Τίτλοι τέλους για το βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει»

                                                                                          του Σταμάτη Μαμούτου

Όταν η χώρα εισερχόταν στην εποχή των μνημονίων, εκεί στις αρχές τις δεκαετίας του 2010, οι έχοντες επαφή με τον κόσμο του βιβλίου υποψιαζόμασταν ότι η κρίση θα έπληττε επώδυνα τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους. Μια χώρα με μικρό αναγνωστικό κοινό που χρεωκοπούσε δεν αποτελούσε το ευνοϊκότερο περιβάλλον για την επιβίωση ενός πεδίου που το επίκεντρό του, δηλαδή το βιβλίο, γινόταν ανέκαθεν στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας αντιληπτό ως βαρετή πολυτέλεια. Ωστόσο, παρά την διάχυτη υποψία, ενδεχομένως ούτε οι εκ των έσω  καλά πληροφορημένοι για την εκδοτική πραγματικότητα να μην περίμεναν ότι στα πρώτα μνημονιακά χρόνια θα κατέρρεαν τόσο γρήγορα εκδοτικοί κολοσσοί όπως ο Λιβάνης, ο Ελευθερουδάκης και άλλοι.

Και αν κάποια μεγάλα εκδοτικά ονόματα που κατέρρευσαν είχαν συνδέσει την ισχύ τους με την πολιτική τύχη του επίσης καταρρεύσαντος ΠΑΣΟΚ, υπήρξαν και ιστορικοί χώροι βιβλιόφιλων, γενικότερης αποδοχής, που έπεσαν θύματα της μνημονιακής καταιγίδας. Το παλαιό βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Το ιστορικό εκείνο βιβλιοπωλείο της οδού Σόλωνος έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Όμως, πρόσωπα προερχόμενα από το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο επανήλθαν και άνοιξαν το νέο βιβλιοπωλείο που έφερε την ονομασία «Επί Λέξει» στην οδό Ακαδημίας.

Όσοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στο ελληνικό εκδοτικό στερέωμα γνωρίζουν ότι το «Επί Λέξει» ανακοίνωσε από τον περασμένο Μάιο ότι θα έκλεινε οριστικά. Αυτή την φορά δεν ήταν τόσο η αδυναμία να ανταπεξέλθει στο βάρος των άμεσων μνημονιακών κοινωνικών μεταβολών όσο η συνέπεια των έμμεσων, που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα. Οι ιδιοκτήτες του αισθητικά ελκυστικού βιβλιοπωλείου ανακοίνωσαν ότι είχαν πέσει θύματα της γενικότερης εκτόξευσης των τιμών που επιβάλλεται ως κυβερνητική οικονομική πολιτική κατά τα τελευταία χρόνια. Ο κάτοχος του κτιρίου ζήτησε εξαιρετικά αυξημένο ποσό μηνιαίου ενοικίου προκειμένου να συνέχιζε να παραχωρεί την αίθουσα του καταστήματος στους βιβλιοπώλες. Όπως ήταν αναμενόμενο οι βιβλιοπώλες δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν, με αποτέλεσμα το «Επί Λέξει» να κλείσει.



Οι τρεις τελευταίες μέρες που το κατάστημα παρέμεινε ανοιχτό, στα τέλη του Σεπτέμβρη, έγιναν κάτι σαν άτυπο λαϊκό προσκύνημα των βιβλιόφιλων. Η ιδιοκτήτρια ανακοίνωσε στα ΜΜΕ ότι θα πωλούσε όλα τα βιβλία που είχαν μείνει στα ράφια στην τιμή των δύο ευρώ. Με αποτέλεσμα να καταφτάσουν στο κατάστημα αναγνώστες από όλη την Αθήνα και να βουλιάξει από κόσμο η οδός Ακαδημίας στο ύψος του Κολωνακίου. Πρόλαβα να εισέλθω στο μισοαδειασμένο από βιβλία «Επί Λέξει» λίγες ώρες πριν κατεβάσει οριστικά τα ρολά. Μολονότι οι περισσότεροι ενδιαφέροντες τίτλοι είχαν κάνει φτερά, κατάφερα να εντοπίσω ορισμένα βιβλία με περιεχόμενα που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον στις εναπομείνασες στοίβες.



Καθώς έψαχνα στα ράφια άκουσα την ιδιοκτήτρια να λέει σε έναν συνομιλητή της ότι είχε καλέσει φορείς σχετιζόμενους με το βιβλίο και δημοτικές βιβλιοθήκες να παραλάβουν δωρεάν το στοκ του καταστήματος αλλά κανείς δεν είχε ανταποκριθεί. Τελικά η λύση της πώλησης των βιβλίων στην τιμή των δυο ευρώ φάνηκε περισσότερο αποτελεσματική.


Το κλείσιμο του «Επί Λέξει» έγινε αφορμή για να γραφτούν άρθρα και να ανοίξουν σχετικές συζητήσεις στους κύκλους των βιβλιόφιλων. Ακούστηκαν και διαβάστηκαν, για μια ακόμη φορά, οι γνωστές εκκλήσεις προς τα υπουργεία πολιτισμού και παιδείας, οι οποίες, όπως αναμενόταν, έμειναν αναπάντητες. Σε μια χώρα που οι βιβλιοθήκες δεν ενδιαφέρονται να παραλάβουν δωρεάν το στοκ ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου είναι αστείο να περιμένουν κάποιοι ότι θα ευαισθητοποιηθούν υπουργοί και υπουργεία για να σώσουν ένα βιβλιοπωλείο ή έναν κινηματογράφο, από την στιγμή μάλιστα που υπάρχει η βάσιμη δικαιολογία ότι το κράτος δεν μπορεί να σώζει επιλεκτικά ιδιωτικές επιχειρήσεις (ούτε και να τις σώσει κρατικοποιώντας της και λειτουργώντας της ως κρατικά σχήματα σε μια «βεβαίως βεβαίως» φιλελεύθερη οικονομία). Κάποιοι έκαναν λόγο για τον συνεταιρισμό των μικρών βιβλιοπωλείων ως μόνη λύση προκειμένου να μην έχουν όλα την τύχη του «Επί Λέξει», αν και οι περισσότεροι συμφωνούμε ότι η κουλτούρα του Έλληνα της εποχής μας απέχει έτη φωτός από την ικανότητα να συνεργαστεί σε τέτοια σχήματα. Και, τελικά, ποια συμπεράσματα εξάχθηκαν; Ότι, αν δεν συμβεί κάτι εξαιρετικά απίθανο, τα μικρά βιβλιοπωλεία, ως επιχειρήσεις που απευθύνονται σε ένα συρρικνωμένο αγοραστικό κοινό, είναι βέβαιο ότι θα καταρρεύσουν στο προσεχές μέλλον. Για να είμαι ειλικρινής οι πληροφορίες που φτάνουν στα αυτιά μου δεν είναι καθόλου καλές ούτε για μεγαλύτερες αλυσίδες βιβλιοπωλείων. Αργά ή γρήγορα κάποιοι καλά ενημερωμένοι φίλοι μας περί των θεμάτων του εκδοτικού κόσμου και των βιβλιοπωλείων περιμένουν την κατάρρευση δυνατών ονομάτων.


Ελπίζω να μην επαληθευτούν οι πληροφορίες και περνώ σε ένα άλλο θέμα. Το μέλλον του βιβλιοπωλείου, και του βιβλίου εν γένει, είναι ασφαλώς δυσοίωνο στην Ελλάδα. Το διάβασμα στο διαδίκτυο και όχι στο χαρτί, οι νέες γενιές που γαλουχούνται στην αντιπνευματική μπουρζουάδικη life style ψευδοκουλτούρα του περιβάλλοντος της νεοφιλελεύθερης εξουσίας και στην απονευρωμένη διανοητικά παθογένεια της ευρωπαϊστικής φορμαλιστικής γραφειοκρατίας απομακρυνόμενες οριστικά από το βιβλίο, τα αυξανόμενα -ελέω ορμητικής καπιταλιστικής υπανθρωπιάς- με ρυθμούς πλημμυρίδας «ψώνια» που νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν διάσημοι λογοτέχνες γράφοντας μετριότητες που βρίσκουν εύκολα πια τον δρόμο της έκδοσης γεμίζοντας τα ράφια των νέων κυκλοφοριών με αδιάφορα βιβλία, όλα αυτά και πολλά άλλα καθιστούν την επιβίωση του βιβλιοπωλείου και του βιβλίου αμφίβολη.


Όμως, υπάρχει και κάτι άλλο. Κάτι που είναι απτό, εύκολο να εντοπιστεί αλλά πολλοί αποφεύγουν να το αναφέρουν γιατί μια πιθανή θεραπεία του θα αποτελούσε χτύπημα στην καρδιά της επιβεβλημένης από την Ε.Ε., την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις ΗΠΑ νεοφιλελεύθερης οικονομικοπολιτικής «ορθοδοξίας». Ακούμε συχνά το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλοί αναγνώστες, ότι ο μέσος Έλληνας προτιμά να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να διαβάσει ένα βιβλίο και άλλα συναφή. Ναι, δεν αμφιβάλει κανείς ότι αυτή η εκτίμηση περιλαμβάνει μια ισχυρή δόση αλήθειας. Κι εγώ την συμμερίζομαι. Αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό. Είναι, άραγε, το μικρό ενδιαφέρον του μέσου Έλληνα για το βιβλίο ο κύριος λόγος του προβλήματος ή αποτελεί έναν εύκολο τρόπο να μεταφέρει το σύστημα εξουσίας δικές του ευθύνες σε μια αφηρημένη εκτίμηση; Οι τρεις τελευταίες μέρες του «Επί Λέξει» έδειξαν ότι μάλλον ισχύει το δεύτερο. Οι εκατοντάδες των πελατών που βούλιαξαν το κατάστημα και έφτασαν μέχρι την οδό Ακαδημίας έδειξαν ότι αν οι τιμές των βιβλίων γίνουν ανεκτές για την τσέπη του μέσου Έλληνα τότε οι Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου ίσως να μην είμαστε τόσοι λίγοι.


Όταν το μέσο βιβλίο κοστίζει περισσότερο από τα βρώσιμα ψώνια μιας μέρας στο παντοπωλείο είναι εύλογο να μην προσελκύσει αγοραστές. Προφανώς, δέχομαι ότι όντως ο μέσος Έλληνας θα προτιμήσει την ψυχαγωγία στο θέατρο, τον κινηματογράφο ή το κέντρο διασκέδασης από το διάβασμα ενός βιβλίου. Αλλά ακόμη και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, γιατί τελικά βρέθηκαν τόσοι πολλοί αγοραστές σε ένα βιβλιοπωλείο όταν οι τιμές ήταν αυτές που έπρεπε και η προσφορά διαφημίστηκε ικανοποιητικά στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ; Σαφώς οι Έλληνες της εποχής μας που αξιολογούν το βιβλίο ως κάτι προτιμότερο από το θέατρο ή την διασκέδαση σε κάποιο κέντρο είναι λιγότεροι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι είναι τόσο λίγοι όσο πιστεύεται ή ότι οι συμπολίτες μας που προτιμούν το σινεμά ή το ποτό σε ένα κέντρο διασκέδασης από το βιβλίο δεν θα μπουν ποτέ και στο βιβλιοπωλείο. Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι αν οι τιμές είναι κατάλληλες για την τσέπη του μέσου Έλληνα το βιβλιοπωλείο ίσως να μην απευθύνεται στο ελάχιστο αριθμητικά κοινό που οι περισσότεροι υποθέτουμε.


Δεν θα αρνηθώ ότι η ανακοίνωση του οριστικού κλεισίματος ενός βιβλιοπωλείου μπορεί να συγκεντρώσει για λόγους συναισθηματικούς ή απλώς βιώματος της σχετικής εμπειρίας και ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα αγόραζαν βιβλία. Όμως, έχω την εντύπωση ότι δεν είναι μόνο αυτό. Στο «Επί Λέξει» έβλεπα γύρω μου πρόσωπα που γνώριζαν την αγορά του βιβλίου και όχι ψωνισμένους που ήθελαν να φωτογραφηθούν για να ανεβάσουν αφηγήσεις στα προσωπικά τους social media. Το συμπέρασμά μου, λοιπόν, είναι το εξής. Αν η τιμή του βιβλίου δεν ξεπερνά τα δύο ευρώ αμέσως οι αναγνώστες πολλαπλασιάζονται. Θα πει κανείς ότι το ποσό είναι ελάχιστο και άλλα συναφή. Κι εγώ από την μεριά μου θα απαντήσω ότι το μέσο κόστος του βιβλίου στην ελληνική αγορά θα έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στα πέντε ευρώ. Αυτό είναι το κόστος που μπορεί να σηκώσει η τσέπη ανθρώπων που εργάζονται με βασικό μισθό οκτακόσια, συν πλην, ευρώ.


Και πώς μπορεί να γίνει αυτό, θα διερωτηθεί κανείς. Αν υπήρχε κρατική πρόνοια, ώστε το κόστος του φύλλου και των τυπογραφικών να παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα, η οποία θα συνοδευόταν από μια κρατική κατεύθυνση στον προσανατολισμό του μέσου όρου της τιμής του βιβλίου σε ένα ποσό που μπορεί να αντέξει η ελληνική τσέπη. Αν συνέβαινε αυτό ίσως τελικά η φήμη του Έλληνα που δεν διαβάζει να αποδεικνυόταν μια ανυπόστατη παραφιλολογία. Αλλά σε συνθήκες νεοφιλελεύθερου, στρατηγικά σχεδιασμένου, στασιμοπληθωρισμού όλη αυτή η συζήτηση καθίσταται άνευ νοήματος. Με αποτέλεσμα να βλέπουμε τις τιμές των παλιών στοκαρισμένων βιβλίων που διανέμονται στο Παζάρι του Βιβλίου να κινούνται κατά μέσο όρο άνω των πέντε με έξι ευρώ. Αν στο παζάρι του βιβλίου το κόστος ανεβαίνει σε τέτοια επίπεδα δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι συμβαίνει στα βιβλιοπωλεία και σε νέες εκδόσεις (με αυξημένα κόστη σε τυπογραφεία και γραφιστικά) και γιατί η κίνηση της πελατείας τους μειώνεται τόσο επικίνδυνα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ρισκάρω να εκτιμήσω ότι στο πολύ κοντινό μέλλον το βιβλίο στη χώρα μας θα καταστεί μονοπώλιο και θα απορροφηθούν με σαρωτικό τρόπο τα πάντα από την Πολιτεία. Αντε το πολυ πολυ να επιζήσει ως "ανταγωνιστής" και ο Ιανός, αν δεν καταρρεύσει και αυτός.

Ανώνυμος είπε...

Χαμός στην Αγγλία με εμπρησμό τζαμιού.