου υφίστανται μεταξύ των ανθρώπων αλλά ταυτόχρονα είναι υπερατομικοί. Ο άνθρωπος δεν αντλεί την ουσία του από την ατομικότητά του αλλά από την προσωπική διάδραση με άλλους ανθρώπους υπό την επιρροή αυτών των κοσμικών δεσμών. Για να διατηρήσει την πνευματική του υπόσταση ο άνθρωπος πρέπει να βρεθεί σε πολυσχιδή κοινωνία με άλλους ανθρώπους. «Η ψυχική και πνευματική ζωή γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από την αμοιβαιότητα με έναν άλλο νου […] Οι άνθρωποι δεν είναι ανεξάρτητες, αυτάρκεις, μηχανιστικές οντότητες, διότι η ζωτική ενέργεια της ύπαρξής τους εδράζεται στη πνευματική τους συνάφεια μέσα στο Όλον, στο καθολικό, στο σύνολο της ύπαρξης».[6]  Στην πολιτική σκέψη του Σπαν το έθνος αντιστοιχήθηκε με το κοινωνικό όλον. Ο Σπαν ήταν εθνικιστής και πίστευε στην ένωση όλων των Γερμανών σε ένα ενιαίο κράτος.


«Επιπλέον, θεωρώντας ότι το γερμανικό έθνος ήταν πνευματικά ανώτερο των άλλων εθνών — μια αντίληψη που μπορεί να θεωρηθεί το ατυχές αποτέλεσμα προσωπικής μεροληψίας — πίστευε ότι οι Γερμανοί είχαν καθήκον να ηγηθούν της Ευρώπης στην έξοδο από την κρίση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και να την οδηγήσουν σε μια υγιέστερη οργάνωση, παρόμοια με την οργάνωση που επικρατούσε στον Μεσαίωνα».[7]

Κατά τον Σπαν η κρίση του γερμανικού κόσμου που επακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οφειλόταν στο γεγονός ότι η Γερμανία ήταν θύμα των καπιταλιστικών δυνάμεων της Δύσης, αρχικά στο στρατιωτικό πεδίο και μετέπειτα στο εσωτερικό της, μέσω της επιβολής  της Συνθήκης των Βερσαλλιών στο διεθνές περιβάλλον και των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό της γερμανικής κοινωνίας. Για τον Σπαν η αστική δημοκρατία ήταν ένα ατομικιστικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα ξένο προς την γερμανική ιστορία, που αποδυνάμωνε το εθνικό πνεύμα εξίσου με τον μαρξιστικό διεθνισμό.


Δεν θα επεκταθώ σε αυτό το εισαγωγικό κείμενο αναλύοντας περαιτέρω την πολιτική σκέψη του Σπαν. Αυτό ενδέχεται να γίνει σε μελλοντική έκδοση που θα αφορά κάποιο φιλοσοφικό έργο του. Αυτό το βιβλίο, όμως, αφορά τον Σπαν ως καθηγητή. Οι εκδόσεις Κλέος, συνεχίζοντας να παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έργα της ρομαντικής διανόησης, επέλεξαν να σταθούν στο πρώτο σημαντικό ακαδημαϊκό έργο του Σπαν το οποίο έγραψε το 1912 και ανατυπώθηκε γύρω στις είκοσι φορές μέχρι το 1930! Πρόκειται για το Τύποι Οικονομικής Θεωρίας. Επειδή το έργο αυτό είναι ογκώδες, εγκυκλοπαιδικό και αφορά συνολικά την οικονομική σκέψη όλων των ιδεολογικών και πολιτικών χώρων, προκειμένου να επικεντρωθούμε στο σημείο που αφορά τα ενδιαφέροντά μας και για να παρουσιάσουμε ένα ευσύνοπτο κείμενο, επιλέξαμε να κυκλοφορήσουμε στην ελληνική γλώσσα το κεφάλαιο στο οποίο Σπαν αναλύει συνοπτικά αλλά διεισδυτικά την αγαπημένη του οικονομική σκέψη του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού, καθώς και συναφείς με αυτήν γερμανικές οικονομικές θεωρίες.

Ο Σπαν παρουσιάζει την ρομαντική οικονομική θεωρία και εντοπίζει με ευστοχία την αντικαπιταλιστική υπόσταση της ιδεολογίας του αντιδιαφωτιστικού πολιτικού Ρομαντισμού σε γραπτά όχι ιδιαιτέρως γνωστών στην Ελλάδα διανοητών, όπως ο Άνταμ Μύλλερ. Θέλοντας να συμβάλουμε στην εμβάθυνση της γνώσης των ρομαντικών πολιτικών ιδεών και να εμπλουτίσουμε την ελληνική βιβλιογραφία με τέτοιες εκδόσεις, επιφυλασσόμαστε για μια μελλοντική έκδοση έργου της πολιτικής φιλοσοφίας του Σπαν. Προς το παρόν, παίρνουμε μια γεύση των ακαδημαϊκών του γνώσεων μαθαίνοντας από αυτόν την οικονομική πτυχή της ρομαντικής πολιτικής σκέψης.

Μπορείτε να προμηθευτείτε το νέο βιβλίο των εκδόσεων Κλέος στα παρακάτω βιβλιοπωλεία

 

Αθήνα

Πρωτοπορία, Γραβιάς 3-5 πλατεία Κάνιγγος

Πολιτεία, Ασκληπιού 1-3

Θεσσαλονίκη

Πρωτοπορία, Λ. Νίκης 3, παραλία Θεσσαλονίκης

Πάτρα

Πρωτοπορία, Γεροκωστοπούλου 31-33



[1] Ο Φριτζ Στερν εντόπισε τον πρώτο συγγραφέα που υιοθέτησε τον όρο «Συντηρητική Επανάσταση». Ήταν ένας από τους υποστηρικτές της. Ο Αυστριακός ποιητής Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για να προσδιορίσει το συγκεκριμένο διανοητικό κίνημα κατά το έτος 1927 στο «Das Schriftum als Geistiger Raum der Nation». Fritz Stern, The Politics of Cultural Despair:  A Study in the Rise of German Ideology, University of California Press, Berkeley, Los Angeles, London 1961, σελ. xv [2] Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ Ράιχ, μτφ, Παρασκευάς Ματάλας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012, σελ. 25. [3] Ο.π., σελ.28. [4] TOMAS J.F. RlHA,   «Spann’s Universalism - The Foundation of the Neoromantic Theory of Corporative State», σελ. 255, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://ekladata.com/iHIAq0zoO6CNGRv1EdoBr9uDxrc/riha2008.pdf [5] Ο.π. [6] Ο.π. σελ. 256. [7] Ο.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: