Γλεντάμε τους βαστάζους της Δεξιάς εντός του
«χώρου»
Η δική μας 17η Νοεμβρίου που εκείνοι δεν τιμούν
Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, οι
άνθρωποι που κινητοποιεί η Δεξιά μέσα στον εθνικιστικό χώρο προσπαθούν τα
τελευταία χρόνια να βρουν υποστηρικτές χρησιμοποιώντας ένα μεταμοντέρνο εργαλείο.
Την αποδόμηση. Αντί, όμως, να προτείνουν μια εύλογη αποδόμηση των
κωμικοτραγικών προσώπων που πρωταγωνίστησαν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης
στον «χώρο», οι εγκάθετοι του φιλελεύθερου κατεστημένου κατασκευάζουν αφηγήσεις
με σκοπό να αποδομήσουν τις θεμελιώδεις αρχές και τις ιστορικές προσωπικότητες
του εθνικιστικού χώρου. Σκοπός τους να κρατήσουν τα ψευτο-εθνικιστικά ακροδεξιά
ξόανα της μεταπολίτευσης ενεργά σε ρόλους εποπτών του εθνικιστικού χώρου και,
κυρίως, να αλλοιώσουν τις εθνικιστικές αρχές προκειμένου να οριστικοποιηθεί η
μετατροπή του πολιτικού μας χώρου σε μια χειραγωγούμενη ουρά της, καπιταλιστικής
και φιλελεύθερης, μνημονιακής Δεξιάς.
Οι αφηγήσεις αυτών των δεξιών «γκαρσονιών»
και «εστιατόρων», που φορούν το εθνικιστικό -ή και εθνικοσοσιαλιστικό- προσωπείο, έχουν θέσει στο στόχαστρο σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες όπως οι Ίων
Δραγούμης, Περικλής Γιαννόπουλος, Ιωάννης Μεταξάς, Γκρέγκορ Στράσσερ, Κωστής
Παλαμάς, Νίκος Καζαντζάκης, Ιούλιος Έβολα κλπ. Για κάθε ιστορική προσωπικότητα
την οποία οι «σερβιτόροι» της Νέας Δημοκρατίας δοκιμάζουν να σκυλέψουν έχουν
δυο κύριες αντιπροτάσεις. Τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Θα
μπορούσε εύλογα να διερωτηθεί ένας
άνθρωπος με σώας τα φρένας αν είναι δυνατόν να κάνουν τέτοιους συνδυασμούς. Η
απάντηση είναι διττή. Πρώτον, ζούμε στην περίοδο της μεταμοντέρνας
νεωτερικότητας όπου το εξωφρενικό ανακάτεμα δεν αποτελεί σουρεαλιστική
πρωτοπορία αλλά μόδα της καθημερινότητας. Και, δεύτερον, οι «σερβιτόροι» κάπως
πρέπει να συγκρατήσουν τον εθνικιστικό ή εθνικοσοσιαλιστικό φερετζέ για να μην
καρφωθούν και, ταυτόχρονα, να συνδέσουν τον εθνικιστικό χώρο με τα σύμβολα και
τις επιταγές της Δεξιάς.
Αγωνίζονται τα δεξιά μαγειριά, τους το αναγνωρίζουμε,
κλέβοντας και συρράπτοντας μεμονωμένα αποσπάσματα της ιστορικής πορείας του
Χίτλερ και του Βενιζέλου, ατάκες του Νίτσε χωρίς τα συμφραζόμενά τους, αποσπασματικές
ερμηνείες του Σμιτ και άλλα σχετικά που, ανακατεύοντάς τα, προσπαθούν να συνδυάσουν
στο πολιτικό τους menu. Δεν
υπολόγισαν, όμως, ότι υπάρχουν ακόμη εθνικιστές με συγκροτημένο σκεπτικό
(σκεπτικό και όχι σκεπτικισμό είναι η σωστή λέξη για την περιγραφή αυτής της
έννοιας Τέλη), ικανοί να κατανοήσουν το όλο υπόβαθρο και να πετάξουν στα σκουπίδια
τα κακοφτιαγμένα menu της
άκρας Δεξιάς. Για τις περισσότερες ιστορικές προσωπικότητες που έχουν δεχτεί τα
βέλη της χυδαιότητας των «σερβιτόρων», και κυρίως για τον Δραγούμη, έχουν δοθεί
πολλές απαντήσεις. Μάλλον πρέπει να δοθούν και για τις υπόλοιπες
προσωπικότητες. Ας δούμε, λοιπόν, μια απάντηση, σχετική με τον ιστορικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά
στον ΑΠΠ, με αφορμή την επέτειο των Νοεμβριανών του 1916.
Μια από τις ανοησίες που εξακοντίζουν κατά
της ιστορικής κληρονομιάς του Μεταξά οι «σερβιτόροι» έχει διχαλωτή κατάληξη.
Από την μια τον παρουσιάζουν ως Γερμανοτσολιά και Βουλγαρόφιλο, που υποτίθεται
ότι παρέδωσε το οχυρό Ρούπελ στους Βούλγαρους κατά την διάρκεια του Εθνικού
Διχασμού (σε αντιδιαστολή, εκθειάζουν τις επιλογές του Βενιζέλου εκείνης της
περιόδου), και από την άλλη τον θέλουν να ήταν πιόνι των Άγγλων και ακραιφνής
αντι-Γερμανός στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπως αντιφατικά αυτά τα δύο, δεν
νομίζετε; Ας δούμε λίγο καλύτερα το πρώτο σκέλος του θέματος. Για να εξετάσουμε
την στάση του Μεταξά κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού θα ήταν χρήσιμο να
θυμηθούμε πώς ξεκίνησε η αντιπαράθεση.

Τον Νοέμβριο του 1914 δυνάμεις της Αντάντ
βομβάρδισαν την Καλλίπολη, ξεκινώντας μια μακρά στρατιωτική επιχείρηση για την
κατάληψή της. Δεν πραγματοποίησαν άμεσα απόβαση, με αποτέλεσμα ο οθωμανικός
στρατός, υπό καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών, να οργανώσει αποτελεσματικά την
άμυνα της περιοχής. Τον Φεβρουάριο του 1915, όταν άρχισαν οι αγγλογαλλικές
ναυτικές επιχειρήσεις για την εκπόρθηση των Δαρδανελλίων, ο Βενιζέλος
προσπάθησε να πείσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο να δεχτεί την συμμετοχή της
Ελλάδος στην εκστρατεία των δυτικών δυνάμεων.
Ο Βενιζέλος συμφωνούσε με τις προφορικές
προτάσεις των δυτικών προς την Ελλάδα αλλά έθετε ως προϋπόθεση να έπαιρνε και η
Βουλγαρία το μέρος τους. Ήταν, μάλιστα, διατεθειμένος να παραχωρήσει πρόσφατα
απελευθερωμένες απ’ τους Βαλκανικούς Πόλεμους ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας
στους Βούλγαρους, αρκεί οι Άγγλοι να παραχωρούσαν στην Ελλάδα εδάφη της Μικράς
Ασίας και την Κύπρο.[1] Προφανώς,
αυτό είναι κάτι που οι «σερβιτόροι» αποφεύγουν να αναφέρουν. Ο Βενιζέλος, που
ήταν πρόθυμος να δώσει στους Βούλγαρους ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας (για
λόγους που δεν έχει νόημα να συζητηθούν περαιτέρω), ήταν εκφραστής
των εθνικών πόθων, σύμφωνα με τους «χιτλερικούς, σορελικούς και λοιπούς σερβιτόρους»
της Δεξιάς. Ας προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω.
Ο Βενιζέλος συζήτησε το ενδεχόμενο της
ελληνικής συμβολής στην στρατιωτική επιχείρηση της Καλλίπολης με τον Άγγλο πρεσβευτή,
στις 15 Φεβρουαρίου 1915. Δυο μέρες αργότερα επισκέφθηκε τον βασιλιά
Κωνσταντίνο Α΄ και προσπάθησε να τον πείσει για την αναγκαιότητα του
συγκεκριμένου σχεδίου. Ο Κωνσταντίνος έδειξε, καταρχάς, να συμφωνεί. Όμως σύντομα
άρχισε να παλινωδεί. Ο Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941), αντισυνταγματάρχης εκείνη
την περίοδο και επικεφαλής του Επιτελείου, υπέβαλε την παραίτησή του,
υποστηρίζοντας ότι η εκστρατεία θα ήταν παρακινδυνευμένη και ίσως προκαλούσε
επίθεση της Βουλγαρίας στην Ελλάδα.[2] Το
επιχείρημα του Μεταξά ήταν εύλογο και δικαιώθηκε στην συνέχεια.
Ο Βενιζέλος ζήτησε την σύγκλιση του
Συμβουλίου του Στέμματος. Το Συμβούλιο πραγματοποιήθηκε την 18η
Φεβρουαρίου του 1915 και ο Βενιζέλος έδειξε να κρατά μια διαλλακτική στάση.
Κατέθεσε την πρόταση συμμετοχής του ελληνικού στρατού στην μάχη της Καλλίπολης
αλλά δήλωσε έτοιμος να παραιτηθεί από πρωθυπουργός και να στηρίξει μια διάδοχη
κυβέρνηση που θα ακολουθούσε γραμμή ουδετερότητας, αρκεί η Γερμανία να έδινε ικανοποιητικές
εγγυήσεις. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1915, έγινε και δεύτερο Συμβούλιο του
Στέμματος. Σε αυτό ο Βενιζέλος αιφνιδίασε τους άλλους συμμετέχοντες, άλλαξε
απροσδόκητα στάση και δήλωσε άρνηση να στηρίξει διάδοχη κυβέρνηση,
πραγματοποιώντας έναν έμμεσο πολιτικό εκβιασμό. Με αυτό τον εκβιασμό έπεισε το
Συμβούλιο. Όμως ο Κωνσταντίνος, μάλλον έπειτα από συμβολές του Μεταξά και του
Γεωργίου Στρέιτ (1868-1948),[3] απέρριψε
τελικά την απόφαση του Συμβουλίου.[4] Η επιλογή
του Κωνσταντίνου ήταν μέσα στα συνταγματικά καθήκοντα του θεσμικού του ρόλου.
Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο Κωνσταντίνος,
με μια επιστολή γραμμένη σε φιλικό ύφος, ζήτησε από τον Βενιζέλο να στηρίξει με
τους βουλευτές του κόμματός του μια κυβέρνηση του μετριοπαθούς φιλομοναρχικού
πολιτικού Αλέξανδρου Ζαΐμη, που θα ακολουθούσε την γραμμή στην οποία ο Βενιζέλος
είχε συμφωνήσει στο πρώτο Συμβούλιο. Ο Βενιζέλος απάντησε με δυσανάλογα έντονο
ύφος, θορυβώντας τον πολιτικό κόσμο. Το παλάτι σήκωσε το γάντι. Από εκείνη την
ημέρα ο Γούναρης τέθηκε επικεφαλής της πολιτικής παράταξης των αντιβενιζελικών.
Την 21η Φεβρουαρίου 1915 η διαφωνία ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον
Βενιζέλο, για την συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στην εκστρατεία της Καλλίπολης,
πυροδότησε μια αλυσίδα διαδοχικών γεγονότων που σφράγισαν την μοίρα της χώρας.
Ο Εθνικός Διχασμός είχε αρχίσει.
Στο πεδίο των στρατιωτικών συγκρούσεων, κατά
τους επόμενους μήνες, η επιχείρηση των δυτικών στην Καλλίπολη απέτυχε. Μετά από
πολύνεκρες μάχες τα στρατεύματά τους αποσύρθηκαν από τα εδάφη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Οι προσκείμενοι στο παλάτι υπενθύμισαν στον Βενιζέλο ότι η
αφορμή της έναρξης του Εθνικού Διχασμού ήταν μια λάθος επιλογή του. Ο Βενιζέλος
απάντησε ότι αν είχε πραγματοποιηθεί νωρίς η ελληνική απόβαση οι Οθωμανοί ίσως
να μην είχαν ενισχύσει αποτελεσματικά τις οχυρώσεις τους. Δεν απάντησε, όμως,
ποιος στρατός θα προστάτευε την βόρεια Ελλάδα από μια ενδεχόμενη επίθεση της Βουλγαρίας, όταν ο ελληνικός στρατός θα πολιορκούσε -για λογαριασμό των Άγγλων-
την Καλλίπολη. Στις 31 Μαΐου του 1915 πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές. Ο Βενιζέλος
νίκησε και έγινε ξανά πρωθυπουργός, με το κόμμα του να καταλαμβάνει 186 έδρες. Αλλά
φαντάζει παράταιρο να επικαλούνται την νίκη σε εκλογές οι δηλωμένοι
«αντιδημοκράτες» του «χώρου» σήμερα. Όμως, τα παράδοξα δεν
σταματούν εδώ.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1915 ο Βενιζέλος, χωρίς να
ενημερώσει τον Κωνσταντίνο, συνεννοήθηκε με την Αντάντ ώστε να περάσουν
στρατεύματά της μέσα από την Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ενισχύσουν την Σερβία
ενάντια στους Αυστριακούς!! Στην ουσία παρέδωσε την βόρεια Ελλάδα σε ξένα
στρατεύματα και έκανε την χώρα εμπλεκόμενη εμμέσως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,
χωρίς να έχει τέτοια εντολή ούτε από το εκλογικό σώμα ούτε από άλλον θεσμό. Και
πάλι φαίνεται παράξενο να αποσιωπάται αυτή η επιλογή του Βενιζέλου από τους
«σερβιτόρους» της Δεξιάς, που κάνουν λόγο για τον «Βουλγαροτσολιά» Μεταξά. Στις
10 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος επέβαλε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα.[5] Άλλη μια
κλιμάκωση της έντασης με προσωπική του πρωτοβουλία.
Ο Βενιζέλος αντιμετωπιζόταν έκτοτε από τους
πολιτικούς του αντιπάλους ως πράκτορας των δυτικών και ως προδότης της Ελλάδας.
Ο Richter
σημειώνει τα εξής.
«Η
αυθαίρετη πρόσκληση των Συμμάχων από τον Βενιζέλο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου
και επέφερε όλες τις μετέπειτα δυσμενείς για την Ελλάδα εξελίξεις κατά την
διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο η Αντάντ δεν
είχε προβεί σε κάτι περισσότερο από διαβήματα διαμαρτυρίας […] για τη στάση
ουδετερότητας που τηρούσε ο Κωνσταντίνος. Όμως, χάρη στην παρουσία των στρατευμάτων
τους, οι Σύμμαχοι θα ήταν σε θέση να έχουν ενεργό ανάμειξη στον πολιτικό βίο
της Ελλάδας […] η Ελλάδα κατέστη ουσιαστικά μια κατεχόμενη χώρα».[6]
Το ξεκίνημα της απροκάλυπτης αντιπαράθεσης με
το παλάτι οδήγησε τον Βενιζέλο σε νέα παραίτηση από την πρωθυπουργία. Το κόμμα
των Φιλελευθέρων στήριξε, τον Σεπτέμβριο 1915, προσωρινά, με την
κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, μια κυβέρνηση με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη
πρωθυπουργό. Η Βουλγαρία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας (ο Μεταξάς
για μια ακόμη φορά είχε δίκιο). Οι Άγγλοι πρότειναν, με προφορική συμφωνία,
στον Ζαΐμη να κηρύξει τον πόλεμο η Ελλάδα στην Βουλγαρία με αντάλλαγμα την
Κύπρο, την δυτική Θράκη και εδάφη της Μικράς Ασίας. Ο Ζαΐμης άρχισε να
διαπραγματεύεται μαζί τους μια γραπτή συμφωνία. Τότε δέχτηκε τα πυρά του
Βενιζέλου, ο οποίος απαιτούσε να κινηθεί πιο γρήγορα ο Ζαΐμης και να βάλει την
χώρα στον πόλεμο χωρίς συμφωνία. Ο Ζαΐμης παραιτήθηκε. Ωστόσο, ως μετριοπαθής
πολιτικός, συμφώνησε με τον Βενιζέλο ότι δεν έπρεπε να διαλυθεί ξανά η Βουλή
και να προκηρυχθούν νέες εκλογές. Κάτι τέτοιο θα απειλούσε άμεσα την αξιοπιστία
του πολιτικού συστήματος της χώρας. Πράγμα
που δεν έκανε ο επόμενος πρωθυπουργός, Στέφανος Σκουλούδης (1838-1928). Ο
Σκουλούδης, ένας τρικουπικός πολιτικός, διέλυσε την Βουλή και προκήρυξε νέες
εκλογές για την 6η Δεκεμβρίου. Ο Βενιζέλος κατήγγειλε το παλάτι και
τον πρωθυπουργό του ότι μετέτρεπαν τον κοινοβουλευτισμό σε κωμωδία. Η απόφαση
του Βενιζέλου ήταν να απέχει το κόμμα του από τις επερχόμενες εκλογές.
Υποσχέθηκε, μάλιστα, στους υποστηρικτές του μελλοντική δυνητική εξέγερση για
την υπεράσπιση εκείνου που ο ίδιος θεωρούσε ορθό τρόπο λειτουργίας του
Συντάγματος.[7]
Η Γερμανία αξίωνε από την Ελλάδα να αφοπλίσει
τα στρατιωτικά τμήματα των δυτικών που είχαν εισέλθει στο έδαφός της,
επικαλούμενη της σύμβαση της Χάγης του 1907. Ειδάλλως, απειλούσε να εισβάλει
στην Ελλάδα. Από την άλλη, η Αγγλία και η Γαλλία απαιτούσαν από την Ελλάδα να
μην εφαρμοστεί η σύμβαση της Χάγης και να παραδώσει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης
στα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα καταβολή αποζημίωσης για τις ζημιές που θα
προκαλούσε ο συμμαχικός στρατός στην Μακεδονία.[8]
Ο Σκουλούδης, αυτός που σύμφωνα με τα «γκαρσόνια» ήταν πιόνι της Γερμανίας και
των Βουλγάρων, υποχώρησε στις απαιτήσεις των Αγγλογάλλων. Τους παραχώρησε και
το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για στρατιωτικούς σκοπούς. Όμως, ο Κωνσταντίνος
εξασφάλισε την συμφωνία του Γερμανού Κάιζερ ότι αν ο γερμανικός στρατός έκανε
επίθεση για να καταδιώξει τους δυτικούς και τους Σέρβους σε ελληνικά εδάφη, θα
σέβονταν την εδαφική κυριαρχία και θα παραχωρούσε το Μοναστήρι στην Ελλάδα,
μετά το τέλος του πολέμου.[9]
Τον Ιανουάριο του 1916 η Αντάντ κατέλαβε και
την Κέρκυρα. Το βαλκανικό της μέτωπο είχε καταρρεύσει και οι Γερμανοί με τους
συμμάχους τους προέλαυναν νότια. Άλλη μια εκστρατεία που είχε υποστηρίξει ο
Βενιζέλος είχε αποτύχει. Οι μοναρχικοί κύκλοι άρχισαν να αισθάνονται
δικαιωμένοι και ο Σκουλούδης αρνήθηκε να βοηθήσει τον ανασυγκροτημένο στρατό
της Σερβίας να μεταβεί από την Κέρκυρα στην Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, ωστόσο, ήταν υπό την κατοχή
της Αντάντ και ο σερβικός στρατός έφτασε εκεί με συμμαχικά πλοία.
Στις 5 Μαρτίου ο Ίων Δραγούμης έγραψε στο
περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις το
άρθρο «Ξενομανία ή λεβαντινισμός». Σε αυτό το άρθρο ο Δραγούμης επανέλαβε τον
προβληματισμό του για τα συμπτώματα πρόσδεσης του ελληνικού πολιτικού κόσμου
στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τρόπους που θεωρούσε
ότι υπονόμευαν την εθνική ανεξαρτησία. Προσπαθώντας να αναζητήσει τους λόγους
αυτών των επιλογών ο Δραγούμης κατέληξε, όντας σε απόγνωση, στον αυτοσαρκασμό
και το μαύρο χιούμορ.
«Παράδοξον
φαινόμενον παρουσιάζει η Ελληνική κοινωνία κατά την φάσιν ταύτην του πολιτικού
της βίου, την παραίτησιν από κάθε αυθυπαρξίαν. Αρκεί να εκδηλωθούν ξενικοί
στοχασμοί και αλλοδαπά συμφέροντα δια να χάνεται εκ του μέσου η Ελληνική
υπόστασις, να εξαφανίζεται κάθε συνείδησις, να λησμονήται το ιδικόν μας
ομαδικόν συμφέρον.
[…]
Έαν
αίφνης εσηκόνετο ο Διογένης από τον μακάριον ύπνον του και ευρίσκετο εις τας
σημερινάς Αθήνας […] θα έβλεπε τους φραγκοφορεμένους ανθρώπους και
φραγκοφέρνοντας, και από τα λόγια των δεν θα ημπορούσε να αναγνωρίση αν η πόλις
κατοικείται από Έλληνας ή από Άγγλους, Γάλλους ή Γερμανούς, και αν κείται εις
την Ελλάδα ή εις την Νότιον Αδρικήν. Θα διηγκώνιζε καθημερινώς όλων των φυλών
των εμπολέμων ανθρώπους, και θα κατεχώριζεν εις τας εφημερίδας αγγελίαν με τας
λέξεις· «Ζητείται Έλλην».[10]
Μετά από αυτές τις εξελίξεις η Γερμανία
ανησυχούσε για επιθετικές κινήσεις των στρατευμάτων της Αντάντ στην Μακεδονία
και ζήτησε αντάλλαγμα. Ο Σκουλούδης υποχώρησε. Με αποτέλεσμα, στις 13 Μαΐου του
1916, να παραχωρήσει στον βουλγαρικό στρατό και σε ένα μικρό γερμανικό
στρατιωτικό σώμα μια έκταση γης της Μακεδονίας προς στρατιωτική προσωρινή
χρήση,[11] εντός της
οποίας περιλαμβανόταν και το οχυρό Ρούπελ.[12]
Ο Μεταξάς θεωρούσε ότι οι Αγγλογάλοι και ο Βενιζέλος, τον Μάιο του 1916,
οργάνωσαν ως τέχνασμα την στρατιωτική κατάληψη από την Αντάντ εδαφών της
Μακεδονίας που απείχαν εβδομήντα χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη και μόλις
δεκαπέντε χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα, όπου βρισκόταν η γερμανική
εμπροσθοφυλακή. Οι Γερμανοί υπέθεσαν ότι θα ακολουθούσε επίθεση εναντίον τους,
με αποτέλεσμα να απαιτήσουν την παράδοση του Ρούπελ. Το συμπέρασμα του Μεταξά
ήταν ότι ο στρατός της Αντάντ που βρισκόταν στην Μακεδονία αδυνατούσε να
πραγματοποιήσει μια επίθεση με αξιώσεις εκείνη την περίοδο, λόγω έλλειψης των
στοιχειωδών στρατιωτικών προϋποθέσεων. Ωστόσο, καταλάμβανε όλο και μεγαλύτερα
κομμάτια της ελληνικής επικράτειας προκειμένου να παρασύρει τους Γερμανούς σε
μια επίθεση εναντίον της Ελλάδας, η οποία θα ανάγκαζε την χώρα να βγει στον
πόλεμο υπέρ της Αντάντ.[13] Το αν
είχε δίκιο ή όχι μπορούμε να το κρίνουμε άπαντες. Αυτή ήταν η στάση του Μεταξά
στο θέμα της παραχώρησης του Ρούπελ, που οι ακροδεξιοί «σερβιτόροι» του «χώρου»
παρουσιάζουν σήμερα ως «προδοσία» και παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας στους
Βούλγαρους.
Ως απάντηση η Αντάντ κήρυξε στρατιωτικό νόμο
στην Θεσσαλονίκη και επιβολή μερικού ναυτικού αποκλεισμού στον Πειραιά. Η μισή
Ελλάδα τέθηκε απροκάλυπτα υπό την δυτική στρατιωτική κατοχή. Η παρέμβαση της
Αντάντ υποστηρίχθηκε από τους βενιζελικούς!! Στις 8 Ιουνίου 1916 η Αγγλία, η
Γαλλία και η Ρωσία αξίωσαν από τον Κωνσταντίνο την άμεση γενική αποστράτευση,
υπό την πρόφαση μιας ενδεχόμενης επίθεσης του ελληνικού στρατού στα νώτα των
στρατευμάτων της Αντάντ. Αξίωσαν, επίσης, την αντικατάσταση της κυβέρνησης
Σκουλούδη από υπηρεσιακή κυβέρνηση, την διάλυση της Βουλής, την διενέργεια νέων
εκλογών και την αντικατάσταση αξιωματικών της Αστυνομίας. Οι τρεις χώρες
επικαλέστηκαν τα δικαιώματα επέμβασης στα εσωτερικά της ελληνικής πολιτικής
ζωής που διατηρούσαν ως «Προστάτιδες Δυνάμεις» από την ίδρυση του ελληνικού
κράτους!![14] Αυτές τις
πρωτοβουλίες στήριξαν τότε οι Βενιζελικοί και δικαιώνουν σήμερα οι «χιτλερικοί
σερβιτόροι». Ο Σκουλούδης αντικαταστάθηκε από τον Ζαΐμη, ο οποίος δέχτηκε όλες
τις αξιώσεις της Αντάντ. Ο Βενιζέλος έστειλε συγχαρητήρια στον Γάλλο
πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν (1862-1932). Έδωσε έτσι την ευκαιρία στους
αντιπάλους του να δικαιολογήσουν με πειστικότητα τα επιχειρήματά τους που τον
παρουσίαζαν ως πράκτορα των δυτικών δυνάμεων.[15]
Η γενική αποστράτευση ώθησε μεγάλους αριθμούς αποστρατευμένων Ελλήνων να οργανωθούν σε Συνδέσμους
Επιστράτων και να αποτελέσουν το πρώτο μαζικό οργανωμένο πολιτικό κίνημα στην
Ελλάδα. Την 14η Αυγούστου ο Βενιζέλος διοργάνωσε μεγάλη συγκέντρωση
στην οδό Πανεπιστημίου. Μπροστά στους υποστηρικτές του κατήγγειλε τον
Κωνσταντίνο ως θιασώτη της γερμανικής αυταρχικής ιδεολογίας και παρουσίασε τον
εαυτό του ως εγγυητή της δημοκρατίας (ταιριαστή η ιδεολογία του με τους «χιτλερικούς», έτσι;).
Υπήρξε άμεση απάντηση με συλλαλητήρια των υποστηρικτών του Κωνσταντίνου.
Την 17η Αυγούστου εκδηλώθηκε στην
Θεσσαλονίκη το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπό
την προστασία των Γάλλου διοικητή Σαράιγ.[16]
Τα περισσότερα κείμενα της σχετικής βιβλιογραφίας υιοθετούν την θέση ότι ο
Βενιζέλος δεν εμπλεκόταν αρχικά στο κίνημα. Αντιθέτως ο Richter υποστηρίζει,
μάλλον πειστικά, ότι ο Βενιζέλος με τους Γάλλους οργάνωναν την συνωμοσία ήδη
από την άνοιξη του 1916.[17] Την 19η
Αυγούστου ο γαλλικός στόλος κατέλαβε τον Πειραιά, το ταχυδρομείο, τον ασύρματο
και το τηλεγραφείο.
Στις 3 Σεπτεμβρίου ανέλαβε πρωθυπουργός ο
Νικόλαος Καλογερόπουλος (1851- 1927). Ήταν μια φιλική προς τους δυτικούς
επιλογή. Όμως, οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αποφασίσει να συνεργαστούν μόνο με
τον Βενιζέλο. Έτσι, ανάγκασαν τον Καλογερόπουλο να παραδώσει την εντολή σχηματισμού
κυβέρνησης. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1916 πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Σπυρίδωνας
Λάμπρου (1851- 1919). Ήταν καλλιεργημένος ακαδημαϊκός και δεν έδειχνε διάθεση
να υποχωρήσει σε βαθμό που θα ικανοποιούσε τις εξευτελιστικές απαιτήσεις των δυτικών.
Στο μεταξύ, στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος είχε μεταβεί με γαλλική συνοδεία
στα Χανιά, όπου συγκρότησε την λεγόμενη «Προσωρινή Κυβέρνηση». Στις 26
Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος εγκατέστησε την «Προσωρινή Κυβέρνηση» στην κατεχόμενη από τους Γάλλους Θεσσαλονίκη.[18] Η Ελλάδα
είχε χωριστεί πλέον σε δύο κράτη.
Οι Επίστρατοι ήταν στρατιώτες που αποστρατεύτηκαν
μετά από την γενική επιστράτευση που είχε επιβάλει ο Βενιζέλος το φθινόπωρο του
1915. Οι Επίστρατοι είχαν περίπου 200.000 μέλη και συγκρότησαν την πρώτη μαζική
οργάνωση στην Ελλάδα. Επικεφαλής σύνδεσμος των Επιστράτων ήταν ο Πανελλήνιος
Σύνδεσμος Εφέδρων. Οι Επίστρατοι έθεταν ως κύριο αίτημα την άρνηση των
στρατιωτών να συμμετάσχουν σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ξένων δυνάμεων και, συνεπώς, την
αντίθεση στην πολιτική του Βενιζέλου. Κατά τα άλλα, οι ιδεολογικές τους
αναφορές ήταν προσανατολισμένες προς τον αντιδιαφωτιστικό ρομαντικό εθνικισμό
ενώ στήριζαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο.[19]
Η γενίκευση των επεισοδίων κατά τον Αύγουστο του 1916 έδωσε την πρόφαση στην
Αντάντ να απαιτήσει την ματαίωση των εκλογών που θα πραγματοποιούνταν τον
Σεπτέμβριο του 1916, καθώς και την διάλυση των Επιστράτων. Τυπικά οι Επίστρατοι
διαλύθηκαν αλλά στην ουσία παρέμειναν ενεργοί σε μια κατάσταση οργανωτικής
αυτονομίας.

Τον Νοέμβριο του 1916 ο ναύαρχος Φουρνέ (1856
1940) αξίωσε την παράδοση του οπλισμού που διέθετε ο ελληνικός στρατός της
κυβέρνησης των Αθηνών. Τα συμβούλια του Στέμματος που πραγματοποιήθηκαν στις 7
και στις 15 Νοεμβρίου κατέληξαν στην απόρριψη του γαλλικού αιτήματος. Ως
απάντηση της Αντάντ, στις 18 Νοεμβρίου, αγήματα Γάλλων, Άγγλων και Ιταλών
επιχείρησαν να καταλάβουν σημεία των Αθηνών ενώ το γαλλικό ναυτικό βομβάρδισε
ελαφρά την Αθήνα. Σώματα του ελληνικού στρατού, υποστηριζόμενα από σχηματισμούς
Επιστράτων, τα αντιμετώπισαν στο Ρουφ, στην γέφυρα του Πουλόπουλου στα
Πετράλωνα, στο Ζάππειο και στου Φιλοπάππου. Το τέλος της μάχης βρήκε μετά από
δυο μέρες τους στρατιώτες της Αντάντ ηττημένους. Μετά την ελληνική νίκη έλαβε
χώρα μια έκρηξη μίσους κατά των υποστηρικτών του Βενιζέλου στην Αθήνα και σε
άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του κράτους των Αθηνών. Ξέσπασαν
ταραχές και οι Επίστρατοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες κατά πολιτικών τους
αντιπάλων. Τα γεγονότα αυτά ονομάστηκαν «Νοεμβριανά».
Μπορεί το παλάτι να αντιμετώπισε με φόβο τις
συνέπειες των «Νοεμβριανών», αδυνατώντας να επενδύσει πολιτικά στο επίτευγμά
τους. Ωστόσο, έστω και για τυπικά συμβολικούς λόγους, ήταν η μοναδική φορά στην
νεότερη ιστορία μας που ο ελληνικός στρατός και η λαϊκή πολιτοφυλακή των
Επιστράτων στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του δυτικού
ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Αφήνοντας στην μνήμη των νεορομαντικών την
ιστορική κληρονομιά της δικής μας 17ης Νοεμβρίου.