- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν

                     Γλεντάμε τους βαστάζους της Δεξιάς εντός του «χώρου» 

                          Η δική μας 17η Νοεμβρίου που εκείνοι δεν τιμούν  

Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα άρθρα, οι άνθρωποι που κινητοποιεί η Δεξιά μέσα στον εθνικιστικό χώρο προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να βρουν υποστηρικτές χρησιμοποιώντας ένα μεταμοντέρνο εργαλείο. Την αποδόμηση. Αντί, όμως, να προτείνουν μια εύλογη αποδόμηση των κωμικοτραγικών προσώπων που πρωταγωνίστησαν κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης στον «χώρο», οι εγκάθετοι του φιλελεύθερου κατεστημένου κατασκευάζουν αφηγήσεις με σκοπό να αποδομήσουν τις θεμελιώδεις αρχές και τις ιστορικές προσωπικότητες του εθνικιστικού χώρου. Σκοπός τους να κρατήσουν τα ψευτο-εθνικιστικά ακροδεξιά ξόανα της μεταπολίτευσης ενεργά σε ρόλους εποπτών του εθνικιστικού χώρου και, κυρίως, να αλλοιώσουν τις εθνικιστικές αρχές προκειμένου να οριστικοποιηθεί η μετατροπή του πολιτικού μας χώρου σε μια χειραγωγούμενη ουρά της, καπιταλιστικής και φιλελεύθερης, μνημονιακής Δεξιάς.

Οι αφηγήσεις αυτών των δεξιών «γκαρσονιών» και «εστιατόρων», που φορούν το εθνικιστικό -ή και εθνικοσοσιαλιστικό- προσωπείο, έχουν θέσει στο στόχαστρο σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες όπως οι Ίων Δραγούμης, Περικλής Γιαννόπουλος, Ιωάννης Μεταξάς, Γκρέγκορ Στράσσερ, Κωστής Παλαμάς, Νίκος Καζαντζάκης, Ιούλιος Έβολα κλπ. Για κάθε ιστορική προσωπικότητα την οποία οι «σερβιτόροι» της Νέας Δημοκρατίας δοκιμάζουν να σκυλέψουν έχουν δυο κύριες αντιπροτάσεις. Τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Θα μπορούσε  εύλογα να διερωτηθεί ένας άνθρωπος με σώας τα φρένας αν είναι δυνατόν να κάνουν τέτοιους συνδυασμούς. Η απάντηση είναι διττή. Πρώτον, ζούμε στην περίοδο της μεταμοντέρνας νεωτερικότητας όπου το εξωφρενικό ανακάτεμα δεν αποτελεί σουρεαλιστική πρωτοπορία αλλά μόδα της καθημερινότητας. Και, δεύτερον, οι «σερβιτόροι» κάπως πρέπει να συγκρατήσουν τον εθνικιστικό ή εθνικοσοσιαλιστικό φερετζέ για να μην καρφωθούν και, ταυτόχρονα, να συνδέσουν τον εθνικιστικό χώρο με τα σύμβολα και τις επιταγές της Δεξιάς.

Αγωνίζονται τα δεξιά μαγειριά, τους το αναγνωρίζουμε, κλέβοντας και συρράπτοντας μεμονωμένα αποσπάσματα της ιστορικής πορείας του Χίτλερ και του Βενιζέλου, ατάκες του Νίτσε χωρίς τα συμφραζόμενά τους, αποσπασματικές ερμηνείες του Σμιτ και άλλα σχετικά που, ανακατεύοντάς τα, προσπαθούν να συνδυάσουν στο πολιτικό τους menu. Δεν υπολόγισαν, όμως, ότι υπάρχουν ακόμη εθνικιστές με συγκροτημένο σκεπτικό (σκεπτικό και όχι σκεπτικισμό είναι η σωστή λέξη για την περιγραφή αυτής της έννοιας Τέλη), ικανοί να κατανοήσουν το όλο υπόβαθρο και να πετάξουν στα σκουπίδια τα κακοφτιαγμένα menu της άκρας Δεξιάς. Για τις περισσότερες ιστορικές προσωπικότητες που έχουν δεχτεί τα βέλη της χυδαιότητας των «σερβιτόρων», και κυρίως για τον Δραγούμη, έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις. Μάλλον πρέπει να δοθούν και για τις υπόλοιπες προσωπικότητες. Ας δούμε, λοιπόν, μια απάντηση,  σχετική με τον ιστορικό ρόλο του Ιωάννη Μεταξά στον ΑΠΠ, με αφορμή την επέτειο των Νοεμβριανών του 1916.

Μια από τις ανοησίες που εξακοντίζουν κατά της ιστορικής κληρονομιάς του Μεταξά οι «σερβιτόροι» έχει διχαλωτή κατάληξη. Από την μια τον παρουσιάζουν ως Γερμανοτσολιά και Βουλγαρόφιλο, που υποτίθεται ότι παρέδωσε το οχυρό Ρούπελ στους Βούλγαρους κατά την διάρκεια του Εθνικού Διχασμού (σε αντιδιαστολή, εκθειάζουν τις επιλογές του Βενιζέλου εκείνης της περιόδου), και από την άλλη τον θέλουν να ήταν πιόνι των Άγγλων και ακραιφνής αντι-Γερμανός στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάπως αντιφατικά αυτά τα δύο, δεν νομίζετε; Ας δούμε λίγο καλύτερα το πρώτο σκέλος του θέματος. Για να εξετάσουμε την στάση του Μεταξά κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε πώς ξεκίνησε η αντιπαράθεση.


Τον Νοέμβριο του 1914 δυνάμεις της Αντάντ βομβάρδισαν την Καλλίπολη, ξεκινώντας μια μακρά στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψή της. Δεν πραγματοποίησαν άμεσα απόβαση, με αποτέλεσμα ο οθωμανικός στρατός, υπό καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών, να οργανώσει αποτελεσματικά την άμυνα της περιοχής. Τον Φεβρουάριο του 1915, όταν άρχισαν οι αγγλογαλλικές ναυτικές επιχειρήσεις για την εκπόρθηση των Δαρδανελλίων, ο Βενιζέλος προσπάθησε να πείσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο να δεχτεί την συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία των δυτικών δυνάμεων.

Ο Βενιζέλος συμφωνούσε με τις προφορικές προτάσεις των δυτικών προς την Ελλάδα αλλά έθετε ως προϋπόθεση να έπαιρνε και η Βουλγαρία το μέρος τους. Ήταν, μάλιστα, διατεθειμένος να παραχωρήσει πρόσφατα απελευθερωμένες απ’ τους Βαλκανικούς Πόλεμους ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας στους Βούλγαρους, αρκεί οι Άγγλοι να παραχωρούσαν στην Ελλάδα εδάφη της Μικράς Ασίας και την Κύπρο.[1] Προφανώς, αυτό είναι κάτι που οι «σερβιτόροι» αποφεύγουν να αναφέρουν. Ο Βενιζέλος, που ήταν πρόθυμος να δώσει στους Βούλγαρους ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας (για λόγους που δεν έχει νόημα να συζητηθούν περαιτέρω), ήταν εκφραστής των εθνικών πόθων, σύμφωνα με τους «χιτλερικούς, σορελικούς και λοιπούς σερβιτόρους» της Δεξιάς. Ας προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω.

Ο Βενιζέλος συζήτησε το ενδεχόμενο της ελληνικής συμβολής στην στρατιωτική επιχείρηση της Καλλίπολης με τον Άγγλο πρεσβευτή, στις 15 Φεβρουαρίου 1915. Δυο μέρες αργότερα επισκέφθηκε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ και προσπάθησε να τον πείσει για την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου σχεδίου. Ο Κωνσταντίνος έδειξε, καταρχάς, να συμφωνεί. Όμως σύντομα άρχισε να παλινωδεί. Ο Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941), αντισυνταγματάρχης εκείνη την περίοδο και επικεφαλής του Επιτελείου, υπέβαλε την παραίτησή του, υποστηρίζοντας ότι η εκστρατεία θα ήταν παρακινδυνευμένη και ίσως προκαλούσε επίθεση της Βουλγαρίας στην Ελλάδα.[2] Το επιχείρημα του Μεταξά ήταν εύλογο και δικαιώθηκε στην συνέχεια.

Ο Βενιζέλος ζήτησε την σύγκλιση του Συμβουλίου του Στέμματος. Το Συμβούλιο πραγματοποιήθηκε την 18η Φεβρουαρίου του 1915 και ο Βενιζέλος έδειξε να κρατά μια διαλλακτική στάση. Κατέθεσε την πρόταση συμμετοχής του ελληνικού στρατού στην μάχη της Καλλίπολης αλλά δήλωσε έτοιμος να παραιτηθεί από πρωθυπουργός και να στηρίξει μια διάδοχη κυβέρνηση που θα ακολουθούσε γραμμή ουδετερότητας, αρκεί η Γερμανία να έδινε ικανοποιητικές εγγυήσεις. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1915, έγινε και δεύτερο Συμβούλιο του Στέμματος. Σε αυτό ο Βενιζέλος αιφνιδίασε τους άλλους συμμετέχοντες, άλλαξε απροσδόκητα στάση και δήλωσε άρνηση να στηρίξει διάδοχη κυβέρνηση, πραγματοποιώντας έναν έμμεσο πολιτικό εκβιασμό. Με αυτό τον εκβιασμό έπεισε το Συμβούλιο. Όμως ο Κωνσταντίνος, μάλλον έπειτα από συμβολές του Μεταξά και του Γεωργίου Στρέιτ (1868-1948),[3] απέρριψε τελικά την απόφαση του Συμβουλίου.[4] Η επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν μέσα στα συνταγματικά καθήκοντα του θεσμικού του ρόλου.

Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε και ο Κωνσταντίνος, με μια επιστολή γραμμένη σε φιλικό ύφος, ζήτησε από τον Βενιζέλο να στηρίξει με τους βουλευτές του κόμματός του μια κυβέρνηση του μετριοπαθούς φιλομοναρχικού πολιτικού Αλέξανδρου Ζαΐμη, που θα ακολουθούσε την γραμμή στην οποία ο Βενιζέλος είχε συμφωνήσει στο πρώτο Συμβούλιο. Ο Βενιζέλος απάντησε με δυσανάλογα έντονο ύφος, θορυβώντας τον πολιτικό κόσμο. Το παλάτι σήκωσε το γάντι. Από εκείνη την ημέρα ο Γούναρης τέθηκε επικεφαλής της πολιτικής παράταξης των αντιβενιζελικών. Την 21η Φεβρουαρίου 1915 η διαφωνία ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο, για την συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στην εκστρατεία της Καλλίπολης, πυροδότησε μια αλυσίδα διαδοχικών γεγονότων που σφράγισαν την μοίρα της χώρας. Ο Εθνικός Διχασμός είχε αρχίσει.

Στο πεδίο των στρατιωτικών συγκρούσεων, κατά τους επόμενους μήνες, η επιχείρηση των δυτικών στην Καλλίπολη απέτυχε. Μετά από πολύνεκρες μάχες τα στρατεύματά τους αποσύρθηκαν από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι προσκείμενοι στο παλάτι υπενθύμισαν στον Βενιζέλο ότι η αφορμή της έναρξης του Εθνικού Διχασμού ήταν μια λάθος επιλογή του. Ο Βενιζέλος απάντησε ότι αν είχε πραγματοποιηθεί νωρίς η ελληνική απόβαση οι Οθωμανοί ίσως να μην είχαν ενισχύσει αποτελεσματικά τις οχυρώσεις τους. Δεν απάντησε, όμως, ποιος στρατός θα προστάτευε την βόρεια Ελλάδα από μια ενδεχόμενη επίθεση της Βουλγαρίας, όταν ο ελληνικός στρατός θα πολιορκούσε -για λογαριασμό των Άγγλων- την Καλλίπολη. Στις 31 Μαΐου του 1915 πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές. Ο Βενιζέλος νίκησε και έγινε ξανά πρωθυπουργός, με το κόμμα του να καταλαμβάνει 186 έδρες. Αλλά φαντάζει παράταιρο να επικαλούνται την νίκη σε εκλογές οι δηλωμένοι «αντιδημοκράτες» του «χώρου» σήμερα. Όμως, τα παράδοξα δεν σταματούν εδώ.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1915 ο Βενιζέλος, χωρίς να ενημερώσει τον Κωνσταντίνο, συνεννοήθηκε με την Αντάντ ώστε να περάσουν στρατεύματά της μέσα από την Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ενισχύσουν την Σερβία ενάντια στους Αυστριακούς!! Στην ουσία παρέδωσε την βόρεια Ελλάδα σε ξένα στρατεύματα και έκανε την χώρα εμπλεκόμενη εμμέσως στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς να έχει τέτοια εντολή ούτε από το εκλογικό σώμα ούτε από άλλον θεσμό. Και πάλι φαίνεται παράξενο να αποσιωπάται αυτή η επιλογή του Βενιζέλου από τους «σερβιτόρους» της Δεξιάς, που κάνουν λόγο για τον «Βουλγαροτσολιά» Μεταξά. Στις 10 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος επέβαλε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα.[5] Άλλη μια κλιμάκωση της έντασης με προσωπική του πρωτοβουλία.

Ο Βενιζέλος αντιμετωπιζόταν έκτοτε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως πράκτορας των δυτικών και ως προδότης της Ελλάδας. Ο Richter σημειώνει τα εξής.

«Η αυθαίρετη πρόσκληση των Συμμάχων από τον Βενιζέλο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και επέφερε όλες τις μετέπειτα δυσμενείς για την Ελλάδα εξελίξεις κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο η Αντάντ δεν είχε προβεί σε κάτι περισσότερο από διαβήματα διαμαρτυρίας […] για τη στάση ουδετερότητας που τηρούσε ο Κωνσταντίνος. Όμως, χάρη στην παρουσία των στρατευμάτων τους, οι Σύμμαχοι θα ήταν σε θέση να έχουν ενεργό ανάμειξη στον πολιτικό βίο της Ελλάδας […] η Ελλάδα κατέστη ουσιαστικά μια κατεχόμενη χώρα».[6]

Το ξεκίνημα της απροκάλυπτης αντιπαράθεσης με το παλάτι οδήγησε τον Βενιζέλο σε νέα παραίτηση από την πρωθυπουργία. Το κόμμα των Φιλελευθέρων στήριξε, τον Σεπτέμβριο 1915, προσωρινά, με την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, μια κυβέρνηση με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη πρωθυπουργό. Η Βουλγαρία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας (ο Μεταξάς για μια ακόμη φορά είχε δίκιο). Οι Άγγλοι πρότειναν, με προφορική συμφωνία, στον Ζαΐμη να κηρύξει τον πόλεμο η Ελλάδα στην Βουλγαρία με αντάλλαγμα την Κύπρο, την δυτική Θράκη και εδάφη της Μικράς Ασίας. Ο Ζαΐμης άρχισε να διαπραγματεύεται μαζί τους μια γραπτή συμφωνία. Τότε δέχτηκε τα πυρά του Βενιζέλου, ο οποίος απαιτούσε να κινηθεί πιο γρήγορα ο Ζαΐμης και να βάλει την χώρα στον πόλεμο χωρίς συμφωνία. Ο Ζαΐμης παραιτήθηκε. Ωστόσο, ως μετριοπαθής πολιτικός, συμφώνησε με τον Βενιζέλο ότι δεν έπρεπε να διαλυθεί ξανά η Βουλή και να προκηρυχθούν νέες εκλογές. Κάτι τέτοιο θα απειλούσε άμεσα την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος της χώρας.  Πράγμα που δεν έκανε ο επόμενος πρωθυπουργός, Στέφανος Σκουλούδης (1838-1928). Ο Σκουλούδης, ένας τρικουπικός πολιτικός, διέλυσε την Βουλή και προκήρυξε νέες εκλογές για την 6η Δεκεμβρίου. Ο Βενιζέλος κατήγγειλε το παλάτι και τον πρωθυπουργό του ότι μετέτρεπαν τον κοινοβουλευτισμό σε κωμωδία. Η απόφαση του Βενιζέλου ήταν να απέχει το κόμμα του από τις επερχόμενες εκλογές. Υποσχέθηκε, μάλιστα, στους υποστηρικτές του μελλοντική δυνητική εξέγερση για την υπεράσπιση εκείνου που ο ίδιος θεωρούσε ορθό τρόπο λειτουργίας του Συντάγματος.[7]

Η Γερμανία αξίωνε από την Ελλάδα να αφοπλίσει τα στρατιωτικά τμήματα των δυτικών που είχαν εισέλθει στο έδαφός της, επικαλούμενη της σύμβαση της Χάγης του 1907. Ειδάλλως, απειλούσε να εισβάλει στην Ελλάδα. Από την άλλη, η Αγγλία και η Γαλλία απαιτούσαν από την Ελλάδα να μην εφαρμοστεί η σύμβαση της Χάγης και να παραδώσει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα στρατεύματά τους, με αντάλλαγμα καταβολή αποζημίωσης για τις ζημιές που θα προκαλούσε ο συμμαχικός στρατός στην Μακεδονία.[8] Ο Σκουλούδης, αυτός που σύμφωνα με τα «γκαρσόνια» ήταν πιόνι της Γερμανίας και των Βουλγάρων, υποχώρησε στις απαιτήσεις των Αγγλογάλλων. Τους παραχώρησε και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για στρατιωτικούς σκοπούς. Όμως, ο Κωνσταντίνος εξασφάλισε την συμφωνία του Γερμανού Κάιζερ ότι αν ο γερμανικός στρατός έκανε επίθεση για να καταδιώξει τους δυτικούς και τους Σέρβους σε ελληνικά εδάφη, θα σέβονταν την εδαφική κυριαρχία και θα παραχωρούσε το Μοναστήρι στην Ελλάδα, μετά το τέλος του πολέμου.[9] 

Τον Ιανουάριο του 1916 η Αντάντ κατέλαβε και την Κέρκυρα. Το βαλκανικό της μέτωπο είχε καταρρεύσει και οι Γερμανοί με τους συμμάχους τους προέλαυναν νότια. Άλλη μια εκστρατεία που είχε υποστηρίξει ο Βενιζέλος είχε αποτύχει. Οι μοναρχικοί κύκλοι άρχισαν να αισθάνονται δικαιωμένοι και ο Σκουλούδης αρνήθηκε να βοηθήσει τον ανασυγκροτημένο στρατό της Σερβίας να μεταβεί από την Κέρκυρα στην Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, ωστόσο, ήταν υπό την κατοχή της Αντάντ και ο σερβικός στρατός έφτασε εκεί με συμμαχικά πλοία.


Στις 5 Μαρτίου ο Ίων Δραγούμης έγραψε στο περιοδικό Πολιτική Επιθεώρησις το άρθρο «Ξενομανία ή λεβαντινισμός». Σε αυτό το άρθρο ο Δραγούμης επανέλαβε τον προβληματισμό του για τα συμπτώματα πρόσδεσης του ελληνικού πολιτικού κόσμου στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τρόπους που θεωρούσε ότι υπονόμευαν την εθνική ανεξαρτησία. Προσπαθώντας να αναζητήσει τους λόγους αυτών των επιλογών ο Δραγούμης κατέληξε, όντας σε απόγνωση, στον αυτοσαρκασμό και το μαύρο χιούμορ.

«Παράδοξον φαινόμενον παρουσιάζει η Ελληνική κοινωνία κατά την φάσιν ταύτην του πολιτικού της βίου, την παραίτησιν από κάθε αυθυπαρξίαν. Αρκεί να εκδηλωθούν ξενικοί στοχασμοί και αλλοδαπά συμφέροντα δια να χάνεται εκ του μέσου η Ελληνική υπόστασις, να εξαφανίζεται κάθε συνείδησις, να λησμονήται το ιδικόν μας ομαδικόν συμφέρον.

[…]

Έαν αίφνης εσηκόνετο ο Διογένης από τον μακάριον ύπνον του και ευρίσκετο εις τας σημερινάς Αθήνας […] θα έβλεπε τους φραγκοφορεμένους ανθρώπους και φραγκοφέρνοντας, και από τα λόγια των δεν θα ημπορούσε να αναγνωρίση αν η πόλις κατοικείται από Έλληνας ή από Άγγλους, Γάλλους ή Γερμανούς, και αν κείται εις την Ελλάδα ή εις την Νότιον Αδρικήν. Θα διηγκώνιζε καθημερινώς όλων των φυλών των εμπολέμων ανθρώπους, και θα κατεχώριζεν εις τας εφημερίδας αγγελίαν με τας λέξεις· «Ζητείται Έλλην».[10]

Μετά από αυτές τις εξελίξεις η Γερμανία ανησυχούσε για επιθετικές κινήσεις των στρατευμάτων της Αντάντ στην Μακεδονία και ζήτησε αντάλλαγμα. Ο Σκουλούδης υποχώρησε. Με αποτέλεσμα, στις 13 Μαΐου του 1916, να παραχωρήσει στον βουλγαρικό στρατό και σε ένα μικρό γερμανικό στρατιωτικό σώμα μια έκταση γης της Μακεδονίας προς στρατιωτική προσωρινή χρήση,[11] εντός της οποίας περιλαμβανόταν και το οχυρό Ρούπελ.[12] Ο Μεταξάς θεωρούσε ότι οι Αγγλογάλοι και ο Βενιζέλος, τον Μάιο του 1916, οργάνωσαν ως τέχνασμα την στρατιωτική κατάληψη από την Αντάντ εδαφών της Μακεδονίας που απείχαν εβδομήντα χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη και μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από τα ελληνικά σύνορα, όπου βρισκόταν η γερμανική εμπροσθοφυλακή. Οι Γερμανοί υπέθεσαν ότι θα ακολουθούσε επίθεση εναντίον τους, με αποτέλεσμα να απαιτήσουν την παράδοση του Ρούπελ. Το συμπέρασμα του Μεταξά ήταν ότι ο στρατός της Αντάντ που βρισκόταν στην Μακεδονία αδυνατούσε να πραγματοποιήσει μια επίθεση με αξιώσεις εκείνη την περίοδο, λόγω έλλειψης των στοιχειωδών στρατιωτικών προϋποθέσεων. Ωστόσο, καταλάμβανε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της ελληνικής επικράτειας προκειμένου να παρασύρει τους Γερμανούς σε μια επίθεση εναντίον της Ελλάδας, η οποία θα ανάγκαζε την χώρα να βγει στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ.[13] Το αν είχε δίκιο ή όχι μπορούμε να το κρίνουμε άπαντες. Αυτή ήταν η στάση του Μεταξά στο θέμα της παραχώρησης του Ρούπελ, που οι ακροδεξιοί «σερβιτόροι» του «χώρου» παρουσιάζουν σήμερα ως «προδοσία» και παράδοση της ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους. 

Ως απάντηση η Αντάντ κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην Θεσσαλονίκη και επιβολή μερικού ναυτικού αποκλεισμού στον Πειραιά. Η μισή Ελλάδα τέθηκε απροκάλυπτα υπό την δυτική στρατιωτική κατοχή. Η παρέμβαση της Αντάντ υποστηρίχθηκε από τους βενιζελικούς!! Στις 8 Ιουνίου 1916 η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία αξίωσαν από τον Κωνσταντίνο την άμεση γενική αποστράτευση, υπό την πρόφαση μιας ενδεχόμενης επίθεσης του ελληνικού στρατού στα νώτα των στρατευμάτων της Αντάντ. Αξίωσαν, επίσης, την αντικατάσταση της κυβέρνησης Σκουλούδη από υπηρεσιακή κυβέρνηση, την διάλυση της Βουλής, την διενέργεια νέων εκλογών και την αντικατάσταση αξιωματικών της Αστυνομίας. Οι τρεις χώρες επικαλέστηκαν τα δικαιώματα επέμβασης στα εσωτερικά της ελληνικής πολιτικής ζωής που διατηρούσαν ως «Προστάτιδες Δυνάμεις» από την ίδρυση του ελληνικού κράτους!![14] Αυτές τις πρωτοβουλίες στήριξαν τότε οι Βενιζελικοί και δικαιώνουν σήμερα οι «χιτλερικοί σερβιτόροι». Ο Σκουλούδης αντικαταστάθηκε από τον Ζαΐμη, ο οποίος δέχτηκε όλες τις αξιώσεις της Αντάντ. Ο Βενιζέλος έστειλε συγχαρητήρια στον Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν (1862-1932). Έδωσε έτσι την ευκαιρία στους αντιπάλους του να δικαιολογήσουν με πειστικότητα τα επιχειρήματά τους που τον παρουσίαζαν ως πράκτορα των δυτικών δυνάμεων.[15]

Η γενική αποστράτευση ώθησε μεγάλους αριθμούς αποστρατευμένων Ελλήνων να οργανωθούν σε Συνδέσμους Επιστράτων και να αποτελέσουν το πρώτο μαζικό οργανωμένο πολιτικό κίνημα στην Ελλάδα. Την 14η Αυγούστου ο Βενιζέλος διοργάνωσε μεγάλη συγκέντρωση στην οδό Πανεπιστημίου. Μπροστά στους υποστηρικτές του κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο ως θιασώτη της γερμανικής αυταρχικής ιδεολογίας και παρουσίασε τον εαυτό του ως εγγυητή της δημοκρατίας (ταιριαστή η ιδεολογία του με τους «χιτλερικούς», έτσι;). Υπήρξε άμεση απάντηση με συλλαλητήρια των υποστηρικτών του Κωνσταντίνου.

Την 17η Αυγούστου εκδηλώθηκε στην Θεσσαλονίκη το κίνημα της «Εθνικής Άμυνας» από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπό την προστασία των Γάλλου διοικητή Σαράιγ.[16] Τα περισσότερα κείμενα της σχετικής βιβλιογραφίας υιοθετούν την θέση ότι ο Βενιζέλος δεν εμπλεκόταν αρχικά στο κίνημα. Αντιθέτως ο Richter υποστηρίζει, μάλλον πειστικά, ότι ο Βενιζέλος με τους Γάλλους οργάνωναν την συνωμοσία ήδη από την άνοιξη του 1916.[17] Την 19η Αυγούστου ο γαλλικός στόλος κατέλαβε τον Πειραιά, το ταχυδρομείο, τον ασύρματο και το τηλεγραφείο.

Στις 3 Σεπτεμβρίου ανέλαβε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Καλογερόπουλος (1851- 1927). Ήταν μια φιλική προς τους δυτικούς επιλογή. Όμως, οι δυνάμεις της Αντάντ είχαν αποφασίσει να συνεργαστούν μόνο με τον Βενιζέλο. Έτσι, ανάγκασαν τον Καλογερόπουλο να παραδώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1916 πρωθυπουργός ορκίστηκε ο Σπυρίδωνας Λάμπρου (1851- 1919). Ήταν καλλιεργημένος ακαδημαϊκός και δεν έδειχνε διάθεση να υποχωρήσει σε βαθμό που θα ικανοποιούσε τις εξευτελιστικές απαιτήσεις των δυτικών. Στο μεταξύ, στις 13 Σεπτεμβρίου, ο Βενιζέλος είχε μεταβεί με γαλλική συνοδεία στα Χανιά, όπου συγκρότησε την λεγόμενη «Προσωρινή Κυβέρνηση». Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος εγκατέστησε την «Προσωρινή Κυβέρνηση» στην κατεχόμενη από τους Γάλλους Θεσσαλονίκη.[18] Η Ελλάδα είχε χωριστεί πλέον σε δύο κράτη.

Οι Επίστρατοι ήταν στρατιώτες που αποστρατεύτηκαν μετά από την γενική επιστράτευση που είχε επιβάλει ο Βενιζέλος το φθινόπωρο του 1915. Οι Επίστρατοι είχαν περίπου 200.000 μέλη και συγκρότησαν την πρώτη μαζική οργάνωση στην Ελλάδα. Επικεφαλής σύνδεσμος των Επιστράτων ήταν ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εφέδρων. Οι Επίστρατοι έθεταν ως κύριο αίτημα την άρνηση των στρατιωτών να συμμετάσχουν σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ξένων δυνάμεων και, συνεπώς, την αντίθεση στην πολιτική του Βενιζέλου. Κατά τα άλλα, οι ιδεολογικές τους αναφορές ήταν προσανατολισμένες προς τον αντιδιαφωτιστικό ρομαντικό εθνικισμό ενώ στήριζαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο.[19] Η γενίκευση των επεισοδίων κατά τον Αύγουστο του 1916 έδωσε την πρόφαση στην Αντάντ να απαιτήσει την ματαίωση των εκλογών που θα πραγματοποιούνταν τον Σεπτέμβριο του 1916, καθώς και την διάλυση των Επιστράτων. Τυπικά οι Επίστρατοι διαλύθηκαν αλλά στην ουσία παρέμειναν ενεργοί σε μια κατάσταση οργανωτικής αυτονομίας.


Τον Νοέμβριο του 1916 ο ναύαρχος Φουρνέ (1856 1940) αξίωσε την παράδοση του οπλισμού που διέθετε ο ελληνικός στρατός της κυβέρνησης των Αθηνών. Τα συμβούλια του Στέμματος που πραγματοποιήθηκαν στις 7 και στις 15 Νοεμβρίου κατέληξαν στην απόρριψη του γαλλικού αιτήματος. Ως απάντηση της Αντάντ, στις 18 Νοεμβρίου, αγήματα Γάλλων, Άγγλων και Ιταλών επιχείρησαν να καταλάβουν σημεία των Αθηνών ενώ το γαλλικό ναυτικό βομβάρδισε ελαφρά την Αθήνα. Σώματα του ελληνικού στρατού, υποστηριζόμενα από σχηματισμούς Επιστράτων, τα αντιμετώπισαν στο Ρουφ, στην γέφυρα του Πουλόπουλου στα Πετράλωνα, στο Ζάππειο και στου Φιλοπάππου. Το τέλος της μάχης βρήκε μετά από δυο μέρες τους στρατιώτες της Αντάντ ηττημένους. Μετά την ελληνική νίκη έλαβε χώρα μια έκρηξη μίσους κατά των υποστηρικτών του Βενιζέλου στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του κράτους των Αθηνών. Ξέσπασαν ταραχές και οι Επίστρατοι επιδόθηκαν σε βιαιοπραγίες κατά πολιτικών τους αντιπάλων. Τα γεγονότα αυτά ονομάστηκαν «Νοεμβριανά».

Μπορεί το παλάτι να αντιμετώπισε με φόβο τις συνέπειες των «Νοεμβριανών», αδυνατώντας να επενδύσει πολιτικά στο επίτευγμά τους. Ωστόσο, έστω και για τυπικά συμβολικούς λόγους, ήταν η μοναδική φορά στην νεότερη ιστορία μας που ο ελληνικός στρατός και η λαϊκή πολιτοφυλακή των Επιστράτων στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του δυτικού ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Αφήνοντας στην μνήμη των νεορομαντικών την ιστορική κληρονομιά της δικής μας 17ης Νοεμβρίου.



[1] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Εθνικός διχασμός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 40. [2] Το 1914 ο Μεταξάς είχε εισηγηθεί ένα παρόμοιο σχέδιο εκπόρθησης των Δαρδανελλίων, το οποίο προβλεπόταν να φέρει σε πέρας ο ελληνικός στρατός χωρίς καμία υποστήριξη συμμάχου χώρας αλλά με την προϋπόθεση ότι θα είχε εξασφαλιστεί ή μη επίθεση της Βουλγαρίας στην Ελλάδα. [3] Φιλικός προς την Γερμανία πολιτικός, νομικός επιστήμονας και φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου, που  διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως σύμβουλός του στα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού. [4] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Εθνικός Διχασμός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 49. [5] Υπάρχει μεγάλο παρασκήνιο πίσω από την επιστράτευση. Η επιστράτευση αποτέλεσε απάντηση του ελληνικού παράγοντα στην πληροφόρηση ότι η Βουλγαρία θα πραγματοποιούσε δική της επιστράτευση με σκοπό να επιτεθεί στην Σερβία. Μολονότι στην συνάντηση της 10ης Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος διαφώνησαν για την έκβαση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και για το ποια θα έπρεπε να είναι η ελληνική στάση, συμφώνησαν ότι έπρεπε να γίνει επιστράτευση. Ο Βενιζέλος δήλωσε αρχικά την παραίτησή του. Όμως ο Κωνσταντίνος τον μετέπεισε με το επιχείρημα ότι εφόσον συμφωνούσαν στην επιστράτευση ο Βενιζέλος έπρεπε να προχωρήσει και αν τελικά η Βουλγαρία δεν πραγματοποιούσε επίθεση στην Σερβία δεν θα είχαν κανέναν λόγο να διαφωνήσουν σε άλλα θέματα. Για το παρασκήνιο της επιστράτευσης Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920. Ιστορική Μελέτη, τόμος δεύτερος, Τύποις Πυρσού Α.Ε., Αθήναι 1931, σελ. 17-24. [6] Heinz A. Richter, Ελλάδα 1915-1917 μέσα από τα ρωσικά αρχεία, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2018, σελ. 25. [7] «[…] ο Βενιζέλος […] ως πιστός οπαδός της γνήσιας μορφής του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβερνήσεως δεν αρνήθηκε στον βασιλιά ούτε το συνταγματικό αλλά ούτε και το πολιτικό δικαίωμά του να διαφωνήσει τον Φεβρουάριο του 1915 […]. Ο παραιτηθείς πρωθυπουργός δεν καταδίκαζε ως αντισυνταγματική την καθαυτή ενέργεια του βασιλιά να προβεί εκ νέου σε παραίτηση κυβερνήσεως που απολάμβανε της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου, αλλά το γεγονός ότι αμφισβητούσε ευθέως την πολιτική του κόμματός του, που είχε κερδίσει μόλις πριν από τέσσερις μήνες πανηγυρικώς τις εκλογές». Νικόλαος Τσίρος, Κράτος, εξουσία, κοινοβουλευτικό σύστημα σε κρίση κατά την περίοδο 1914-1920. Ο Ελευθέριος βενιζέλος και η λειτουργία του πολιτεύματος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013, σελ. 171. [8] Θεόδωρος Σαμπατακάκης, «Ο διχασμός, το κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο», ΒΑΣ. ΚΑΡΔΑΣΗΣ-ΑΡΤ. ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΚΟΣ (επμλ), Εθνικός Διχασμός. Ο Κωνσταντίνος, ο Βενιζέλος και το «Ανάθεμα», 1916-1917, Ε Ιστορικά Νοέμβριος 2009, σελ. 18. [9] Ο.π. [10] Ίων Δραγούμης, «Ξενομανία ή λεβαντινισμός», Άπαντα Ίωνος Δραγούμη, Αρθρογραφία 1903-1920, Εκδόσεις Έκτωρ, Αθήνα 2021, σελ. 203-204. [11] Ασφαλώς, δεν  είναι ιστορικά ακριβές ότι παραχώρησε ο Ιωάννης Μεταξάς την Ανατολική Μακεδονία στον βουλγαρικό στρατό, όπως έγραψε ο Βλάσης Αγτζίδης. Βλάσης Αγτζίδης, «Ο Ίων Δραγούμης και οι νεοελληνικές αντινομίες», δείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.anixneuseis.gr/%ce%bf-%ce%af%cf%89%ce%bd-%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%bf%cf%8d%ce%bc%ce%b7%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bf%ce%b9 %ce%bd%ce%b5%ce%bf%ce%b5%ce%bb%ce%bb%ce%b7%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b1/ [12] Το συγκεκριμένο γεγονός υπήρξε για χρόνια λόγος αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Βενιζέλο και τους αντιπάλους του. Ο Βενιζέλος παραδεχόταν ότι ο Σκουλούδης δεν είχε πρόθεση να ζημιώσει την Ελλάδα αλλά τον θεωρούσε περισσότερο υπεύθυνο από τον Κωνσταντίνο για την παράδοση του Ρούπελ. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι ο Κωνσταντίνος είχε χάσει τον έλεγχο των κυβερνητικών δομών που είχε εγκαθιδρύσει και ότι ο Σκουλούδης με ορισμένους συνεργάτες του συνεννοήθηκαν απευθείας με τους Γερμανούς, δίχως καν να κρατούν τον βασιλιά λεπτομερώς ενήμερο. Ελευθερίου Βενιζέλου, «Η παράδοσις του Ρούπελ αποτελεί χρεωκοπίαν της βασιλικής πολιτικής», το 26ον άρθρο του Ελ. Βενιζέλου- 15 Νοεμβρίου 1934, Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού κατά την αρθρογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιωάννου Μεταξά, δευτέρα έκδοσις, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 238-239.  [13]. Ιωάννου Μεταξά, «Μία παγίς των Συμμάχων δια να εμπλακή η Ελλάς», το 28ον άρθρον του Ιω. Μεταξά 19η Νοεμβρίου 1943, ο.π., σελ. 256-260. [14] Ο Richter σημειώνει σωστά ότι στις τρεις συνθήκες που γίνεται λόγος για προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδας (1830 από την οποία προέκυψε το ελληνικό κράτος, 1832 και 1863) υπάρχει εγγύηση για την ύπαρξη μοναρχικού και ανεξάρτητου κράτους. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι προστάτιδες δυνάμεις είχαν το δικαίωμα να αναμειγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Heinz. A. Richter, Ελλάδα 1915-1917, μέσα από τα ρωσικά αρχεία, μτφ. Βαγγέλης Στεργιόπουλος, Εκδόσεις Γκοβόστη Αθήνα 2018, σελ. 122. Το ίδιο επιχείρημα εξέφρασε και ο G. F. Abbotte. G. F. Abbotte, Greece and the Allies, 1914-1922, CHAPTER XVIII, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.gutenberg.org/cache/epub/22677/pg22677-images.html [15] Ο Στράτος Δορδανάς έχει γράψει την σχετική έρευνα για το δίκτυο της γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα και την χρηματοδότησή του κατά την διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Richter, από την άλλη, παραθέτει πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Βενιζέλος λάμβανε οικονομική υποστήριξη από την Γαλλία, μέσω του επιχειρηματία οπλικών συστημάτων Basil Zaharof (1849-1936). Ο.π., σελ. 37. [16] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, 1915. Εθνικός Δχασμός, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ 90[17] Heinz A. Richter, Ελλάδα 1915-1917 μέσα από τα ρωσικά αρχεία, μτφ. Βαγγέλης Στεργιόπουλος, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2016, σελ. 69. [18] Έπειτα από επαφές με τον αγγλικό και τον γαλλικό παράγοντα, και μολονότι ορισμένοι υποστηρικτές του έκαναν λόγο για αβασίλευτη δημοκρατία, ο Βενιζέλος διακήρυττε σταθερά ότι δεν ήθελε να προσδώσει αντιδυναστικό περιεχόμενο στην ενέργειά του. Ο Βενιζέλος στρεφόταν κατά του Κωνσταντίνου και όχι συνολικά κατά του στέμματος. Στο Νικόλαος Τσίρος, Κράτος, εξουσία, κοινοβουλευτικό σύστημα σε κρίση κατά την περίοδο 1914-1920. Ο Ελευθέριος βενιζέλος και η λειτουργία του πολιτεύματος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013, σελ. 243.   [19] Γιώργος Θ., Μαυρογορδάτος, Εθνικός Διχασμός και Μαζική οργάνωση. 1. Οι Επίστρατοι του 1916, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996 και Γιώργος Θ., Μαυρογορδάτος, 1915. Ο Εθνικός Διχασμός, δωδέκατη εκτύπωση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 85.

                        Ραδιοφωνική Επιστροφή με podcasts της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ

 

Επτά χρόνια μετά την τελευταία ραδιοφωνική εκπομπή του Σταμάτη, οι φωνές των μελών της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας θα ακουστούν ξανά. Μέσα από τα διαδικτυακά podcasts που ετοιμάζουμε. Ακούστε το πρώτο και εισαγωγικό podcast που ακολουθεί και μείνετε συντονισμένοι.


                                                                                              ΠΑΡΟΝΤΕΣ!

Το 2013 ήταν μια χρονιά που πρέπει να γραφτεί στις μαύρες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Όλα όσα πετύχαινε μέχρι εκείνο το χρονικό διάστημα το κίνημα των Αγανακτισμένων, το οποίο είχε γεννηθεί πριν δυο χρόνια (και δεν ήταν λίγα: άρση του εμφυλιοπολεμικού συμπλέγματος και σύμπνοια συντηρητικών-εθνικιστικών και αριστερών πολιτικών σχηματισμών σε ένα αντιμνημονιακό μέτωπο, στιγματισμός των πολιτικών απατεώνων της μεταπολίτευσης μέσω της πρόκρισης αιτημάτων για ηθική κάθαρση στην πολιτική, απενοχοποίηση του εθνικισμού και άλλα) μαχαιρώθηκαν στο Κερατσίνι και πυροβολήθηκαν στο Νέο Ηράκλειο.

Οι δολοφονίες των Παύλου Φύσσα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, και των Γιώργου Φοντούλη-Μάνου Καπελώνη (συν, ο παρ’ ολίγον θανάσιμος τραυματισμός του Αλέξανδρου Γέροντα), την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ήταν αυτό ακριβώς που χρειάζονταν ο Αντώνης Σαμαράς και το παρακράτος του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού εκείνη την περίοδο για να διαλύσουν το αντιμνημονιακό μέτωπο που είχε σχηματιστεί στην πολιτική ζωή του τόπου με αφετηρία το κίνημα των Αγανακτισμένων. Η άτυπη συνεννόηση ανάμεσα σε αριστερούς και εθνικιστικούς σχηματισμούς στο πλαίσιο του κινήματος των Αγανακτισμένων σηματοδοτούσε την μεγαλύτερη ευκαιρία προκειμένου να ξεπεραστεί το σύνδρομο του εμφυλίου και η τομή των πολιτικών δυνάμεων βάσει του άξονα Δεξιά-κεντροδεξιά/Αριστερά-κεντροαριστερά.  

Ο πολιτικός βίος του έθνους μας έχει σχεδιαστεί από τα αμερικανικά-αγγλοσαξονικά κέντρα βάσει αυτής της τομής. Από την δεκαετία του 1940 και μέχρι σήμερα. Διεθνής παράγοντας και ελλαδική μεγαλοαστική τάξη σχεδιάζουν και εφαρμόζουν το πολιτικό πλάνο τους για την χώρας μας βασιζόμενοι σε αυτή την, βολική για τους θιασώτες του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού, τομή. Ένα πολιτικό σύστημα εγκλωβισμένο στον εύκολα διαχειρίσιμο ιδεολογικό δυισμό της τομής Αριστερά/Δεξιά (με τον εθνικισμό, τον σοσιαλισμό και άλλα ιδεολογικά σχήματα είτε εξαφανισμένα είτε σε ρόλο κομπάρσων) εγγυάται την σταθερότητα που επιθυμούν σήμερα οι φιλελεύθεροι εξουσιαστές της παγκοσμιοποίησης. Ιδίως όταν αυτό το πολιτικό σύστημα είναι θεμελιωμένο στα βιώματα ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου και των όσων ψυχροπολεμικών συνεπειών επακολούθησαν επί τρεις δεκαετίες. 


Οι Αγανακτισμένοι απετέλεσαν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τομή σε αυτή την -καταστροφική για την Ελλάδα και σχεδιασμένη από διεθνή εξουσιαστικά κέντρα- πολιτική συνέχεια. Μέσω των Αγανακτισμένων ο εθνικισμός αναδύθηκε από το πολιτικό περιθώριο στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής ζωής, σοσιαλιστικά σχήματα εκτινάχτηκαν σε εκλογική δυναμική, οι κύριες αστικές πολιτικές δυνάμεις δέχτηκαν για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία μια τόσο εύστοχη και μαζική κριτική. Και, ασφαλώς, η υπέρβαση μέσω του κινήματος των Αγανακτισμένων των εμφυλιακών συμπλεγμάτων που συνόδευαν την τομή Δεξιά/Αριστερά, σηματοδότησε την αυτονόμηση του εθνικιστικού λόγου και του εθνικιστικού χώρου από τον έλεγχο της Δεξιάς.  

Το αστικό κατεστημένο είχε απωλέσει τον ύπνο του. Η συστημική Δεξιά έχανε τον έλεγχο του επί χρόνια είλωτά της, δηλαδή του εθνικιστικού χώρου, ο οποίος αυτονομούνταν και έπαιζε πλέον ξεχωριστό ρόλο στα πολιτικά (μέσω της Χρυσής Αυγής) και κοινωνικά (μέσω αυτόνομων ομάδων ή προσώπων αλλά και μέσω κοινωνικών παρεμβάσεων της Χρυσής Αυγής) δρώμενα. Αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά επώδυνο για ένα πολιτικό σύστημα που κλονιζόταν και αναζητούσε τρόπους να επιβάλει τα εθνοκτόνα μνημόνια. Η αυτονομία της πολιτικής και κοινωνικής δράσης των εθνικιστών έπρεπε να ανακοπεί και ο εθνικιστικός χώρος να μετατραπεί ξανά σε μια ουρά της πατριδοκάπηλης, μνημονιακής Δεξιάς.

Μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί αυτός ο στόχος ήταν μια πυροδότηση έντασης στις σχέσεις ανάμεσα στους εθνικιστές και τους αριστερούς. Κάτι, όμως, που σήμερα μπορεί να φαίνεται τόσο εύκολο, τότε δεν ήταν. Γιατί οι διαφορές ανάμεσα σε εθνικιστές και αριστερούς είχαν καταλαγιάσει μέσα από τις διετείς συνεχείς κινητοποιήσεις σε κοινές διαδηλώσεις εμπρός στον κοινό αντίπαλο που ήταν τα μνημόνια. Μια νέα τομή είχε σχηματιστεί στην πολιτική ζωή. Μνημονιακές δυνάμεις εναντίον αντιμνημονιακών. Οι εθνικιστές αποτελούσαν τον δεύτερο μαζικότερο πυρήνα του αντιμνημονιακού μετώπου, μετά τους αριστερούς. Συνεπώς, ο στόχος του δεξιού παρακράτους και της κλίκας του Αντώνη Σαμαρά (Βορίδης, Λαζαρίδης, Γεωργιάδης, Κικίλιας κ.α) ήταν σαφής. Έπρεπε να επαναφέρουν το προγενέστερο μίσος ανάμεσα στους αριστερούς και τους εθνικιστές της χώρας. Εφόσον η αντιμνημονιακή σύμπνοια έβαζε στην άκρη τις παλιές διαφορές, η νέα σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικιστές και αριστερούς έπρεπε να προκληθεί από γεγονότα που θα πυροδοτούσαν εξαιρετικά μεγάλη συναισθηματική ένταση. Ένταση ικανή να διαρρήξει αυτή την σύμπνοια.

Ασφαλώς, οι εκατέρωθεν δολοφονίες ήταν κάτι που ταίριαζε γάντι στα θέλω της συστημικής Δεξιάς εκείνη την περίοδο. Ασφαλώς, θα μείνει αναπάντητο το τυχαίο(;) της αναφοράς του Μάκη Βορίδη σε επικείμενες νομικές διώξεις κατά της Χρυσής Αυγής, λίγες μόλις ώρες πριν την δολοφονία του Φύσσα. Φαίνεται πώς για κάποιον λόγο όλα τα τυχαία γεγονότα κάπως γίνεται και αποφέρουν κέρδη στους εγχώριους εκπροσώπους του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού από το 2010 και έπειτα.

Από την άλλη η αδιαμφισβήτητη αφέλεια του Νίκου Μιχαλολιάκου να επιτρέψει την συνέχιση της δράσης τοπικών όπως εκείνης της Νίκαιας, που για την έλλειψη εγκεφάλου των επικεφαλής της είχε ενημερωθεί πολάκις ο αρχηγός της ΧΑ από τους συνεργάτες του, αποτέλεσε την σπίθα στην πυριτιδαποθήκη του ελληνικού πολιτικού στερεώματος. Ο θάνατος του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 έδωσε την ευκαιρία που περίμενε το μνημονιακό πολιτικό στρατόπεδο για να μεταφέρει την συζήτηση στο βολικό πεδίο «των δύο άκρων», να σπρώξει στο περιθώριο την ασύμφορη για εκείνο δημόσια συζήτηση γύρω από τις συνέπειες των μνημονίων και να θέσει ξανά αντιμέτωπους τους εθνικιστές με τους αριστερούς. Η άθλια δολοφονία του Φύσσα έδωσε και μια ευκαιρία στον Τσίπρα να ξεκινήσει μια σταδιακή απαγκίστρωση από το αντιμνημονιακό μέτωπο και να προσεγγίσει όλο και πιο συμβατικές θέσεις (το πού οδήγησε αυτό φάνηκε δυο χρόνια αργότερα, όταν και έγινε πρωθυπουργός).

Από την στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατος του Φύσσα όσοι γνώριζαν την δυναμική που διέθετε το αντιφασιστικό περιβάλλον, καθώς και εκείνοι που αντιλαμβανόμασταν μέχρι που ήταν διατεθειμένος να φτάσει ο Αντώνης Σαμαράς για να μείνει στην πρωθυπουργία, περιμέναμε ότι το όλο θέμα θα είχε συνέχεια. Μπορεί να μην ήταν εύκολο να προβλεφθεί η έκταση της συνέχειας και τι θα επακολουθούσε. Όμως, οι σώφρονες γνώριζαν ότι το θέμα δεν θα τελείωνε με την αρχή της δικαστικής οδύσσειας του κόμματος Μιχαλολιάκου. Και, πράγματι, την αποφράδα 1η Νοεμβρίου του 2013 η ελληνική κοινωνία δέχτηκε ένα ακόμη σοκ. Οι Γιώργος Φουντούλης, Μάνος Καπελώνης και Αλέξανδρος Γέροντας δέχτηκαν πυροβολισμούς βρισκόμενοι στην είσοδο των γραφείων της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο. Οι δυο πρώτοι έχασαν τις ζωές τους, ο τρίτος, ευτυχώς, σώθηκε μετά από μακρά παραμονή στο νοσοκομείο. Μαζί με τα δυο παλικάρια είχε σκοτωθεί οριστικά και το αντιμνημονιακό μέτωπο.

Όποιος γνωρίζει το σημείο της δολοφονίας μπορεί να σκεφτεί ότι δεν ήταν καθόλου πρόσφορο για μια τέτοια επίθεση. Η λεωφόρος Ηρακλείου ανηφορίζει και στενεύει πολύ σε εκείνο το σημείο. Δεν αποτελεί έναν δρόμο που προσφέρει άνεση κίνησης για μια ασφαλή απομάκρυνση όποιου επιχειρήσει μια δολοφονική ενέργεια με μηχανή ή αμάξι. Μετά βίας χωρά ένα αυτοκίνητο σε κάθε μια από τις δύο αντίθετες λωρίδες κυκλοφορίας. Οι παρακείμενοι δρόμοι είναι μεν σκοτεινοί αλλά στενοί σαν σοκάκια. Είναι εύκολο να μπλοκαριστούν. Πολύ περισσότερο όταν το αστυνομικό τμήμα βρίσκεται σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων.


Παρόλα αυτά οι δολοφόνοι των δυο ομοϊδεατών μας έφυγαν ανενόχλητοι και παραδόξως (!) κανείς δεν έμαθε τίποτε για αυτούς. Για την ακρίβεια μάθαμε από τις δημοσιογραφικές έρευνες ότι τα ονόματα των δολοφόνων της τρομοκρατικής οργάνωσης που δεν έδρασε ποτέ ξανά (!) ήταν γνωστά σε κύκλους φυλακισμένων κακοποιών, καθώς και σε έναν πρόεδρο ιστορικού τοπικού ποδοσφαιρικού συλλόγου ο οποίος ήθελε να ενημερώσει την αστυνομία. Μόνο που δεν πρόλαβε να το κάνει. Γιατί δολοφονήθηκε κι αυτός για φαινομενικά άσχετους λόγους. Όπως φαίνεται να δολοφονήθηκε, λίγο καιρό μετά στην Νίκαια, και ο άνθρωπος που πάτησε την σκανδάλη του όπλου που σκότωσε τον Μάνο και τον Γιώργο. Αλλά ούτε και για αυτόν τα δημοσιογραφικά δελτία μας έδωσαν επιπλέον πληροφορίες. Αρκέστηκαν σε μια αθόρυβη κυκλοφορία της είδησης ότι ο δολοφόνος του Γιώργου και του Μάνου μάλλον έπεσε νεκρός από το χέρι αγνώστου στην Νίκαια. Κι άλλες συμπτώσεις που διαμόρφωσαν πολύ βολικές συνθήκες για το μέτωπο των μνημονιακών δυνάμεων.

Τρεις νέοι άνθρωποι χάθηκαν και ένας τραυματίστηκε βαρύτατα μέσα σε ενάμιση μήνα. Ήταν τα γεγονότα που έφεραν την κυβερνητική δράκα του Αντώνη Σαμαρά από θέση απολογούμενου για την μνημονιακή της πολιτική σε θέση δήθεν ψύχραιμου κατήγορου της πολιτικής ανωριμότητας και βαναυσότητας των «δύο άκρων», τα οποία τάχα θα οδηγούσαν την Ελλάδα σε χρόνια «μολυβιού». Ασφαλώς, όλοι θυμόμαστε ποιους ευνόησαν τα «χρόνια του μολυβιού» στην Ιταλία, ως μέρος του σχεδιασμού της «Κόκκινης Προβιάς» και ποιων τα συμφέροντα εξυπηρέτησαν οι χρήσιμοι ηλίθιοι που πυροδότησαν τις εξελίξεις τους. Οι αντιστοιχίες ήταν ακριβείς.

Υπήρξε μια τελευταία ευκαιρία η θυσία των τριών παιδιών να αποκτούσε ένα πολιτικό νόημα. Αν οι γονείς των θυμάτων μπορούσαν να υπερβούν τον βαθύ τους πόνο και να περιγράψουν ψύχραιμα όλο το παραπάνω πολιτικό σκηνικό. Αν οι συγγενείς τους, μετά την δολοφονική επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, έβλεπαν ποιος παρακρατικός σχεδιασμός απλωνόταν πίσω από την ένταση εκείνων των μηνών, ποιος ήταν πολιτικά ο ευνοημένος και πόσα αναπάντητα ερωτήματα συνδέονταν με το πολιτικό συμφέρον της μνημονιακής παράταξης. Και αν έκαναν αμφότεροι μια δήλωση καταγγελίας της τρομοκρατίας και του παρακράτους, με κοινό αναλυτικό προσανατολισμό.

Οι γονείς του Φουντούλη αξίζουν ένα εύγε γιατί κινήθηκαν σε αυτό τον προσανατολισμό και προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους γονείς του Φύσσα. Αλλά, δυστυχώς, βρήκαν απέναντί τους την Μάγδα Φύσσα και συνάντησαν άρνηση. Δεν θέλουμε να σταθούμε περαιτέρω στην εν λόγω κυρία. Κατανοούμε ότι δεν ήθελε επαφές με τους γονείς του Φουντούλη. Σεβόμαστε τον πόνο της. Αλλά δεν σεβόμαστε την πολιτική της στάση που θέλει όλους τους εθνικιστές να είμαστε υπεύθυνοι για την δολοφονία του γιου της. Δεν σεβόμαστε την πολιτική ερμηνεία του ανακατέματος των εθνικιστών με τους Δεξιούς και την ρίψη νερού στον μύλο της επικοινωνιακής παγίδας που ήθελε την επαναφορά του εμφυλιοπολεμικού μίσους και της χονδροειδούς πολιτικής  τομής Δεξιά/Αριστερά στην οποία οι εθνικιστές υποτίθεται ότι αποτελούν το ακραίο δεξιό κομμάτι. Κυρίως, δεν σεβόμαστε την εμφάνισή της, με τις πολιτικές συνδηλώσεις που φέρει, δίπλα στους συγγενείς θυμάτων του εγκλήματος των Τεμπών για το οποίο οι αληθινοί εθνικιστές βρεθήκαμε συνεχώς στους δρόμους αγωνιζόμενοι κατά της συγκάλυψης που οργάνωσε το σύστημα Μητσοτάκη.

Εφόσον η δολοφονία των Φουντούλη και Καπελώνη δεν έγινε ευκαιρία επανένωσης του αντιμνημονιακού μετώπου αλλά έδωσε το πάτημα στο κράτος του Σαμαρά και στο παρακράτος της antifa να το διαλύσουν, οι εξελίξεις πήραν την τροπή που όλοι γνωρίζουμε. Σήμερα η πολιτική τελετή μνήμης του Γιώργου και του Μάνου έχει περάσει σε αυτόνομες εθνικιστικές ομάδες και υποδηλώνει ότι η θύμηση των νεκρών παιδιών παραμένει ζωντανή στους νέους και παλιούς εθνικιστές.

Ωστόσο χρειάζεται επαγρύπνηση. Η antifa είναι πάντα εκεί με τους δικούς της πράκτορες και του «Τέληδές» της να προκαλεί, να υβρίζει την μνήμη νεκρών, να οργανώνει αντισυγκεντρώσεις εξυμνώντας την κυπατζίδικη δολοφονία των δυο παιδιών και να καλεί τους ανόητους που επηρεάζει να βιαιοπραγήσουν κατά εθνικιστών μέσω ανακοινώσεων στο ιντιμίντια. Απέναντι στην πρόκληση του παρακράτους θεωρούμε ότι η συγκέντρωση μνήμης των δυο νεκρών παλικαριών πρέπει, ασφαλώς, να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με την κατάλληλη περιφρούρηση απειλές και προβοκάτσιες. Χωρίς, όμως, να πέφτει στην παγίδα αναπαραγωγής της θεωρίας των «δυο άκρων».

Οι εθνικιστές δεν είμαστε κάποιο δεξιό άκρο και δεν έχουμε κανέναν λόγο να εστιάζουμε αποκλειστικά στα κουκουλοφόρα σαπάκια των αντιφασιστικών αντισυγκεντρώσεων. Ο μεγάλος μας εχθρός είναι η εξουσιαστική ελίτ που κρύβεται στο παρασκήνιο και υποκινεί τόσο τα καθάρματα της Δεξιάς όσο και τους antifa συναδέλφους τους. Ο μεσαίου μεγέθους εχθρός μας είναι το τοξικό περιβάλλον της άκρας Δεξιάς που επιχειρεί να νοθεύσει τον εθνικισμό, να τον προσανατολίσει σε λάθος κατευθύνσεις, με τους εκπροσώπους της καμουφλαρισμένους ανάμεσα στις γραμμές μας τόσο σε συγκεντρώσεις όσο και σε ευρύτερα πολιτικά πλαίσια.

Οι αντιφασίστες συνιστούν έναν ακόμη επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο αλλά και μακρινό συνάμα. Είναι απέναντί μας. Τον βλέπουμε. Έχουμε καλυμμένα τα νότα μας από αυτόν και είναι λιγότερο επικίνδυνος πολιτικά, ασχέτως αν χρειαστεί να πιαστούμε στα χέρια περισσότερες φορές με τα μέλη του. Ο αντιφασίστας μπορεί να σκοτώσει τα σώματά μας και να μας πάρει την ζωή. Ο δεξιός σκοτώνει κάτι ανώτερο από εμάς -τις ιδέες μας. Ο καπιταλιστής σκοτώνει κάτι ακόμη σημαντικότερο -το έθνος.  

Αυτός είναι και ο λόγος που η συλλογικότητά μας επιλέγει μια διακριτική παρουσία στο πένθος για τους πεσόντες συναγωνιστές, όπως εξήγησε ο Σταμάτης σε φίλο εκ των διοργανωτών της συγκέντρωσης μνήμης για τον Γιώργο και τον Μάνο με τον οποίο συζήτησαν πριν λίγο καιρό. Στηρίζουμε τις αυτόνομες πρωτοβουλίες κινητοποίησης για την διαφύλαξη της μνήμης των νεκρών παιδιών. Ταυτόχρονα τιμούμε τα παιδιά της Ιδέας που έχασαν άδικα τις ζωές τους με τρόπο διακριτικό. Για να μην δώσουμε ευκαιρία σε καλοθελητές (ακρο) δεξιούς, που μπορεί να βρεθούν ανάμεσά μας, και σε αντιφασίστες πράκτορες να συνεχίσουν τον αποπροσανατολισμό, φέρνοντας την πολιτική ατζέντα σε πεδία βολικά για τον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κλιμάκιο της συλλογικότητάς μας βρέθηκε στο σημείο της συγκέντρωσης, μπροστά από το μνημείο των πεσόντων, νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα συγκέντρωσης, αφήνοντας ένα κερί και διαβάζοντας στα σύννεφα του αττικού ουρανού την λέξη ΠΑΡΟΝΤΕΣ.

                                          Αντι-συντηρητικός κληρικαλισμός

                                                                                              του Σταμάτη Μαμούτου

Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ιδεολογίας μας είναι η παραδοσιοκρατία. Η πολιτική τάση, δηλαδή, που, διαμορφωμένη από τους διανοητές του Ρομαντισμού, κατέφυγε σε επιλεγμένες στιγμές του προνεωτερικού παρελθόντος προκειμένου να συνθέσει, με τα θραύσματά τους, μια συντηρητική αφήγηση που αντιπαρατέθηκε στην προοδευτικά μοντέρνα αφήγηση του νεωτερικού φιλελευθερισμού και του κλασικού σοσιαλισμού. Ασφαλώς, η παραδοσιοκρατία είναι κάτι διαφορετικό από την παράδοση και βασίζεται σε συγκόλληση επιμέρους στοιχείων του προνεωτερικού παρελθόντος. Αλλά εξίσου επιλεκτικές -και βασισμένες σε συρραφές προγενέστερων στοιχείων- είναι και οι μοντερνιστικές αφηγήσεις του φιλελευθερισμού ή του κλασικού σοσιαλισμού.

Το θέμα δεν είναι κάποια προτεραιότητα ή αποκλειστικότητα στην χρήση της παράδοσης . Το θέμα είναι καθαρά η πολιτική επιλογή. Η ρομαντική παραδοσιοκρατία μπορεί να χρησιμοποιεί τον μύθο, την προαρχαϊκή εποχή και παραδόσεις του μεσαίωνα για να συνθέσει την, εθνικιστική συνήθως, αντιμοντέρνα της αφήγηση. Αλλά και ο φιλελευθερισμός καταφεύγει στην κλασική αρχαιότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας για να ανιχνεύσει υποτιθέμενους ή και υπαρκτούς ιδεολογικούς προδρόμους στην απόπειρα διαμόρφωσης της δικής του μοντερνιστικής αφήγησης. Ο δε Κάρολος Μαρξ εκπόνησε την διδακτορική του διατριβή για να αναζητήσει τις καταβολές του φιλοσοφικού υλισμού στην αρχαία ελληνική σκέψη. Η καταφυγή στο παρελθόν, συνεπώς, δεν αρκεί για να αποτελέσει γνώρισμα συντηρητισμού ή εθνικισμού μιας πολιτικής θεώρησης. Χρειάζεται αυτή η καταφυγή στο παρελθόν να εστιάσει σε επιλεγμένα σημεία που να στηρίζουν το συντηρητικό ή εθνικιστικό συνολικό επιχείρημα λόγω της ρομαντικής ερμηνευτικής. Όπως έχει επισημάνει και ο Παναγιώτης Κονδύλης, χωρίς Ρομαντισμό ούτε παραδοσιοκρατία, ούτε οργανιστικός εθνικισμός, ούτε αληθινός νεότερος συντηρητισμός υπάρχει.


Αν μεταφέρουμε αυτή την διαπίστωση ως αναλυτικό δεδομένο στην ελληνική νεότερη πολιτική ιστορία και πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε ότι, στην ουσία, είναι λίγες οι περιπτώσεις που μπορούμε να ανιχνεύσουμε συντηρητισμό και εθνικισμό με τους, «κανονικούς» πανευρωπαϊκά, ρομαντικούς όρους. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας θεωρούμενης συντηρητικής πολιτικής δύναμης, που στην πραγματικότητα είναι διαχρονικά μη συντηρητική και, ταυτοχρόνως, ιδιόμορφα οπισθοδρομική, είναι αυτό της ελληνικής Εκκλησίας. Με τον όρο Εκκλησία εννοώ τον θεσμό και τους περισσότερους οργανικά και επαγγελματικά εντασσόμενους σε αυτόν. Όχι το μαζικό λαϊκό σώμα των Ελλήνων που εκκλησιαζόμαστε.

Υπάρχουν πολύ εύστοχες αναλύσεις του Ίωνος Δραγούμη που εντοπίζουν αυτό που θέλω να δείξω. Ιδίως αυτή που παραθέτει ως αυτοβιογραφική εμπειρία με συνομιλητές έναν ιερέα, έναν αστό υπάλληλο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και έναν μαρξιστή φοιτητή στις σελίδες του Όσοι Ζωντανοί, είναι η πλέον ενδεικτική. Δεν θα επαναλάβω την ανάλυση του Δραγούμη. Παραμένει εκεί για όποιον θέλει να την διαβάσει. Θα σταθώ μόνο στο συμπέρασμά της. Ο ρομαντικός εθνικισμός με την παραδοσιοκρατία του είναι κάτι σαφώς διαφορετικό από την αστική ιδεολογία, από τον μαρξιστικό κομμουνισμό αλλά και από αυτή την ιδεολογία της Ελληνικής Εκκλησίας (σε όλες τις πτυχές της).

Στην πραγματικότητα η ιδεολογία των επικρατούντων ελίτ της εκκλησιαστικής λογιοσύνης, αν και αποκαλείται «συντηρητική», σε καμία από τις εκδοχές που έλαβε στην πάροδο του χρόνου, από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε πραγματικά τέτοια. Ακόμη και όταν προσέγγιζε σκοταδιστικές ιδέες ποτέ δεν ήταν συντηρητική, εξεταζόμενη με τους όρους τόσο της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης όσο και της Ρωσίας. Η «σκοταδιστική» χριστιανική παράδοση της Ρωσίας είναι συνυφασμένη με την ρωσική εθνική ταυτότητα ενώ οι αντίστοιχες ελλαδικές εκδοχές ακροβάτησαν ανάμεσα στο θρησκευτικό γένος και την οικουμενικότητα. Ενώ και οι πιο καλλιεργημένες ιδεολογικές εκδοχές, εκείνες της εκκλησιαστικής «ανατολικής ρωμιοσύνης», περιείχαν αρκετές δόσεις φιλελεύθερου Διαφωτισμού στο υπόβαθρό τους, λόγω της γαλλικής πολιτισμικής επιρροής στο Φανάρι.

Πολύ περισσότερο, στο πέρασμα του χρόνου, όταν η Ελληνική Εκκλησία αποτέλεσε βασικό στοιχείο του ελληνικού κράτους, έχοντας και το βάρος της χρόνιας ταύτισής της με την παράδοση του λογιοτατισμού, ήταν αναπόφευκτο να βουλιάξει προς έναν αναχρονιστικό καθωσπρεπισμό, που στο βάθος κουβαλούσε συγκεκαλυμμένο αρκετό δυτικό φιλελευθερισμό κάτω από μια πρόσοψη έντονης οπισθοδρομικότητας. Στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς ήταν που προδιέγραψε ότι η εκκλησιαστική ιδεολογία θα παρέμενε διαχρονικά μια υποαφήγηση του ευρύτερου ελλαδικού αστικού φιλελευθερισμού υπό την μορφή μιας δήθεν συντηρητικής και στην πραγματικότητα συγκρατημένα φιλελεύθερης εκδοχής της.

Η ιεραρχία και η γραφειοκρατία της Ελληνικής Εκκλησίας στο μεγαλύτερο μέρος τους όχι μόνο δεν συνθέτουν μια πολιτική δύναμη συντηρητισμού και εθνικισμού, όπως φημολογείται, αλλά αντιθέτως συνιστούν ένα περιτυλιγμένο με αντανακλαστική οπισθοδρομικότητα χριστιανοφιλελεύθερο ανάχωμα στον συντηρητισμό. Συγκροτούν μια πολιτική παρουσία που πριμοδοτεί την συστημική φιλελεύθερη καπιταλιστική Δεξιά εις βάρος της προοπτικής ανάπτυξης ενός αληθινού ελληνικού συντηρητικού πολιτικού ρεύματος. 

Μια πρόσφατη αντιδικία γύρω από την γιορτή του Hallowwen μας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε σε ένα καλό παράδειγμα όλα τα παραπάνω. Δεν θα σταθώ στους παραθρησκευτικούς συλλόγους των διανοητικά διαταραγμένων «ζηλωτών», που ερμηνεύουν το Halloween ως σατανιστικό έθιμο. Θα εξετάσω την πιο ήπια προσέγγιση ενός καλλιεργημένου ιεράρχη. Αναφέρομαι στον Μητροπολίτης Κίτρους ο οποίος πραγματοποίησε δημόσια παρέμβαση για μια εκδήλωση του Δήμου Κατερίνης με θέμα το Halloween, γράφοντας τα παρακάτω.

 

«Λυπηρή παραφωνία!

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεωργίου

Καθηγητού του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Στο ωραίο «σκηνικό» για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940, η διοργάνωση στην Κατερίνη βραδιάς Halloeen (Χαλλοουίν) την παραμονή μάλιστα της Επετείου (!), αποτέλεσε λυπηρή παραφωνία!…

Με το ξενόφερτο αυτό έθιμο για την υποτιθέμενη «κοινωνία» ζωντανών και νεκρών, προσβάλλεται βάναυσα η μνήμη των ηρώων προγόνων μας. Εκείνοι θυσιάστηκαν για την Ελευθερία, την Αξιοπρέπεια, το Ελληνικό Φως. Ορισμένοι νεοέλληνες, επέλεξαν να εορτάσουν με τα σκοτάδια, τις κολοκύθες, τις νεκροκεφαλές, τις νυχτερίδες και τις αράχνες των «χαλλοουϊστών».

Εκτός, όμως, από τη σύμπτωση με τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου, προσβάλλεται και η ελληνορθόδοξη ταυτότητα της κοινωνίας μας. Υιοθετούνται ήθη και έθιμα αντίθετα με τον κώδικα αρχών και αξιών του Έθνους μας. Όλα αυτά τα ξενόφερτα εθίζουν και εξοικειώνουν σταδιακά τα παιδιά με ό,τι τερατώδες, ό,τι τρομακτικό, ό,τι «νεκροποιό». Έχει γραφτεί ότι σε ένα από τα πάρτι των «χαλαστών» σκοτώθηκαν 5 άνθρωποι!…

Είναι λυπηρό να σπρώχνουμε στο περιθώριο τα γάργαρα νάματα της Ευλογημένης Πατρίδας μας και να πίνουμε από τα… λασπόνερα των άλλων, των ξένων.

Αυτό δεν είναι πρόοδος, είναι τραγική οπισθοδρόμηση».

 

Ας εξετάσουμε αναλυτικά τα επιχειρήματα του ιεράρχη. Ας ξεκινήσουμε καλύτερα από το τέλος. Ο ιεράρχης που, σύμφωνα με τις κρίσεις δημοσιογράφων και πολιτικών, εξέφρασε έναν συντηρητικό λόγο, όχι μόνο δεν στάθηκε στην υπεράσπιση των πολιτικών όρων της συντηρητικής πολιτικής φρασεολογίας αλλά επέπληξε τον Δήμο Κατερίνης για την υιοθέτηση μιας κακώς νοούμενης έννοιας της προόδου. Δεν αμφιβάλλω ότι ενδέχεται η κρίση του ιεράρχη για τις αντιλήψεις των ανθρώπων του Δήμου να είναι σωστή. Τον εμπιστεύομαι και εκτιμώ ότι αξιολογεί σωστά τους αιρετούς ως υπερβολικά προοδευτικούς. Αμφισβητώ, όμως, ότι αυτή η κριτική μπορεί να εκφραστεί από έναν συντηρητικό άνθρωπο.

Ο ιεράρχης όχι μόνο προδιαγράφει ότι η τοποθέτησή του δεν είναι συντηρητική αλλά υποδεικνύει και με ποιον τρόπο θα πρέπει να υιοθετηθούν οι προοδευτικές ιδέες. Στην ουσία πρόκειται για μια εσωτερική διχοστασία ανθρώπων του φιλελεύθερου πολιτικού στρατοπέδου με τους μεν να είναι, τρόπον τινά, προοδευτικοί φιλελεύθεροι και με τον ιεράρχη να παρουσιάζεται ως συγκρατημένα και λογικά φιλελεύθερος.


Στο ίδιο ύφος κινούνται και οι αναφορές για την θυσία των Ελλήνων στρατιωτών στο αλβανικό μέτωπο. Σύμφωνα με τον ιεράρχη οι παππούδες μας αγωνίστηκαν για Ελευθερία, Αξιοπρέπεια και Ελληνικό Φως. Ευτυχώς, δεν διάβασα ότι αγωνίστηκαν για Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα. Διάβασα, όμως, μια συγκρατημένη εκδοχή της συνηθισμένης ρητορικής επένδυσης του ΟΧΙ από την πολιτική σκοπιά του κλασικού φιλελευθερισμού. Η αναφορά, μάλιστα, στο «φως» παραπέμπει ξεκάθαρα στην ορολογία του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, που στην ιδεολογία της ελλαδικής «ανατολικής ρωμιοσύνης» έγινε δεκτός ως έναν βαθμό λόγω της γαλλικής επιρροής στο Φανάρι, όπως προανέφερα, με τον όρο «αιώνας των Φώτων» ή και ως υποτιθέμενη συνέχεια της δικής μας θρησκευτικής παράδοσης των Τριών Φωστήρων. Αν μη τι άλλο αυτή η διαπίστωση βάζει σε δοκιμασία την αναφορά του ιεράρχη περί των γάργαρων ναμάτων της ευλογημένης μας πατρίδας και των ξένων λασπόνερων.

Τώρα στο θέμα αν τιμήθηκε ή όχι η επέτειος του ’40 από τον Δήμο Κατερίνης δεν μπορώ να πάρω θέση. Υποθέτω ότι έγιναν οι καθιερωμένες παρελάσεις και σχολικές εορτές. Αν ο Δήμος έδειξε να τις παραμελεί θα συμφωνήσω με τον Μητροπολίτη. Αυτό, ωστόσο, δεν φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το Halloween και την εκδήλωση στην βιβλιοθήκη του Δήμου. Εξάλλου, η Ελληνική Εκκλησία διαθέτει χρηματικά κεφάλαια. Αν ο Δήμος δείχνει αμέλεια προς την τιμή των εθνικών επετείων θα μπορούσε κάλλιστα η Εκκλησία, πέρα από την πολιτική καταγγελία του συμβάντος, να αναλάμβανε η ίδια την πρωτοβουλία και να διοργάνωνε σχετικές εκδηλώσεις. Δεν είναι κάτι πέρα από τα κοινωνικά καθήκοντά της μια πολιτιστική παρέμβαση.

Αφήνοντας, όμως, τα όσα έχουν να κάνουν με την ρητορική και την πολιτική επικοινωνία θα περάσω στα ουσιαστικά θέματα που ανοίγει η παρέμβαση του ιεράρχη. Σε αυτό το πλαίσιο η αλήθεια είναι προφανής. Το Halloween δεν αποτελεί, ασφαλώς, σατανιστικό έθιμο ή οτιδήποτε άλλο γελοιωδώς υποστηρίζουν οι παράφρονες των παραεκκλησιαστικών κύκλων. Το Hallowwen είναι ένα αρχαίο ευρωπαϊκό έθιμο με παγανιστικές ρίζες, το οποίο όμως επιβίωσε στην μεσαιωνική πραγματικότητα, προσαρμόστηκε στην χριστιανική θρησκεία και μέσω των Ιρλανδών έφτασε ως τα νεότερα χρόνια. Όσοι αφελώς κραυγάζουν για αυτό ακριβώς, δηλαδή για το ότι ένα αρχαίο έθιμο μπολιάστηκε με την μεσαιωνική χριστιανική παράδοση, θα πρέπει να θυμηθούν ότι υπάρχουν αμέτρητα τέτοια έθιμα και στην χώρα μας. Η μελέτη μερικών βιβλίων λαογραφίας θα τους βοηθήσει να καταλάβουν τι εννοώ. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους θα πρέπει να αποτελούν σατανιστικά κατάλοιπα τα αναστενάρια, οι φωτιές που ανάβουν σε Αναστάσιμους εορτασμούς ή για το κάψιμο του Ιούδα σε διάφορες περιοχές της πατρίδας μας, και άλλα σχετικά.

Αν ήθελαν ορισμένοι εκκλησιαστικοί κύκλοι να κινητοποιηθούν κατά των σατανικών στοιχείων που μας κατακλύζουν καθημερινά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αποφεύγουν να το κάνουν ενάντια στο χυδαίο αστικό life style της τηλεόρασης και των ΜΜΕ, που καθιστά την εκπόρνευση ενηλίκων και ανηλίκων ατομικό δικαίωμα και την ενσταλάζει ως καθημερινό τρόπο ζωής. Ή, για παράδειγμα, γιατί αποφεύγουν να το κάνουν κατά πολιτικών όπως ο Μητσοτάκης (δυνητικά συνένοχος για την συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών και για άλλα πολιτικά εγκλήματα), όπως ο Σαμαράς (συνένοχος για το έγκλημα των Μνημονίων και για τις πλέον αιματηρές και βρώμικες παρασκηνιακές πολιτικές μεθοδεύσεις), όπως ο Τσίπρας (εντολοδόχος των ΗΠΑ πρωτοφανών διαστάσεων, ακόμη και για τα ελλαδικά δεδομένα) ή ακόμη και κατά του συνόλου της πολιτικής και οικονομικής ελλαδικής ελίτ που καταδικάζει το έθνος μας στον προδιαγεγραμμένο αφανισμό και στον ηθικό εκφυλισμό. Αυτός είναι ο πλέον σκληρός σατανισμός, κύριοι. Όχι ένα έθιμο με καταβολές στα βάθη των αιώνων που έχει αποτελέσει μέρος χριστιανικών τελετουργικών εδώ και πεντακόσια χρόνια.

Το Halloween είναι ένα παραδοσιακό χριστιανικό έθιμο του δόγματος των Καθολικών. Ναι, αυτή είναι μια σωστή κριτική. Γιατί θα πρέπει οι Έλληνες Ορθόδοξοι να υιοθετήσουμε ένα έθιμο των Καθολικών; Αυτό θα ήταν ένα ορθό ερώτημα. Αλλά η απάντηση είναι εύκολη. Οι ορθόδοξοι Έλληνες, ανάμεσα στους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αγκαλιάζουν αυτό το έθιμο γιατί συνδέει την λαϊκή κουλτούρα, το φαντασιακό διανοητικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης και την θρησκευτική προσέγγιση της έννοιας του θανάτου με έναν τρόπο που, μολονότι φέρει αμερικανίστικες αλλοιώσεις, διατηρεί ένα πνευματικό βάθος που κεντρίζει τις ψυχές (και ιδίως τις ψυχές των παιδιών). Οι Έλληνες αγκαλιάζουν αυτό το έθιμο γιατί διατηρεί την ζεστασιά και την εσωτερική αγνότητα του παραμυθιού που στερούνται οι γραφειοκρατίες και τα δόγματα του λογιοτατισμού.


Αν, λοιπόν, υπάρχει ανησυχία για το ότι ένα ξένο έθιμο κατακτά τις καρδιές των Ελλήνων η καλύτερη απάντηση θα ήταν μια ολική απελευθέρωση των δυνάμεων της ελληνικής παράδοσης, προκειμένου να εισβάλλουν με την μεγαλύτερη δυνατή ένταση στον ελληνικό δημόσιο βίο της εποχής μας οι λαϊκοί μας μύθοι και οι εθνικές μας παραδόσεις (ανάμεσα σε αυτές και οι θρησκευτικές). Όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν ασύμβατο με τον εξουσιαστικό ορθολογισμό των (μνημονιακών) καιρών μας. Ίσως και με την αποστεωμένη τυπολατρία που κρύβεται πίσω από δογματικές προσεγγίσεις, την αποστασιοποιούμενη ολοένα και περισσότερο από την παραμυθένια αύρα του αγνού θρησκευτικού βιώματος. Και η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι αξιόλογους εκκλησιαστικούς κύκλους να αντιδρούν στην επέλαση των πλέον χυδαίων τρόπων ζωής και κοινωνικής συμβίωσης/οργάνωσης που εξαπολύουν κάθε στιγμή εναντίον της ελληνικής κοινωνίας οι πυρήνες του υλιστικού, χρηματιστικού φιλελευθερισμού της παγκοσμιοποίησης. Αντιδρούν, όμως, στην έλευση ενός εθίμου που ναι μεν είναι ξένο αλλά, ταυτόχρονα, είναι χριστιανικό και φέρει μια κάποια πνευματικότητα.

Αν μη τι άλλο αυτά δεν είναι συντηρητικά πολιτικά αντανακλαστικά. Ο συντηρητικός νους του σκεπτόμενου ρομαντικού παραδοσιοκράτη αναγνωρίζει την εγγύτητα πνεύματος ανάμεσα στο παραδοσιακό έθιμο, στο θρησκευτικό βίωμα και στην αίσθηση του ιερού. Ακόμη κι αν η προέλευσή του είναι μακρινή. Δεν αποκρούει ένα «συντηρητικό» πανευρωπαϊκό φαινόμενο φορώντας το χιτώνιο μιας φαινομενικά εθνοκεντρικής οπισθοδρομικότητας. Αυτή είναι πολιτική στάση μιας άλλης πολιτικής παράδοσης. Μάλλον δεξιάς και φιλελεύθερης, πάντως σίγουρα όχι συντηρητικής (και σε καμία περίπτωση εθνικιστικής).   

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων η παραπάνω ανάλυση δεν εστιάζει τον Μητροπολίτη Κίτρους. Δεν γνωρίζω το πνευματικό και ακαδημαϊκό του έργο, κατά συνέπεια δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω τα γραφόμενα ή τις προθέσεις του. Τουναντίον, η παρέμβασή του κατά του Halloween ήταν σχετικά ήπια και γραμμένη χωρίς την επιθετικότητα που συναντούμε συνήθως σε διάφορους παρα-εκκλησιαστικούς κύκλους. Αυτή η παρέμβαση, απλά, μου έδωσε το αρχικό έναυσμα προκειμένου να αναπτύξω τις παραπάνω σκέψεις προς αποσαφήνιση των οικείων σε εμάς και στους αναγνώστες μας πολιτικών και κοινωνικών ιδεών.