Ο Δράκουλας του Λυκ Μπεσόν
του Σταμάτη Μαμούτου
Είναι σίγουρα δύσκολο να
αναλάβει κανείς την κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος όπως το Δράκουλα
του Μπραμ Στόουκερ, που έχει προβληθεί σε πολλές αφηγηματικές παραλλαγές στην
μεγάλη οθόνη. Ιδίως, μάλιστα, όταν η πλέον εντυπωσιακή κινηματογραφική μεταφορά,
η οποία έχει παρουσιαστεί μετά την δεκαετία του ’80, ήταν εκείνη του Κόπολα.
Αναμφίβολα ο πήχης είναι πολύ ψηλά και κάθε νέα προσπάθεια κινδυνεύει να
περάσει από κάτω.
Έχοντας αυτά κατά νου
έφτασα σε γνωστό κινηματογράφο της οδού Ακαδημίας, στο κέντρο των Αθηνών, προκειμένου να
παρακολουθήσω την νέα ταινία του Λυκ Μπεσόν, που αντλεί το θέμα της από το βιβλίο του Στόουκερ. Το γεγονός ότι θα έβλεπα την ταινία
σε έναν κινηματογράφο του πιο αγαπημένου μου σημείου της πόλης έδινε μια ώθηση ευχαρίστησης στην διάθεσή μου. Γεγονός που είχε την σημασία του γιατί οι
κριτικές που είχα διαβάσει διαμόρφωσαν την εντύπωση ότι θα έβλεπα ένα μετριότατο κινηματογραφικό έργο. Διατηρούσα, όμως, μια επιφύλαξη προς τις κριτικές τόσο λόγω της ευχάριστης
διάθεσης και της μικρής μου εμπιστοσύνης προς τους επαγγελματίες κριτικούς όσο και λόγω της σκηνοθετικής υπογραφής του Λυκ Μπεσόν.
Μπορεί ο Μπεσόν να είναι
ένας σκηνοθέτης με μεγάλες διακυμάνσεις στην μέχρι σήμερα κινηματογραφική του
διαδρομή (από το εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα της εποχής του The Big Blue, τις δυνατές συνέχειες με ταινίες όπως τα Πέμπτο
Στοιχείο και Λεόν, μέχρι τις πιο αδιάφορες Λούσι, Βαλέριαν
κλπ) δεν παύει, όμως να αποτελεί έναν έμπειρο, ποιοτικό και -όταν είναι σε
φόρμα- ικανό να παρουσιάσει το κάτι ξεχωριστό, σκηνοθέτη. Κατάφερε τελικά να
παρουσιάσει κάτι ξεχωριστό ο Μπεσόν με τον δικό του Δράκουλα; Η απάντηση είναι
μάλλον θετική. Ο Δράκουλας του Λυκ Μπεσόν είναι πράγματι μια διαφορετική
ταινία από αυτό που φέρνει στο νου ο τίτλος του έργου. Ωστόσο, η
διαφορετικότητα δεν σηματοδοτεί πάντοτε κάτι καλό. Μάλλον το αντίθετο
συμβαίνει τις περισσότερες φορές.
Για να γίνω περισσότερο
σαφής: αν ο Μπεσόν είχε δώσει έναν διαφορετικό τίτλο στην ταινία του θα είχαμε
να κάνουμε με ένα συμπαθητικό ερωτικό φιλμ, επενδυμένο με fantasy gothic αισθητική. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, οι θεατές θα
ήταν λιγότεροι. Ο τίτλος «Dracula» είναι σίγουρα θελκτικός για το παγκόσμιο κινηματογραφικό
κοινό των θεατών. Είτε για αυτόν είτε για επιπλέον λόγους ο Μπεσόν επέλεξε να
σκηνοθετήσει ένα έργο του οποίου βάσισε, αχνά και σε πολύ γενικές γραμμές, τον
αφηγηματικό και αισθητικό κορμό στην ταινία του Κόπολα (όχι στο βιβλίο του
Στόουκερ από το οποίο έχει αντλήσει λίγα κεντρικά σημεία της αφήγησης). Έτσι,
λοιπόν, μια ταινία που συνδέεται θεματικά με εκείνη του Κόπολα αναγκαστικά θα πρέπει να
συγκριθεί μαζί της.
Όταν συμβεί αυτό η κάθε
συζήτηση χάνει το νόημά της. Καλύτερο θα ήταν για τον θεατή που θα επιλέξει να
παρακολουθήσει την νέα ταινία του Μπεσόν να αφήσει το αριστούργημα του Κόπολα
στην άκρη και να μην ακολουθήσει τον Μπεσόν στο λάθος του. Δηλαδή, να δει την
ταινία σαν να μην υπήρχαν παλαιότερες μεταφορές του βιβλίου. Υπό αυτή την
οπτική ο Δράκουλας του Μπεσόν είναι συμπαθητικό έργο. Με εμφανείς
αδυναμίες σε ορισμένα σημεία που θα υποδειχθούν παρακάτω αλλά και με ωραία
φωτογραφία, δυνατό ρυθμό στην ροή της αφήγησης και καλές ερμηνείες.
Η ταινία του Μπεσόν
αποτελεί ένα ερωτικό δράμα με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, ωραία φωτεινά κάδρα και
όμορφη γοτθική σκηνογραφία. Το γοτθικό στοιχείο απλώνεται στην αισθητική των σκηνών
χωρίς να συνοδεύεται πάντοτε από την αίσθηση του τρόμου. Με εξαίρεση τις σκηνές
που ο Δράκουλας εμφανίζεται σαν γέροντας, σε όλο το υπόλοιπο έργο, ακόμη και στις αιματοβαμμένες σκηνές που δεν είναι τόσες πολλές ούτε τόσο αιματηρές όσο τις περιγράφουν
οι κριτικοί, ακόμη και στην όψη των τεράτων που συμμαχούν με τον Δράκουλα, όλα δείχνουν να έχουν περισσότερα
γνωρίσματα μιας περιπέτειας fantasy παραμυθιού παρά μια
ταινίας τρόμου. Τα γκαρκόιλ παραπέμπουν στα νανάκια του παλιού έργου sci fi κινουμένων σχεδίων και
επιτραπέζιου παιχνιδιού Black Star/ Οι Κυρίαρχοι του Σύμπαντος. Τα δαγκώματα των βρικολάκων συνοδεύονται από ερωτικούς
παροξυσμούς και όχι από αίσθηση πόνου, αρρώστιας ή απώλειας της ανθρώπινης ταυτότητας.
Οι πανοπλίες και τα λάβαρα των ιπποτών του Δράκουλα παραπέμπουν στον Άρχοντα
των Δακτυλιδιών και στο Game Of Thrones, όχι στον Μολδοτρανσιλβανοβλαχικό μεσαίωνα. Οι ιερείς παρουσιάζονται
Καθολικοί και όχι Ορθόδοξοι. Ο Δράκουλας στην αρχή του έργου έχει σκοπό να
σκοτώσει τον άτυχο νεαρό δικηγόρο που τον επισκέπτεται στον πύργο του και μόνο
κατά τύχη αυτός παραμένει ζωντανός ενώ σε όλο το υπόλοιπο έργο φαίνεται ότι
αποφεύγει να σκοτώσει τον οποιονδήποτε χωρίς λόγο και προτιμά μόνο να πίνει
ανθρώπινο αίμα όμορφων γυναικών τις οποίες κάνει βρικόλακες προκειμένου να τις στρατεύσει
στον ανώτερο σκοπό του. Οι αρχικές
σκηνές του setup της ταινίας παρουσιάζουν
ένα ζευγάρι ερωτευμένων πριγκιπόπουλων του μεσαίωνα να συμπεριφέρεται με εντελώς «αντιμεσαιωνικούς»
ερωτικούς τρόπους.
Παρόλες τις αντιφάσεις
και ορισμένες μη επαρκώς κατανοητές επιλογές του Μπεσόν που παρέθεσα παραπάνω, η αισθητική των σκηνών, των
κάδρων και της σκηνογραφίας έχει μια όμορφη ατμοσφαιρικά ημιφωτεινή ταυτότητα,
πολύ χαρακτηριστική του Γάλλου σκηνοθέτη. Ο Δράκουλας είναι απλά ένας ερωτευμένος άντρας
που δεν σκοτώνει κανέναν άνθρωπο στην ταινία, αρκούμενος να δαγκώνει γυναίκες -ιδίως
καλόγριες- και να τις μετατρέπει σε vampires που τον κρατούν ζωντανό προκειμένου να βρει την αγαπημένη
του. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί, ο Δράκουλας φέρεται ιπποτικά και έντιμα
στην αγαπημένη του χωρίς να είναι, όπως τον έχουμε συνηθίσει, ελιτιστικά βάναυσος
με τους υπόλοιπους υπηκόους του. Η Μίνα τον αναγνωρίζει ως πρώτο και προαιώνιο
σύζυγό της ενώ αντιμετωπίζει τους κυνηγούς των βρικολάκων ως αδιάκριτους
εισβολείς που της στερούν την αιωνιότητα στο πλευρό του.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εύπεπτο και συμπαθητικό gothic ερωτικό δράμα με πρωταγωνιστή τον Δράκουλα και όχι για μια πιστή μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Αξίζει τις αυστηρές κριτικές και τους άσους με τους οποίους το έχουν βαθμολογήσει οι περισσότεροι κριτικοί; Σε καμία περίπτωση. Η αφήγηση έχει ρυθμό, η ατμόσφαιρα είναι όμορφη, οι ερμηνείες είναι καλές, σε γενικές γραμμές το έργο κρατά τον θεατή προσηλωμένο στην υπόθεση και προσφέρει ψυχαγωγία με τα δραματικά στοιχεία του που οδηγούν στην ψυχική κάθαρση και αντλούν από το αρχέτυπο της ελληνικής τραγωδίας. Εκείνο, όμως, που βαραίνει ιδιαιτέρως το πεδίο των μειονεκτημάτων του έργου είναι ασφαλώς ο τίτλος του. Δεν είναι ο γνωστός Δράκουλας αυτός. Ούτε του Κόπολα, ούτε της Hammer και του Κρίστοφερ Λι. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο Δράκουλας του Στόουκερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου