DreamKiller των Sumerlands. Ένα album που αξίζει την προσοχή μας
του Σταμάτη Μαμούτου
Υπήρχε μια περίοδος που έλπιζα ότι το New Wave Of Traditional Heavy Metal θα
μπορούσε να αναβιώσει με αξιώσεις τον αγαπημένο μας ήχο του κλασικού heavy metal, όπως το γνωρίσαμε στην δεκαετία του
’80 (άντε και σε εκείνη του ’70). Όμως, ο χρόνος αποδεικνύεται αμείλικτος
κριτής. Μολονότι σε πολλά NWOTHM
σχήματα
υπάρχουν καλές ιδέες και αταλάντευτα σωστός μουσικός προσανατολισμός, για όσους
εξακολουθούμε να ακούμε μουσική χωρίς να παρασυρόμαστε από την αγάπη μας για το
πεδίο του κλασικού heavy
metal και δίχως
να υπονομεύουμε την δημόσια κρίση μας από την διάθεση να έχουμε φιλική σχέση με
τα προσιτά (στις σημερινές συνθήκες) συγκροτήματα, τα όρια αυτού του ρεύματος
είναι εμφανή. Μια, το πολύ δύο καλές κυκλοφορίες. Πάθος για την υπεράσπιση της αυθεντικής
heavy metal κουλτούρας
αλλά και αδυναμία συνδυασμού επιμέρους στοιχείων προκειμένου να συγχρωτιστούν
σε ένα αληθινά συμπαγές και σταθερό ποιοτικό ηχητικό αποτέλεσμα. Τα περισσότερα
σχήματα δίνουν την αίσθηση μιας ακόμα χαμένης ευκαιρίας μουσικών, που έχουν
προοπτικές να ξεπεράσουν το underground
επίπεδο
αλλά στο τέλος δεν τα καταφέρνουν.
Υποθέτω ότι για αυτό το αποτέλεσμα ευθύνεται
σε μεγάλο βαθμό η σημερινή (εναπομείνασα) μουσική βιομηχανία. Στην ουσία οι
μουσικές εταιρείες απλά κυκλοφορούν και διανέμουν τα albums. Είναι μαγαζάκια μικρής εμβέλειας. Δεν
διαθέτουν τα επιτελεία των έμπειρων αυτιών και τους στρατούς τεχνικών που στην,
προ του 1995, μουσική βιομηχανία έπαιζαν κομβικό ρόλο στην επεξεργασία και
διαμόρφωση καλών αρχικών μουσικών ιδεών σε δισκογραφικούς ύμνους. Στις
σημερινές συνθήκες μόνο κάποιες μουσικές ιδιοφυίες μπορούν δυνητικά να
διαμορφώσουν ολοκληρωμένες εξαιρετικές μουσικές προτάσεις. Μουσικοί, δηλαδή,
που είναι σε θέση να κάνουν πολλά πράγματα μόνοι τους.
Ωστόσο, άλλο τι μπορεί να συμβεί δυνητικά και
άλλο τι πραγματικά συμβαίνει. Ίσως χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες για να
γεννηθούν μουσικές ιδιοφυίες. Ακόμη και οι καλοί μουσικοί των καιρών μας, με
την βοήθεια του εκάστοτε ηχολήπτη που επιλέγουν και όντας υπό τον περιορισμό
των εύκολων αλλά και γεμάτων περιορισμούς ηχογραφήσεων στους υπολογιστές, δεν
είναι εύκολο να διαχειριστούν το αποτέλεσμα των ιδεών τους με τρόπο που να
οδηγεί σε κάτι αληθινά ξεχωριστό. Συνήθως μένουν στο επίπεδο του καλού με την
προσδοκία να υπερβούν κάποτε τον μέσο όρο του underground.
Προφανώς η παρέμβαση των παλαιών
δισκογραφικών εταιρειών στην δουλειά των μουσικών έφερνε συχνά αρνητικά
αποτελέσματα (με πρώτο όλων την αποφασισμένη από την μουσική βιομηχανία πτώση
του heavy
metal). Όμως,
από την άλλη, απέφερε ενίοτε και θριάμβους. Ας αναλογιστούμε τι θα συνέβαινε στους
Maiden αν ο
Harris δεν
είχε ακούσει τις σωστές συμβουλές να προσλάβει τον Smith και
τον Dickinson,
αλλά και τι συνέβη όταν ένιωσε αρκετά ισχυρός ώστε να αποχωριστεί τον Birch. Ας αναλογιστούμε αν θα υπήρχε ο θρύλος
του Ozzy
των
80’s, αν έπρεπε να πείσει
μόνος του, και χωρίς την καθοδήγηση της μουσικής βιομηχανίας, τον Daisley, τον Rhoads, τον Lee και
τους υπόλοιπους μουσικούς συνεργάτες του να τον ακολουθήσουν. Αντιστρόφως, ας
σκεφτούμε σε τι ποιοτικά ύψη θα είχαν εκτοξευτεί σήμερα σχήματα όπως οι Wytch Hazel, αν υπήρχε ο παλιός τρόπος δουλειάς των
μουσικών εταιρειών που θα ανάγκαζε τον Hendra να
προσλάβει έναν κανονικό τραγουδιστή (ενδεχομένως και ορισμένους πιο άρτιους
μουσικούς σε ένα ακόμη όργανο). Οι παλιές δισκογραφικές εταιρείες, της προ 1995
εποχής, συνιστούσαν μια μεγάλη μορφή οργάνωσης που παρήγαγε υψηλών απαιτήσεων
αποτέλεσμα.
Σήμερα αυτό έχει εκλείψει. Οι συνέπειες πολλές. Μια εξ αυτών είναι ο εμφανής ερασιτεχνισμός σε πολλές
κυκλοφορίες. Μπορεί ο ερασιτεχνισμός να αποκτά μια ενδιαφέρουσα ρομαντική
υπόσταση όταν έχουμε να κάνουμε με ρεύματα που εκ των πραγμάτων απευθύνονται σε
περιορισμένα κοινά ακροατών, όπως είναι για παράδειγμα το black metal. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για το
κλασικό heavy
metal και
το hard rock, τα οποία είναι προορισμένα να
απευθύνονται σε μεγαλύτερα κοινά και ως απώτατη προοπτική τους θα έπρεπε να
θέτουν, κανονικά, την υπέρβαση του underground και την επικράτηση σε μεγάλη
κλίμακα.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ ευχάριστο
όταν εμφανίζεται ένα album
που,
πέρα από σωστό προσανατολισμό και διάσπαρτα ωραία στοιχεία αυθεντικού heavy metal, διαθέτει μια συνολική συνοχή, μια
σταθερή ποιότητα άνω του μετρίου σε αρκετά κριτήρια και γνωρίσματα συμπαγούς
μουσικής ταυτότητας η ποιότητά της οποίας τείνει να υπερβεί τα μέτρα του true metal underground. Το «Dreamkiller» των Sumerlands αποτελεί
μια τέτοια περίπτωση. Κυκλοφόρησε το 2022 και είναι το δεύτερο album των
Αμερικανών. Οι Sumerlands
είναι,
στην ουσία, οι Eternal
Champion με
άλλον τραγουδιστή. Ως Summerlands
έχουν
διαμορφώσει μια διαφορετική μουσική ταυτότητα, πιο κοντά στο κλασικό
και το power
παρά
στο true
epic metal.
Δεν θα υποστηρίξω ότι έχουμε να κάνουμε με
κάποιον «θρίαμβο του heavy
metal»
και άλλα διθυραμβικά. Θέλω να είμαστε προσγειωμένοι και σοβαροί. Υπό αυτό το πρίσμα
το «Dreamkiller» είναι μια κυκλοφορία που ξεχωρίζει και αξίζει να της αφιερώσουμε
χρόνο προκειμένου να την ακούσουμε με προσοχή και να την αποτιμήσουμε με τον
τρόπο που το κάναμε κάποτε στα νέα albums τα οποία αγοράζαμε (και όχι, όπως
συμβαίνει σήμερα, οδηγώντας ή στα ακουστικά του κινητού μας τηλεφώνου καθοδόν
για τα ψώνια της ημέρας).
Σε αυτό το album οι Sumerlands
παρουσιάζουν μια μουσική ταυτότητα που ισορροπεί ανάμεσα στο ευρωπαϊκό κλασικό heavy metal και
στο αμερικανικό power
της
δεκαετίας του ’80. Η αρχή γίνεται με το πολύ καλό Twilight Points the Way.
Εξαιρετικές οι πληθωρικές κιθάρες, με συνδυασμό metal μπούκωμα-μελωδία
σε αναλογία που θυμίζει παλιά album
του
Dio. Ωραία και τα ηχητικά
ανεπαίσθητα γεμίσματα πλήκτρων στις ατμόσφαιρες. Γεμάτα τύμπανα που (επιτέλους
σε μια κυκλοφορία του NWOTHM)
πέφτουν σε σωστά μετρήματα. Μόνο το μπάσο του πρόσφατα εκλιπόντος Brad Raub χάνεται
αλλά αυτό είναι πλέον γνώρισμα της σύγχρονης παραγωγής.
Η φωνή του Brendan Radigan είναι ένα θέμα
προς συζήτηση. Πρόκειται για μια δουλεμένη φωνή ενός τραγουδιστή που ακούγεται
επαγγελματικά άρτιος και έχει δυνατότητες. Η χροιά της έχει μια πρίμα
απόχρωση που την καθιστά ιδανική για power metal σχήμα. Δεν είναι, όμως, η
φωνή του classic
metal τραγουδιστή.
Εκ των πραγμάτων η πρίμα απόχρωση την κατευθύνει ερμηνευτικά στις ψηλές οκτάβες και αν δεν
είσαι Halford, Kiske ή Tate, μια τέτοια φωνή χάνει σε
αισθαντικότητα και οδηγεί αναγκαστικά στον πυρήνα του true power metal, αποκλείοντας το άνοιγμα σε πιο μαζικό
ακροατήριο. Στο Twilight Points the Way και στα υπόλοιπα τραγούδια του album ο Radigan ακούγεται
εξαιρετικά. Αλλά προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα του ήχου ως επιλογή
των true
metalheads. Είναι
για εμάς και μόνο για εμάς. Δεν είναι για μουσικό κοινό μεγαλύτερης εμβέλειας,
αν και το album
δείχνει ότι σε άλλες εποχές θα μιλούσαμε για ένα συγκρότημα αρκετά ποιοτικό
ώστε να έχει προοπτική απόκτησης μαζικού ακροατηρίου.
Ακολουθεί
το (κάτι σαν) mιd tempo Heavens Above. Άλλο ένα εξαιρετικό τραγούδι με
υπέροχες μελωδίες, εξαιρετικές classic
metal κιθάρες
που δένουν αρμονικά με μια γενικότερη modern metal αίσθηση, ατμοσφαιρικότητα
και ένα ανεπαίσθητα pop
metal υπόβαθρο.
Αναμφίβολα μια πολύ καλή σύνθεση.
Έπεται το Dream Killer. Ένα τυπικό ευρωπαϊκό power metal τραγούδι
του κιλού. Τάπα τούπα τα τύμπανα, τρέξιμο στις κιθάρες που πνίγει την μελωδία
(η οποία σώζεται ευτυχώς στα φωνητικά), το κλασικό παίξιμο που μοιάζει σαν να
βάλαμε το βινύλιο των 33 στροφών στις 45, σολαρίσματα που αποκαλύπτουν γνώση
της κλασικής μουσικής και μεγάλες τεχνικές δυνατότητες, καθώς και πολύ καλά
φωνητικά στα ρεφρέν. Δεν είναι κακό αλλά δεν είναι και του προσωπικού μου
γούστου αυτό το στυλ. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε το video clip του album δείχνει
και τον προσανατολισμό του συγκροτήματος προς τον πυρήνα του power metal κοινού, που αποκλείει το άνοιγμα σε μεγαλύτερο ακροατήριο.
Ακολουθεί το Night Ride. Ένα mid tempo ατμοσφαιρικό πολύ καλό τραγούδι. Με ξενίζει λίγο το στυλ φωνητικών που θυμίζει σε κάποια σημεία grunge rock αμερικανιές
των 90’s.
Κατά τα άλλα έχει τα 80’s
pop metal πλήκτρα
που αγαπήσαμε, ωραίες μελωδίες, σταθερά εξαιρετικές κιθάρες. Άλλη μια ωραία σύνθεση.
Στις παλιές εποχές κάπου εδώ θα άρχιζε η δεύτερη
πλευρά του βινυλίου. Edge
of the Knife. Ίδια πολύ καλή συνταγή με το ρυθμικό
μέρος στις κιθάρες να γέρνει προς τις δυνατές pop metal στιγμές
των Scorpions και
τα φωνητικά με το υπόλοιπο μέρος του τραγουδιού (μπάσο, ντραμς, ατμόσφαιρες στα
πλήκτρα) να παραπέμπουν στις πρώτες μέρες των Savatage και του αμερικανικού epic. Οι κιθάρες για μια ακόμη φορά
οργιάζουν.
Έπεται το Force of a Storm.
Οι κιθάρες θυμίζουν Ozzy
της
εποχής Rhoads
και
Lee, ενδεχομένως και
Τσάμη σε κάποια σημεία, αλλά τα ρυθμικά τους είναι πιο πίσω από τα άλλα
κομμάτια με τα πλήκτρα να βγαίνουν μπροστά σε κάποια σημεία. Γρήγορο, δυνατό, old school.
Συμπαθητικό αλλά νομίζω ότι έπρεπε να γίνει αλλιώς η παραγωγή του ήχου του.
Αυτές οι κιθάρες δεν είναι για να μένουν πίσω. Είναι οι προμετωπίδα του
συγκροτήματος.
Επόμενο τραγούδι το ψυχοβγαλτικά mid (slow για την ακρίβεια) tempo The Savior's Lie. Καλό είναι αλλά δεν
μου άρεσε ποτέ αυτό το αργό στυλ. Παραπέμπει πολύ στο μπλουζ και αναγκαστικά
αποκλίνει από την heavy
metal μουσική
ταυτότητα σε πιο American
rock ατραπούς.
Μπαίνουν και ψυχεδελικά σολαρίσματα σε κάποια σημεία. Το πιο αδύναμο του album όσον
αφορά την σύνθεση (η εκτελεστική δεινότητα των μουσικών παραμένει εξαιρετική),
κατά την προσωπική μου εκτίμηση.
Το album κλείνει με το Death
to Mercy. Τυπικό classic
power τραγούδι
που ανεβαίνει ποιοτικά λόγω του πολύ καλού ρεφρέν. Κιθάρες και πλήκτρα συνδυάζονται υπέροχα
θυμίζοντας Warlord
και Ozzy της
εποχής του Bark
at the Moon. Υποθέτω ότι, κάπου βαθιά στο πίσω
μέρος του νου τους, οι Sumerlands
θα
σκέφτονταν πόσο ωραία θα ήταν αν είχαν τον παλιό Ozzy στα
φωνητικά να πει το ρεφρέν (ήταν και στον πρώτο δίσκο εμφανής η επιρροή του Ozzy). Καλό τραγούδι αλλά όχι από τα
κορυφαία του δίσκου.
Σε γενικές γραμμές το «Dreamkiller» είναι ένας από τους πολύ καλούς heavy metal δίσκους των τελευταίων ετών. Οι Sumerlands είναι μια μπάντα που αξίζει την προσοχή μας. Αποτελείται από μουσικούς με υπόβαθρο και ενδιαφέρουσες εμπνεύσεις. Είναι ένα σχήμα που έχει κυκλοφορήσει δύο πραγματικά καλούς δίσκους (με τον δεύτερο σαφώς καλύτερο) και δείχνει ότι αν η μουσική βιομηχανία των ημερών μας ήταν σε διαφορετικό επίπεδο, με σωστή καθοδήγηση, το συγκεκριμένο συγκρότημα θα μπορούσε να είχε σπουδαίο μέλλον. Αναμένουμε τις επόμενες κινήσεις τους ιδίως μετά τον απροσδόκητο θάνατο του μπασίστα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου