Απόκριες με τον Jack Starr στο σπίτι της Μαίρης Ιορδανίδου και του Κώστα Μανόπουλου
του Σταμάτη Μαμούτου
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν μυήθηκα
στον τότε μαγικό κόσμο του heavy
metal, αν
μου έλεγε κανείς ότι κάποτε θα γευμάτιζα σε φιλικά σπίτια με μουσικούς ήρωες
της «μεταλλικής» σκηνής μάλλον θα δυσκολευόμουν να τον πιστέψω. Είτε γιατί το heavy metal αποτελούσε
μια σκηνή με σχεδόν παγκόσμια μαζικότητα, είτε γιατί στην συνείδηση του μέσου Έλληνα
ακροατή γινόταν αντιληπτό όχι ως μια απλή μουσική πρόταση αλλά ως έκφραση μιας συνολικής
νεορομαντικής πολιτιστικής επανάστασης, μου φαινόταν ότι ήταν αδύνατον να
καλυφθεί η απόσταση ανάμεσα σε αυτούς που ανέβαιναν στην σκηνή και σε όσους
τους υποστηρίζαμε.
Δέκα περίπου χρόνια αργότερα, στο δεύτερο
μισό της δεκαετίας του ’90, όταν μετά από μια συναυλία των Virgin Steel μια
ομάδα φανατικών ακροατών του αυθεντικού heavy metal, κρατώντας ρέπλικες μεσαιωνικών σπαθιών
και ελληνικές σημαίες στα χέρια περίμενε έξω από το «Ρόδον» τα μέλη του
συγκροτήματος για να τα αποθεώσει όπως οι οπαδοί των αθλητικών συλλόγων
αποθεώνουν τους ποδοσφαιριστές μετά από μια μεγάλη νίκη, αν μου έλεγε κανείς
ότι κάποτε θα γευμάτιζα σε αποκριάτικο οικογενειακό τραπέζι με τέτοιους
μουσικούς, θα εξακολουθούσα να δυσπιστώ. Μπορεί το heavy metal να
μην ήταν η μαζική και απαστράπτουσα από μαγική λάμψη σκηνή της προηγούμενης
δεκαετίας. Παρέμενε, όμως, ένα μουσικό κίνημα με έναν συμπαγή και φανατικό
πυρήνα οπαδών. Η απόσταση ανάμεσα στους μουσικούς, που ανέβαιναν στην σκηνή για
να μας μεταφέρουν στους κόσμους των «μεταλλικών» μύθων, και στους πιστούς, που
συγκροτούσαμε τις φάλαγγες της μαυροντυμένης στρατιάς, εξακολουθούσε να
παραμένει μεγάλη.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσα να
πιστέψω ότι ήταν εφικτό να γευματίσω με τους heavy metal ήρωες
στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 ήταν ο εξής, Να γινόμουν κι εγώ κάποτε
σπουδαίος μουσικός. Σε αυτό το πεδίο οι αποστάσεις είχαν αρχίσει να μειώνονται.
Η ποιότητα της μουσικής heavy
metal σκηνής
της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν ίδιας κλάσης με εκείνη της δεκαετίας του ’80. Επιπλέον,
οι τεχνικές παιξίματος και παραγωγής heavy metal μουσικής είχαν αρχίσει να
φτάνουν στην Ελλάδα καλύπτοντας κενά του παρελθόντος. Δεν ήταν τόσο δύσκολο να
βρεθεί ένας χώρος ηχογράφησης ή να κυκλοφορήσει ένα demo. Και μετά, ποιος ήξερε τι θα μπορούσε
να συμβεί; Υπήρχε, λοιπόν, μια κρυφή ελπίδα στις καρδιές πολλών Ελλήνων metalheads εκείνης
της περιόδου.
Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Τα χρόνια πέρασαν και η διαδικτυακή τεχνολογία εξανέμισε τις αποστάσεις στο
πεδίο της τεχνογνωσίας και της μουσικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, όμως, σε
συνδυασμό με την συμβολή του
πανδαμάτορος χρόνου και άλλων παραγόντων, η γενικότερη ιστορική τροπή των
πραγμάτων άλλαξε τελείως και την ίδια την σκηνή του heavy metal. Πάλιωσε η αγάπη μας και μπήκε στο
μουσείο, που λέει και ο Γιοκαρίνης. Οι σπουδαίοι μουσικοί του παρελθόντος
έγιναν παππούδες. Κάποιοι έφυγαν από την ζωή. Οι νεότερες γενιές μουσικών δεν μπορούν
να αναδείξουν κυκλοφορίες ισάξιες με εκείνες του θρυλικού παρελθόντος. Αλλά και
σε ορισμένες περιπτώσεις που καταφέρνουν να το κάνουν δεν έχουν το παλιό κίνημα
για να τους υποστηρίξει.
Οι νέες γενιές ακροατών απομακρύνθηκαν από το
rock και
το heavy metal. Προφανώς και αυτό συνέβη έπειτα από
συνειδητή στρατηγική της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας που εκτέλεσε
πολιτικούς σχεδιασμούς. Όποιος έχει αμφιβολίες για αυτό ας δει την
κινηματογραφική ταινία Rock
of Ages (η
οποία δεν είναι και κανένα επαναστατικό φιλμ). Πλέον, το heavy metal είναι
μια μουσική σκηνή μεγάλων ηλικιακά, σπουδαίων μουσικών. Οι οποίοι πλαισιώνονται
από αμέτρητα συγκροτήματα νεαρών, που έχουν ελάχιστους ακροατές και σύντομο
μέσο όρο μουσικής επιβίωσης. Και όλοι αυτοί μαζί υποστηρίζονται από ένα κοινό
κυρίως μεσηλίκων ακροατών.
Το heavy metal είναι σήμερα στην Ελλάδα σαν
μια οικογένεια. Μουσικοί, ακροατές, διοργανωτές συναυλιών και παραγωγοί είμαστε
πολύ κοντά. Η παλιά απόσταση της σκηνής από τους θεατές έχει πάψει να υπάρχει
πλην ελαχίστων εξαιρέσεων συγκροτημάτων που λειτουργούν ως παγκόσμια brands. Απλώνουμε τα χέρια και οι μουσικοί μας
δίνουν τα δικά τους για να στηριχτούν. Σαν τους γονείς και τους παππούδες που
θέλουν ένα χεράκι βοηθείας από τα παιδιά και τα εγγόνια τους για να μπορέσουν
να σταθούν καλά και να ξεκινήσουν το περπάτημα. Ο Ρομαντισμός παραμένει. Αλλά
μας λείπει το κίνημα.
Στις σημερινές συνθήκες είναι εύκολη η
επικοινωνία και η γνωριμία με τους μουσικούς για όσους ακροατές είναι ενεργοί
στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ευτυχώς η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. διαθέτει
τέτοια παιδιά. Ο Jack
Starr ήταν
ένας από τους πρώτους μουσικούς με τον οποίο ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις, μέσω
του διαδικτύου, μέλη της λέσχης μας. Πριν λίγα χρόνια, σε μια συνέντευξη που
είχε παραχωρήσει στο περιοδικό μας, ο Jack είχε υποσχεθεί ότι μόλις
ερχόταν ξανά στην Ελλάδα θα έμενε για μερικές μέρες, προκειμένου να γνωρίσει
την Αθήνα, και θα ερχόταν για ένα γεύμα στο σπίτι της Μαίρης Ιορδανίδου και του
συζύγου της Κώστα Μανόπουλου (πρώτου κιθαρίστα του πρώτου ελληνικού heavy metal συγκροτήματος
Vice Human). Μας κάλεσε, μάλιστα, να πάμε και στο
δικό του σπίτι, στο Miami, αν
ο δρόμος μας βγάλει στην Αμερική. Και να που έφτασε η στιγμή που η υπόσχεση
έγινε πραγματικότητα. Μετά την πρόσφατη εμφάνισή τους στο φεστιβάλ Up the Hammers, οι Jack Starr και Ned Meloni, αφού έμειναν μία εβδομάδα στην Αθήνα,
ήρθαν στο σπίτι της Μαίρης και του Κώστα για να βιώσουν ένα οικογενειακό
ελληνικό γεύμα, το απόγευμα της πρώτης Κυριακής της φετινής Αποκριάς.
Το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής
βρισκόμουν για το καθιερωμένο μεσημεριανό αποκριάτικο γεύμα με τους γονείς μου.
Γύρω στις πέντε το απόγευμα ένα μπλε αμάξι, το οποίο οδηγούσε μια μορφή
βγαλμένη από τα prog
doom
‘70’s,
πέρασε έξω από το εστιατόριο «Μαγεμένος Αυλός», στην πλατεία Χατζηδάκι του
Παγκρατίου. Δεν ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω τον γενειοφόρο, μακρυμάλλη οδηγό που
φορούσε μαύρο γιλέκο πάνω από ακόμη πιο μαύρο πουκάμισο, μαύρο κοτλέ παντελόνι
καμπάνα και μια ζώνη με πλατιά ασημένια αγκράφα. Χαιρέτησα τους δικούς μου και
βγήκα από το εστιατόριο. Ο Ανδρέας έδειχνε σαν να είχε βγει από κάποιον πύργο
ρομαντικής γοτθικής φαντασίας ή από εξώφυλλο δίσκου των Black Sabbath. Τελικά ποιος θα είναι ο rock
star της
βραδιάς, εσύ ή ο Jack,
τον ρώτησα μπαίνοντας στο αυτοκίνητο. Σε λίγη ώρα είχαμε φτάσει στον Κορυδαλλό.
Φτάνοντας στο σπίτι της Μαίρης και του Κώστα
είδαμε τον Jack
Starr να
μας κοιτάζει από το μπαλκόνι. Άρχισα να φωνάζω ρυθμικά το όνομα του, σαν να
βρισκόμασταν σε συναυλία. Ο Jack
ανταπάντησε
χαιρετώντας και λέγοντας, τον Ανδρέα τον
έχω γνωρίσει. Τώρα θα γνωρίσω κι εσένα. Σε λίγη ώρα η μονοκατοικία των
Μανοπουλέων είχε γεμίσει καλεσμένους. Ο Jack Starr συνοδευόταν
από την σύζυγό του Λίντα και τον μπασίστα της μπάντας Ned Meloni. Υπόλοιποι προσκεκλημένοι, πέρα από
εμένα και τον Σκαμανδρώνυμο, ήταν η υψίφωνη τραγουδίστρια της όπερας Ειρήνη
Κώνστα με τον σύζυγό της Κούλη (τον οποίο γνωρίζω ως μέλος της κοινότητας των
Ελλήνων skins
από
τον χειμώνα του 1990) και ο Γιάννης Κατής με την συνοδό του Μαριάννα. Στο τραπέζι
βρέθηκαν τα παιδιά της Μαίρης και του Κώστα, Γιάννης Μανόπουλος (ιδρυτής των Thelemite) και Πολύμνια Μανοπούλου.
Τελευταία και καλύτερη άφησα την γιαγιά Πολύμνια, που συμπλήρωσε ιδανικά την
παρέα μας.
Ο Jack είναι εντελώς δικός μας από
κάθε άποψη (ο νοών νοείτω). Κατά τα άλλα πρόκειται για έναν ευγενικό, χαμηλών
τόνων άνθρωπο. Μιλά αργά, ήρεμα και
χαμηλόφωνα. Πρέπει να στέκεσαι κοντά του για να ακούσεις τι λέει. Είναι
προσιτός, φιλικός, έτοιμος να ακούσει αυτό που θα του πει ο συνομιλητής.
Συμπεριφέρεται με βαθιά καλλιεργημένη ευγένεια. Μολονότι γεννήθηκε στην Γαλλία,
έζησε στην Αμερική και έχει ελληνικές ρίζες από την γενιά της μητέρας του,
συμπεριφέρεται με αγγλοσαξονικά καλλιεργημένη ευγένεια. Ζητά την άδειά σου για
να πάρει το μπουκάλι με το κρασί και να γεμίσει το ποτήρι του, αν κάθεσαι δίπλα
του στο τραπέζι. Σηκώνεται όρθιος να σε χαιρετήσει όταν μαθαίνει ότι είσαι
διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάνει χιούμορ, γελά, αλλά πάντοτε με τακτ
και κομψή αυτοσυγκράτηση. Μας είπε πολλά
καθ’ όλη την διάρκεια της μάζωξης. Για την καριέρα του, για τους Virgin Steel, για τις ΗΠΑ, για την Γαλλία και την
επικαιρότητα. Στον Σκαμανδρώνυμο εμπιστεύτηκε πληροφορίες που δεν θα
αποκαλύψουμε, γιατί δεν μας το επιτρέπει.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης ρώτησα τον Jack αν
είχε ακούσματα παραδοσιακής ελληνικής μουσικής. Μου απάντησε ότι δεν είχε
ακούσει ποτέ. Ετοιμαζόμουν να του βάλω να ακούσει για αρχή Αλέκο Κιτσάκη και
στην συνέχεια Νίκο Ξυλούρη ή κάποιο παραδοσιακό ποντιακό. Αλλά εκείνη την ώρα η
Μαίρη έφερε το γλυκό των γενεθλίων της. Εκτός από αποκριάτικη μάζωξη ήταν και η
μέρα που γιόρταζε τα γενέθλιά της. Όλοι οι καλεσμένοι σηκωθήκαμε και είπαμε το
τραγούδι των γενεθλίων, ευχόμενοι τα καλύτερα στην οικοδέσποινά μας.
Έπειτα ο Τζακ, ο Κώστας και ο Γιάννης
κατέβηκαν στο ισόγειο του σπιτιού. Εκεί όπου υπάρχει διαμορφωμένο το studio ηχογραφήσεων του Γιάννη. Τζάμαραν οι
τρεις τους για μισή ώρα κι έπειτα φώναξαν να κατέβουμε και οι υπόλοιποι. Το
γεύμα είχε τελειώσει και το πάρτι είχε αρχίσει. Αφού έπιασε κι ο Ned μια
κιθάρα (παίζει πολύ καλά ακουστική, πέρα από μπάσο) άρχισε το unplugged live των Jack Starrs Burning Starr, με την συνδρομή των Γιάννη και Κώστα
Μανόπουλου.
Αν υπάρχουν αναγνώστες που δυσκολεύονται να
το πιστέψουν δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα, τώρα
που γράφω το άρθρο. Δυσκολεύομαι ακόμη να πιστέψω ότι ο Jack και
ο Ned έπαιξαν,
κοντά δύο ώρες, ζωντανή μουσική κι εγώ με μερικά ακόμη παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ
τους βλέπαμε, σε απόσταση μικρότερη του ενός χεριού, και συμμετείχαμε κάνοντας
δεύτερα φωνητικά στα τραγούδια. Ο Jack Starr έπαιξε μουσική για πάρτη
μας. Δεν χρειάζεται να γράψω τίποτα παραπάνω.
Έπειτα από δύο ώρες, όταν είχαν φτάσει τα
μεσάνυχτα, το live
τελείωσε.
Οι Γιάννηδες είχαν φέρει βινύλια για να τα υπογράψουν ο Jack και
ο Ned. Ο Γιάννης (ο Κατής)
ανέλαβε να μεταφέρει τους δύο μουσικούς και την Λίντα στο ξενοδοχείο τους. Εγώ
και ο Σκαμανδρώνυμος ευχαριστήσαμε την Μαίρη και τον Κώστα για την αξέχαστη
βραδιά που μας προσέφεραν. Πάντα τέτοια παιδιά. Και του χρόνου, να μας έχει ο
Θεός καλά!!