- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν

Μια παράλληλη ανάγνωση του Αντίο Μπάτμαν (Τάσος Θεοφίλου, εκδ. Ασύμμετρη Απειλή και σε μορφή comic με την εικαστική υποστήριξη του Kanellos KOB, εκδ. Red nNoir) και των διηγημάτων του Σταμάτη Μαμούτου, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο Η Ηθική του Παιχνιδιού (εκδ. Κλέος)

                                                                                                    του Αχιλλέα


Το comic Αντίο Μπάτμαν (2018) του Τάσου Θεοφίλου, που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο (2011) των εκδόσεων Ασύμμετρη Απειλή, έχει ένα αναλυτικό υπόβαθρο βασισμένο σε υλιστικές αντιλήψεις. Στον αντίποδα βρίσκεται η ρομαντικά ιδεαλιστική κοσμοθεώρηση του Σταμάτη Μαμούτου στα τέσσερα διηγήματα φαντασίας που φιλοξενούνται στο συλλογικό τόμο Η Ηθική του Παιχνιδιού των εκδόσεων Κλέος. Θεοφίλου και Μαμούτος γράφουν επιλέγοντας το ίδιο θέμα, ερχόμενοι από τις ακριβώς αντίθετες ιδεολογικές κατευθύνσεις, γεγονός που καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα μια παράλληλη ανάγνωση των κειμένων. Ο Θεοφίλου κάνει διάλογο με έναν χάρτινο ήρωα από την σκοπιά ενός υλιστή κοινωνικού επαναστάτη. Ο Μαμούτος κάνει ακριβώς το ίδιο από την σκοπιά ενός ρομαντικού αντιδιαφωτιστή.

1. Η Δολοφονία του Μπάτμαν και ο Ουροβόρος της Υλιστικής Λογικής

Στο κείμενο του Θεοφίλου ο πρωταγωνιστής απαγάγει τον Μπάτμαν και πριν τον σκοτώσει κάνει έναν διάλογο μαζί του. Η κεντρική ιδέα του συγγραφέα είναι ότι ο Μπάτμαν αποτελεί έναν άκαμπτης λογικής υπερασπιστή του αστικού status. Μπορεί να ξεκινά από την καλή πρόθεση να υπηρετήσει την κοινωνία αλλά αδυνατεί να σκεφτεί ότι όλοι οι παράνομοι που κυνηγά δεν είναι γεννημένοι κακοί και οδηγούνται στην παρανομία λόγω της κοινωνικής ανισότητας. Με αποτέλεσμα να ισοπεδώνει άκριτα παρανόμους, δίχως να σκέφτεται αν υπάρχει κάποιος κοινωνικός μηχανισμός αδικίας που τους αναγκάζει να πάρουν αυτό τον δρόμο. Το επιχείρημα του Θεοφίλου είναι ότι ο συγκεκριμένος comic ήρωας αντανακλά καθεστωτικές ιδέες κρυμμένες πίσω από έναν άκαμπτο ηθικισμό, αναμεμιγμένο με εμμονές από προσωπικά του  βιώματα.


Το story κορυφώνεται με τη δολοφονία του Μπάτμαν από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, ο οποίος κατηγορεί τον υπερήρωα ως εξίσου υπεύθυνο για την εγκληματικότητα στο Γκόθαμ Σίτυ. Οι καταληκτικές δηλώσεις του Τζο Τσιλ -κεντρικού πρωταγωνιστή που εργάζεται ως σερβιτόρος στο σπίτι του Τζων Γουέην- θέλουν τους πολίτες του Γκόθαμ να εγκληματούν λόγω της γενικευμένης ανέχειας. Τα τελικά λόγια του Τσιλ  (με μία ελαφριά παράφραση) ότι «…όσο εσύ ζεις με μια αμύθητη περιουσία, οι πολίτες του Γκόθαμ αναγκάζονται να εγκληματήσουν», συνοψίζει την κεντρική θέση του έργου: Η εγκληματικότητα είναι προϊόν οικονομικής ανισότητας και ο Μπάτμαν είναι ένας υπερασπιστής της οικονομικής ανισότητας και της αστικής ηθικής που αυτή παράγει.  

Αυτή η οπτική, ωστόσο, νομίζω ότι αφήνει εκτός του πεδίου της πολύπλοκους κοινωνικούς, ψυχικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η προσέγγιση του Θεοφίλου διαπνέεται από μια μονόπλευρα υλιστική λογική, η οποία αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως ένα μηχανιστικό ον, μια βιολογική μηχανή που καθορίζεται αποκλειστικά από τις υλικές του συνθήκες και από την βιολογικότητά του. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση παραβλέπει τους κοινωνικά αδικημένους ανθρώπους της εργατικής τάξης που υιοθετούν επαναστατικές ιδέες χωρίς να γίνονται κακοποιοί. Και, αντιστρόφως, κακοποιούς και παραβατικούς του οργανωμένου εγκλήματος που είναι πλούσιοι και λατρεύουν την χλιδή. 

2. Ο Μαρξ και «Το Εγκώμιο του Εγκλήματος»: Μια Μηχανιστική Ερμηνεία της Ανθρώπινης Ύπαρξης

Ο Θεοφίλου είναι αναρχοκομμουνιστής και υποθέτω ότι λαμβάνει υπόψη του την προσέγγιση του Μαρξ στο Εγκώμιο του Εγκλήματος (2011,εκδ. ΑΓΡΑ), όπου αναλύεται η σχέση μεταξύ εγκλήματος και κοινωνίας. Ο Μαρξ υποστήριξε ότι, πέρα από την αρνητική πλευρά της όλης του δράσης, ο (οικονομικά αδύναμος) εγκληματίας συντελεί θετικά στη δημιουργία του ποινικού δικαίου, των επαγγελμάτων γύρω από αυτό, καθώς και τεχνολογιών για την προστασία της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ η δράση του εγκληματία παράγει νέες ανάγκες και κίνητρα για εξέλιξη, όπως στις κλειδαριές, τη νομισματοκοπία και τη χημεία. Τρόπον τινά, το κακό γίνεται κινητήρια δύναμη για την πρόοδο της κοινωνίας και της οικονομίας. Έτσι, το έγκλημα δεν είναι μόνο καταστροφή αλλά και πηγή ανάπτυξης. Ένας τρόπος μέσω του οποίου έχει λόγω ύπαρξης το επάγγελμα του δικαστή, του αστυνομικού και του δικηγόρου.

Μολονότι ο Μαρξ αποκαλύπτει μια διαλεκτικά υλιστική ανάγνωση του εγκλήματος, το Αντίο Μπάτμαν πιάνει ξώφαλτσα αυτή την μαρξική ανάλυση και δεν εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που θα μπορούσε να προσφέρει στην ανάπτυξη της υπόθεσης του έργου. Με αποτέλεσμα να περιορίζεται τελικά ο συγγραφέας στην αντίληψη που αποδίδει την εγκληματικότητα αποκλειστικά στις υλικές συνθήκες, παραβλέποντας την όποια αυτονομία στην ψυχική και πνευματική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια ισοπεδωτική ιδέα περί tabula rasa ανθρώπινης συνείδησης αιωρείται στο κατηγορώ του πρωταγωνιστή. 

Μερικές προσπάθειες του συγγραφέα να καυτηριάσει σημεία της σύγχρονης αστικής κοινωνικής πραγματικότητας -όπως το ότι οι φιλανθρωπικές βεγγέρες της μεγαλοαστικής μούργας στην πραγματικότητα την ωφελούν οικονομικά – μολονότι εύστοχες, καταλήγουν τετριμμένες και επαναλαμβανόμενες. Τόσο τετριμμένες ώστε, περίπου, το ίδιο επιχείρημα να χρησιμοποιείται από την Αν Χάθαγουεϊ στην ταινία, «Ο σκοτεινός ιππότης: Η επιστροφή» του 2012 σε σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Νόλαν.

Η απλοποίηση της αιτιατής σχέσης φτώχειας και εγκληματικότητας, όπως προβάλλεται στο Αντίο Μπάτμαν (ιδίως το comic), αντιβαίνει στην ίδια την ανθρώπινη ιστορία που μας δείχνει ότι το έγκλημα δεν είναι μόνο προϊόν ένδειας, αλλά και υπαρξιακής απόγνωσης, ηθικής παρακμής και πνευματικού κενού (τα οποία δεν βασίζονται μόνο σε αιτίες οικονομικών αδικιών). Δεν μένει παρά να σκεφτούμε το οργανωμένο έγκλημα του λευκού κολλάρου και τις τεράστιες περιουσίες των βαρόνων της μαφίας όσον αφορά τα οικονομικά ισχυρά κοινωνικά στρώματα. Ή και τις γνωστές σε όλους μας, πλέον, πολυφυλετικές κάγκουρο-συμμορίες, όσον αφορά την νεανική εγκληματικότητα. Οι κακοποιοί μπορεί να είναι -εκτός από αδικημένοι- και καθάρματα που λατρεύουν το χρήμα, τη διαστροφή και την ανηθικότητα. Πλούσιοι που αναπαράγουν την ισχύ τους μέσω της εγκληματικής δράσης ή φτωχοί που απλώς απολαμβάνουν την βία της παραβατικότητας για να καλύψουν ψυχικά κενά. Ο υπέροχος και κατάφορα αδικημένος χαρακτήρας του Ουγκώ, Γιάννης Αγιάννης, δεν έχει καμία σχέση με τα οργανωμένα δίκτυα της μαφίας, που αποτελούν σταθερό παράγοντα της αστικής πολιτικής ζωής από τον 19ο και ιδίως από τον 20ο αιώνα. Νομίζω ότι το έργο του Θεοφίλου παραβλέπει αυτές τις πτυχές, επιλέγοντας μια απλουστευτική και μονοδιάστατη προσέγγιση.

Ο Μπάτμαν, πρέπει να αποδομηθεί. Από σύμβολο αυταπάρνησης, ηθικής αντίστασης και τιμωρίας των κακοποιών παρουσιάζεται ως εργαλείο ενός συστήματος που διατηρεί τις ανισότητες και την κοινωνική καταπίεση. Αυτή η μονιστική εστίαση στις υλικές αιτίες, παραμένει εγκλωβισμένη σε έναν περιοριστικό και γραμμικό τρόπο σκέψης, που μειώνει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μηχανιστικές αντιδράσεις στα εξωτερικά ερεθίσματα. Το εσωτερικό περιεχόμενο του ανθρώπου ερμηνεύεται μόνο ως αντανάκλαση κοινωνικών συνθηκών. Ένας κλασικός comic ήρωας και τα παλιά πρότυπα της φανταστικής λογοτεχνίας τοποθετούνται στο σκαμνί του αιχμαλώτου ως προεκτάσεις μιας αστικής εξουσίας.



Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεοφίλου δεν έχει άδικο για τις πολιτικές αποχρώσεις των περισσότερων αμερικανικών comics της δεκαετίας του ’50. Πράγματι, σε αυτά υπήρχε διάχυτος American αντικομμουνισμός και εμφανείς συστημικές ιδεολογικές αντιλήψεις. Όμως, από εκεί και πέρα χρειάζεται μεγάλη συζήτηση. Η ταύτιση των χάρτινων ηρώων με την συνολική κοσμοθεώρηση της αστικής εξουσίας είναι άστοχη. Σε βαθμό που να μην αναγνωρίζεται στον Μπάτμαν ούτε το προσωπικό τραύμα της εμπειρίας των δολοφονημένων του γονιών, που αποτελεί εσωτερικό κίνητρο δράσης κατά του εγκλήματος (μη σχετιζόμενο αιτιοκρατικά με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες) ικανό να πυροδοτήσει τον βρασμό του αισθήματος της εκδίκησης (ναι, αγαπητοί αναγνώστες, αυτό είναι εγγενές σε πολλούς ανθρώπους, ασχέτως των κοινωνικών δομών και των κανόνων ηθικής που αυτές προκρίνουν).    

3. Η Ρομαντική Προσέγγιση του Σταμάτη στην «Ηθική του παιχνιδιού»: Ο Άνθρωπος ως Φορέας Πνευματικής Υπερβατικότητας

Στον αντίποδα της υλιστικής κοσμοαντίληψης του Θεοφίλου, η ρομαντική προσέγγιση του Σταμάτη Μαμούτου εκφράζει την πεποίθηση ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι βαθιά ριζωμένη σε πνευματικές αξίες και μεταφυσικά ιδανικά. Υπέροχα φανταστικά διηγήματα που μας μεταφέρουν με αριστοτεχνικό τρόπο από το κέντρο των Αθηνών στην Ανδραβίδα και πάλι πίσω στους γνωστούς δρόμους της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα μας εισάγουν σε παράλληλους κόσμους των - γνωστών σε όλους μας - «χάρτινων ηρώων» με τους οποίους ο Σταμάτης καταφέρνει να ξεφύγει από την καθημερινότητα και να περιηγηθεί στο βασίλειο της φαντασίας.  Καταρχάς «χάρτινοι ήρωες» εμφανίζονται στο τέταρτο διήγημα του Σταμάτη, όταν για τις ανάγκες της υπόθεσης αποκτά ζωή το παλιό επιτραπέζιο «Τέσσερα Παιχνίδια». Οι τέσσερις ήρωες του παιχνιδιού είναι ο Ζορό, ο Σούπερμαν, ο Ταρζάν και ο Ρομπέν των Δασών. Με μια ονειρική αφήγηση που κάνει την πραγματικότητα να εισδύει στον μύθο και τον μύθο να γίνεται πραγματικότητα, ο αναγνώστης μεταφέρεται με τον προσωπικό λογοτεχνικό τρόπο του Σταμάτη σε ένα περιβάλλον όπου οι τέσσερις ήρωες -και κυρίως ο Ζορρό- αναλαμβάνουν δράση και μεταπηδούν στον κόσμο μας. 

Η δομή του διηγήματος μοιάζει αρκετά με εκείνη του Θεοφίλου. Ο συγγραφέας συζητά με έναν λογοτεχνικό ήρωα που γνωρίζει πολύ καλά και παραπέμπει λεπτομερώς σε φράσεις που του έχει αποδώσει ο δημιουργός του Τζων Μακώλεϊ. Όμως, οι ομοιότητες ανάμεσα στον Σταμάτη και τον Θεοφίλου τελειώνουν κάπου εκεί. Στο διήγημα του Σταμάτη οι ήρωες της φανταστικής λογοτεχνίας λειτουργούν ως αρχετυπικές μορφές που συμβολίζουν την υπέρβαση της υλικής πραγματικότητας μέσω της ηθικής ακεραιότητας και της αυτοθυσίας. Ο Σταμάτης αναδεικνύει την ρομαντική υπόσταση των χαρακτήρων που είναι βαθύτατα ανατρεπτική προς το αστικό νεωτερικό status. Ο Θεοφίλου βλέπει στον Μπάτμαν έναν υπερασπιστή της αστικής εξουσίας. Ο Σταμάτης αποκαλύπτει την ρομαντικά επαναστατική και παραδοσιοκρατικά ηθική ιδεολογία του Ζορρό.  


Διαβάζοντας το διήγημα με τον τίτλο «Τέσσερα Παιχνίδια», αντιλήφθηκα ότι τελικά και εγώ είχα συνάψει κάποια μορφή «αόρατης» φιλικής σχέσης με τους αγαπημένους μου ήρωες. Το μήνυμά τους ήταν τελικά μεταδοτικό και με έκαναν να θέλω να είμαι η καλύτερη έκδοση του εαυτού μου. Η «θεά» φαντασία κινεί την πένα του Σταμάτη, χωρίς να περιορίζεται στη δημιουργία απλών ψυχαγωγικών αφηγήσεων, αλλά επιδιώκοντας να αναδείξει το βάθος και τη σημασία της ανθρώπινης προσπάθειας για την νοηματοδότηση της ζωής και της καθημερινότητας.

Η διαφορά αυτή εκφράζει μια ευρύτερη πολιτισμική και φιλοσοφική σύγκρουση. Η υλιστική κοσμοθέαση του Θεοφίλου προσεγγίζει τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα των εξωτερικών του συνθηκών, προτείνοντας λύσεις που περιορίζονται σε κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα, η ρομαντική κοσμοαντίληψη του Σταμάτη αναγνωρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ως φορέα πνεύματος, ηθικής και φαντασίας. Ο Ζορρό μας καλεί να επαναστατήσουμε για να διώξουμε τους κλέφτες πολιτικούς της χώρας μας (φράση που υπάρχει στο πρώτο βιβλίο του ήρωα που έγραψε ο Μακώλεϊ) αλλά, ταυτόχρονα, εξηγεί στον πρωταγωνιστή του διηγήματος ότι μπορεί να μας βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση μόνο με το παράδειγμα της ζωής του που περιλαμβάνουν τα βιβλία του. Γιατί, σύμφωνα με την περιγραφή του Σταμάτη, ως χάρτινος ήρωας είναι δυσδιάστατος και οι σφαίρες ή το σπαθί του δεν μπορούν να πλήξουν τους κακούς ενός κόσμου με περισσότερες διαστάσεις, όπως είναι ο δικός μας.


Ο Σταμάτης, με ένα ρομαντικά συμβολικό τρόπο, περνά μέσα από το διήγημά του τα μηνύματα του πολιτικού Ρομαντισμού και αναδεικνύει την ουσία της σημασίας των ηρώων της λογοτεχνίας του φανταστικού ως προτύπων υπέρβασης και ανατροπής της αστικής εργαλειακής κανονικότητας. Χωρίς να γίνεται στριφνός ιδεολογικός προπαγανδιστής ή διδακτικός, δίχως η λογοτεχνική του αφήγηση να χάνει κάτι από την δυναμική ή την ροή της, ο Σταμάτης ενώνει την λογοτεχνία με την φιλοσοφική σκέψη της πολιτικής σε ένα κείμενο που εκφράζει απολύτως την ταυτότητα του λογοτεχνικού Ρομαντισμού. Πετυχαίνει, δηλαδή, κάτι αρκετά δύσκολο που απαιτεί σημαντική λογοτεχνική δυναμική από έναν συγγραφέα. Δεν παύει στιγμή στις σελίδες του διηγήματος να είναι ο γνωστός μου εθνικιστής Σταμάτης, χωρίς όμως να γράφει αλληγορικά ή να υποτάσσει την λογοτεχνική φαντασία σε πολιτική προπαγάνδα. Η ισορροπία της πένας του είναι αναμφίβολα εντυπωσιακή (αν και θα ήθελα να τον έβλεπα να γράψει κάτι πιο εκτενές χωρίς καθόλου πολιτικό υπόβαθρο). Ο Θεοφίλου κάνει το ακριβώς αντίθετο. Τόσο στην λογοτεχνική του τεχνική όσο και στο τελικό μήνυμα που περνά, η λογοτεχνία υποτάσσεται στην ανάγκη της πολιτικής ιδεολογίας.

Οι χάρτινοι ήρωες –με τον τρόπο που παρουσιάζονται από τον Σταμάτη– εάν και δυσδιάστατοι καταλήγουν «πολυδιάστατοι», καθώς μας δίνουν μαθήματα ζωής. Στον μύθο, στο παραμύθι και στο υπερβατικό τους στοιχείο βρίσκει, τελικά, η «πραγματικότητα» την πλήρωσή της. Διαβάζοντας τα διηγήματα, πολλές φορές, σκέφτηκα μία φράση την οποία είχα ακούσει από έναν Αμερικανό θιασώτη του black metal. Η φράση του είχε ως εξής, «…they call the Enlightenment the Age of Reason…Yeah…the age that gave us no reason to live»(ας μου επιτραπούν τα αγγλικά, ειδάλλως η φράση θα στερείται νοήματος). Η κατάργηση του μύθου και των ηρώων λόγω της «εκλογικοποίησης» των πάντων καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο σε ένα επίπεδο που προηγείται της αστικής εξουσίας και την προϋποθέτει. Αν πρέπει να αναζητήσουμε την ανατροπή της άδικης και αντιανθρώπινης εξουσίας των καιρών μας ο προορισμός των οδηγών της ανατροπής πρέπει να είναι πιο βαθύς από την πολιτική αντιπαράθεση. Πρέπει να περάσει από το εσώτερα του πνεύματος και να διαλύσει πρώτα εκεί την κυριαρχία των διανοητικών δυνάμεων που θέτουν τα θεμέλια στα οποία εδράζεται η άθλια καπιταλιστική εξουσία της εποχής μας. Ο Σταμάτης μέσω της επικοινωνίας του με τους ήρωες των διηγημάτων του μας δείχνει ότι, όχι μόνο αυτοί οι ήρωες «υπάρχουν», αλλά ότι αποτελούν και εκφράσεις του δικού μας εσώτερου κόσμου. Τι παραπάνω είναι ο εσώτερος μας κόσμος, άραγε, πέρα από πτυχές των αιώνιων αρχετύπων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πανανθρώπινης ψυχής; Από πού θα αντλήσουμε τα ηθικά εφόδια για να κρίνουμε ότι το αστικό σύστημα που καυτηριάζει ο Θεοφίλου είναι όντως άδικο όταν οι υποστηρικτές του μας αντιτάξουν ορθολογιστικά επιχειρήματα ή ακόμη και αηθικές προσεγγίσεις ενός μεταμοντέρνου οικονομιστικού δαρβινισμού;

Όπως λέω πάντα, «Εάν δεν υπάρχει κάτι που να μας εμπνέει να σηκώσουμε το βλέμμα μας προς τον ουρανό, καταλήγουμε να το χαμηλώνουμε προς το έδαφος». Διαβάζοντας τα τέσσερα διηγήματα θυμήθηκα ότι η φαντασία είναι και μορφή γνώσης αλλά συνάμα και όπλο. Μία λόγχη η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της δυσειδούς  καθημερινότητας και να μας βοηθήσει έτσι ώστε να βγούμε νικητές στις καθημερινές μας μάχες. Η «Ηθική του παιχνιδιού» μας υπενθυμίζει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά όρια της υλικής πραγματικότητας. Οι χάρτινοι ήρωες, μέσω των πλατωνικών διαλόγων που έχουν με τον Σταμάτη, καταλήγουν να λειτουργήσουν ως μια ισχυρή υπενθύμιση για το ότι η αναζήτηση του νοήματος, της ηθικής και του «καλού», αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της Ρομαντικής κοσμοθέασης.


Οι άνθρωποι που δεν αγαπούν τους ήρωες, μας θέλουν φυλακισμένους (ακόμη κι εάν κάποιοι από αυτούς μιλούν υπέρ της κατάργησής των φυλακών). Ο Τόλκιν είχε αναφέρει χαρακτηριστικά, «Γιατί να περιφρονείται ένας άνθρωπος που, βρίσκοντας τον εαυτό του φυλακισμένο, προσπαθεί να αποδράσει και να πάει σπίτι του; Ή που, όταν δεν μπορεί να το κάνει, σκέφτεται και μιλά για άλλα θέματα που δεν έχουν να κάνουν με τους δεσμοφύλακες και τους τοίχους της φυλακής; Ο έξω κόσμος δεν έχει γίνει λιγότερο πραγματικός επειδή ο φυλακισμένος δεν μπορεί να τον δει. Χρησιμοποιώντας τη λέξη «απόδραση» με αυτόν τον τρόπο, οι κριτικοί (εννοώντας του κριτικούς του έργου του) έχουν επιλέξει τη λάθος λέξη, και, επιπλέον, συγχέουν —όχι πάντα λόγω κάποιου καλοπροαίρετου λάθους— την Απόδραση του Φυλακισμένου με τη Διαφυγή του Λιποτάκτη».[i] Αυτό κατάφερα να κάνω και εγώ όσο διάβαζα τα διηγήματα του Σταμάτη. Να αποδράσω, έστω και για λίγο, από την «φυλακή». Το ίδιο θα πρότεινα και στους πάσης φύσεως υλιστές. Εάν θέλουν να αισθάνονται ελεύθεροι, έστω και για λίγο, θα πρέπει να βάλουν λίγο Ρομαντισμό στην ζωή τους. Έτσι πέφτουν και οι μεγαλύτερες φυλακές. Οι εσωτερικές μας φυλακές.



[i] https://www.wordonfire.org/articles/escape-is-not-escapism/

         DreamKiller των Sumerlands. Ένα album που αξίζει την προσοχή μας     

                                                                                           του Σταμάτη Μαμούτου

Υπήρχε μια περίοδος που έλπιζα ότι το New Wave Of Traditional Heavy Metal θα μπορούσε να αναβιώσει με αξιώσεις τον αγαπημένο μας ήχο του κλασικού heavy metal, όπως το γνωρίσαμε στην δεκαετία του ’80 (άντε και σε εκείνη του ’70). Όμως, ο χρόνος αποδεικνύεται αμείλικτος κριτής. Μολονότι σε πολλά NWOTHM σχήματα υπάρχουν καλές ιδέες και αταλάντευτα σωστός μουσικός προσανατολισμός, για όσους εξακολουθούμε να ακούμε μουσική χωρίς να παρασυρόμαστε από την αγάπη μας για το πεδίο του κλασικού heavy metal και δίχως να υπονομεύουμε την δημόσια κρίση μας από την διάθεση να έχουμε φιλική σχέση με τα προσιτά (στις σημερινές συνθήκες) συγκροτήματα, τα όρια αυτού του ρεύματος είναι εμφανή. Μια το πολύ δύο καλές κυκλοφορίες. Πάθος για την υπεράσπιση της αυθεντικής heavy metal κουλτούρας αλλά και αδυναμία συνδυασμού επιμέρους στοιχείων προκειμένου να συγχρωτιστούν σε ένα αληθινά συμπαγές και σταθερό ποιοτικό ηχητικό αποτέλεσμα. Τα περισσότερα σχήματα δίνουν την αίσθηση μιας ακόμα χαμένης ευκαιρίας μουσικών, οι οποίοι έχουν προοπτικές να ξεπεράσουν το underground επίπεδο αλλά στο τέλος δεν τα καταφέρνουν.

Υποθέτω ότι για αυτό το αποτέλεσμα ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η σημερινή (εναπομείνασα) μουσική βιομηχανία. Στην ουσία οι μουσικές εταιρείες απλά κυκλοφορούν και διανέμουν τα albums. Είναι μαγαζάκια μικρής εμβέλειας. Δεν διαθέτουν τα επιτελεία των έμπειρων αυτιών και τους στρατούς τεχνικών που στην παλιά, προ του 1995, μουσική βιομηχανία έπαιζαν κομβικό ρόλο στην επεξεργασία και διαμόρφωση καλών αρχικών μουσικών ιδεών σε δισκογραφικούς ύμνους. Στις σημερινές συνθήκες μόνο κάποιες μουσικές ιδιοφυίες μπορούν δυνητικά να διαμορφώσουν ολοκληρωμένες εξαιρετικές μουσικές προτάσεις. Μουσικοί, δηλαδή, που είναι σε θέση να κάνουν πολλά πράγματα μόνοι τους σε διαφορετικά πεδία.

Ωστόσο, άλλο τι μπορεί να συμβεί δυνητικά και άλλο τι πραγματικά συμβαίνει. Ίσως χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες για να γεννηθούν μουσικές ιδιοφυίες. Ακόμη και οι καλοί μουσικοί των καιρών μας, με την βοήθεια του εκάστοτε ηχολήπτη που επιλέγουν και όντας υπό τον περιορισμό των εύκολων αλλά και γεμάτων περιορισμούς ηχογραφήσεων στους υπολογιστές, δεν είναι εύκολο να διαχειριστούν το αποτέλεσμα των ιδεών τους με τρόπο που να οδηγεί σε κάτι αληθινά ξεχωριστό. Συνήθως μένουν στο επίπεδο του καλού με την προσδοκία να υπερβούν κάποτε τον μέσο όρο του underground.

Προφανώς η παρέμβαση των παλαιών δισκογραφικών εταιρειών στην δουλειά των μουσικών έφερνε συχνά αρνητικά αποτελέσματα (με πρώτο όλων την αποφασισμένη από την μουσική βιομηχανία πτώση του heavy metal). Όμως, από την άλλη, απέφερε ενίοτε και θριάμβους. Ας αναλογιστούμε τι θα συνέβαινε στους Maiden αν ο Harris δεν είχε ακούσει τις σωστές συμβουλές να προσλάβει τον Smith και τον Dickinson, αλλά και τι συνέβη όταν ένιωσε αρκετά ισχυρός ώστε να αποχωριστεί τον Birch. Ας αναλογιστούμε αν θα υπήρχε ο θρύλος του Ozzy των 80’s, στην περίπτωση που έπρεπε να πείσει μόνος του, χωρίς την βοήθεια της μουσικής βιομηχανίας, τον Daisley, τον Rhoads, τον Lee και τους υπόλοιπους μουσικούς συνεργάτες του να τον ακολουθήσουν. Αντιστρόφως, ας σκεφτούμε σε τι ποιοτικά ύψη θα είχαν εκτοξευτεί σήμερα σχήματα όπως οι Wytch Hazel, αν υπήρχε ο παλιός τρόπος δουλειάς των μουσικών εταιρειών που θα ανάγκαζε τον Hendra να προσλάβει έναν κανονικό τραγουδιστή (ενδεχομένως και ορισμένους πιο άρτιους μουσικούς σε ένα ακόμη όργανο). Οι παλιές δισκογραφικές εταιρείες, της προ 1995 εποχής, συνιστούσαν μια μεγάλη μορφή οργάνωσης, η οποία παρήγαγε υψηλών απαιτήσεων αποτέλεσμα.

Σήμερα αυτό έχει εκλείψει. Οι συνέπειες πολλές. Μια εξ αυτών είναι ο εμφανής ερασιτεχνισμός σε πολλές κυκλοφορίες. Μπορεί ο ερασιτεχνισμός να αποκτά μια ενδιαφέρουσα ρομαντική υπόσταση όταν έχουμε να κάνουμε με ρεύματα που εκ των πραγμάτων απευθύνονται σε περιορισμένα κοινά ακροατών, όπως είναι για παράδειγμα το black metal. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για το κλασικό heavy metal και το hard rock, τα οποία είναι προορισμένα να απευθύνονται σε μεγαλύτερα κοινά και ως απώτατη προοπτική τους θα έπρεπε να θέτουν, κανονικά, την υπέρβαση του underground και την επικράτηση σε μεγάλη κλίμακα.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ ευχάριστο όταν εμφανίζεται ένα album που -πέρα από σωστό προσανατολισμό και διάσπαρτα ωραία στοιχεία αυθεντικού heavy metal- διαθέτει μια συνολική συνοχή, μια σταθερή αξία άνω του μετρίου σε αρκετά κριτήρια και γνωρίσματα συμπαγούς μουσικής ταυτότητας η ποιότητά της οποίας τείνει να υπερβεί τα μέτρα του true metal underground. Το «Dreamkiller» των Sumerlands αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Κυκλοφόρησε το 2022 και είναι το δεύτερο album των Αμερικανών. Οι Sumerlands είναι, στην ουσία, οι Eternal Champion με άλλον τραγουδιστή. Ως Summerlands έχουν διαμορφώσει μια διαφορετική μουσική ταυτότητα, πιο κοντά στο κλασικό και το power παρά στο true epic metal.


Δεν θα υποστηρίξω ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον «θρίαμβο του heavy metal» και άλλα διθυραμβικά. Θέλω να είμαστε προσγειωμένοι και σοβαροί. Υπό αυτό το πρίσμα το «Dreamkiller» είναι μια κυκλοφορία που ξεχωρίζει και αξίζει να της αφιερώσουμε χρόνο προκειμένου να την ακούσουμε με προσοχή και να την αποτιμήσουμε με τον τρόπο που το κάναμε κάποτε στα νέα albums τα οποία αγοράζαμε (και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, οδηγώντας ή στα ακουστικά του κινητού μας τηλεφώνου καθοδόν για τα ψώνια της ημέρας).

Σε αυτό το album οι Sumerlands παρουσιάζουν μια μουσική ταυτότητα που ισορροπεί ανάμεσα στο ευρωπαϊκό κλασικό heavy metal και στο αμερικανικό power της δεκαετίας του ’80. Η αρχή γίνεται με το πολύ καλό Twilight Points the Way. Εξαιρετικές οι πληθωρικές κιθάρες, με συνδυασμό metal μπούκωμα-μελωδία σε αναλογία που θυμίζει παλιά album του Dio. Ωραία και τα ανεπαίσθητα γεμίσματα πλήκτρων στις ατμόσφαιρες. Γεμάτα τύμπανα που (επιτέλους σε μια κυκλοφορία του NWOTHM) πέφτουν σε σωστά μετρήματα. Μόνο το μπάσο του πρόσφατα εκλιπόντος Brad Raub χάνεται αλλά αυτό είναι πλέον γνώρισμα της σύγχρονης παραγωγής.

Η φωνή του Brendan Radigan είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Πρόκειται για μια δουλεμένη φωνή ενός τραγουδιστή που ακούγεται επαγγελματικά άρτιος και έχει δυνατότητες. Η χροιά της έχει μια πρίμα απόχρωση που την καθιστά ιδανική για power metal σχήμα. Δεν είναι, όμως, η φωνή του classic metal τραγουδιστή. Εκ των πραγμάτων η πρίμα απόχρωση την κατευθύνει ερμηνευτικά στις ψηλές οκτάβες και αν δεν είσαι Halford, Kiske ή Tate, μια τέτοια φωνή χάνει σε αισθαντικότητα και οδηγεί αναγκαστικά στον πυρήνα του true power metal, αποκλείοντας το άνοιγμα σε πιο μαζικό ακροατήριο. Στο Twilight Points the Way και στα υπόλοιπα τραγούδια του album ο Radigan ακούγεται εξαιρετικά. Αλλά προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα του ήχου ως επιλογή των true metalheads. Είναι για εμάς και μόνο για εμάς. Δεν είναι για μουσικό κοινό μεγαλύτερης εμβέλειας, αν και το album δείχνει ότι σε άλλες εποχές θα μιλούσαμε για ένα συγκρότημα αρκετά ποιοτικό ώστε να έχει προοπτική απόκτησης μαζικού ακροατηρίου.

Ακολουθεί το (κάτι σαν) mιd tempo Heavens Above. Άλλο ένα εξαιρετικό τραγούδι με υπέροχες μελωδίες, εξαιρετικές classic metal κιθάρες που δένουν αρμονικά με μια γενικότερη modern metal αίσθηση, ατμοσφαιρικότητα κι ένα ανεπαίσθητα pop metal υπόβαθρο. Αναμφίβολα μια πολύ καλή σύνθεση.

Έπεται το Dream Killer. Ένα τυπικό ευρωπαϊκό power metal τραγούδι του κιλού. Τάπα τούπα τα τύμπανα, τρέξιμο στις κιθάρες που πνίγει την μελωδία (η οποία σώζεται ευτυχώς στα φωνητικά), το κλασικό παίξιμο που μοιάζει σαν να βάλαμε το βινύλιο των 33 στροφών στις 45, σολαρίσματα που αποκαλύπτουν γνώση της κλασικής μουσικής και μεγάλες τεχνικές δυνατότητες, καθώς και πολύ καλά φωνητικά στα ρεφρέν. Δεν είναι κακό αλλά δεν είναι και του προσωπικού μου γούστου αυτό το στυλ. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε το video clip του album καταδεικνύει ότι το συγκρότημα απευθύνεται στον πυρήνα των ακροατών του power metal, περιορίζοντας τις προοπτικές ανοίγματος σε μεγαλύτερο ακροατήριο.

Ακολουθεί το Night Ride. Ένα mid tempo ατμοσφαιρικό τραγούδι. Με ξενίζει λίγο το στυλ φωνητικών που θυμίζει σε κάποια σημεία grunge rock αμερικανιές των 90’s. Κατά τα άλλα έχει τα 80’s pop metal πλήκτρα που αγαπήσαμε, ωραίες μελωδίες, σταθερά εξαιρετικές κιθάρες.  Άλλη μια αρκετά καλή σύνθεση.

Στις παλιές εποχές κάπου εδώ θα άρχιζε η δεύτερη πλευρά του δίσκου. Edge of the Knife. Ίδια πετυχημένη συνταγή με το ρυθμικό μέρος στις κιθάρες να γέρνει προς τις δυνατές pop metal στιγμές των Scorpions και τα φωνητικά με το υπόλοιπο μέρος του τραγουδιού (μπάσο, ντραμς, ατμόσφαιρες στα πλήκτρα) να παραπέμπουν στις πρώτες μέρες των Savatage και του αμερικανικού epic. Οι κιθάρες για μια ακόμη φορά οργιάζουν.

Έπεται το Force of a Storm. Οι κιθάρες θυμίζουν Ozzy της εποχής Rhoads και Lee, ενδεχομένως και Τσάμη σε κάποια σημεία αλλά τα ρυθμικά τους είναι πιο πίσω από τα άλλα κομμάτια, με τα πλήκτρα να βγαίνουν μπροστά σε κάποια σημεία. Γρήγορο, δυνατό, old school. Συμπαθητικό αλλά νομίζω ότι έπρεπε να γίνει αλλιώς η παραγωγή του. Αυτές οι κιθάρες δεν είναι για να μένουν πίσω. Είναι οι προμετωπίδα του συγκροτήματος.

Επόμενο τραγούδι το ψυχοβγαλτικά mid (slow για την ακρίβεια) tempo The Savior's Lie. Καλό είναι αλλά δεν μου άρεσε ποτέ αυτό το αργό στυλ. Παραπέμπει πολύ στο μπλουζ και αναγκαστικά αποκλίνει από την heavy metal μουσική ταυτότητα σε πιο American rock ατραπούς. Μπαίνουν και ψυχεδελικά σολαρίσματα σε κάποια σημεία. Το πιο αδύναμο του album όσον αφορά την σύνθεση (η εκτελεστική δεινότητα των μουσικών παραμένει εξαιρετική), κατά την προσωπική μου εκτίμηση.

Το album κλείνει με το Death to Mercy. Τυπικό classic power τραγούδι που ανεβαίνει ποιοτικά λόγω του πολύ καλού ρεφρέν. Κιθάρες και πλήκτρα συνδυάζονται υπέροχα θυμίζοντας Warlord και Ozzy της εποχής του Bark at the Moon. Υποθέτω ότι, κάπου βαθιά στο πίσω μέρος του νου τους, οι Sumerlands θα σκέφτονταν πόσο ωραία θα ήταν αν είχαν τον παλιό Ozzy στα φωνητικά να πει το ρεφρέν (ήταν και στον πρώτο δίσκο εμφανής η επιρροή του Ozzy). Καλό τραγούδι αλλά όχι από τα κορυφαία του δίσκου.

Σε γενικές γραμμές το «Dreamkiller» είναι ένας από τους πολύ καλούς heavy metal δίσκους των τελευταίων ετών. Οι Sumerlands είναι μια μπάντα που αξίζει την προσοχή μας. Αποτελείται από μουσικούς με υπόβαθρο και ενδιαφέρουσες εμπνεύσεις. Είναι ένα σχήμα που έχει κυκλοφορήσει δύο πραγματικά καλούς δίσκους (με τον δεύτερο σαφώς καλύτερο) και δείχνει ότι αν η μουσική βιομηχανία των ημερών μας ήταν σε διαφορετικό επίπεδο, με σωστή καθοδήγηση το συγκεκριμένο συγκρότημα θα μπορούσε να είχε σπουδαίο μέλλον. Αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις τους ιδίως μετά τον απροσδόκητο θάνατο του μπασίστα τους.