Othmar Spann: Ένας νεορομαντικός παραδοσιοκράτης

                                                                            του Λούσιαν Τούντορ (μετάφραση Αχιλλέας)

Ο Οθμάρ Σπαν ήταν Αυστριακός φιλόσοφος που άσκησε καθοριστική επιρροή στη γερμανική συντηρητική και παραδοσιοκρατική σκέψη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και θεωρείται ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του πνευματικού κινήματος γνωστού ως «Συντηρητική Επανάσταση». Ο Σπαν διετέλεσε καθηγητής Οικονομικών και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου δίδασκε όχι μόνο κοινωνική και οικονομική θεωρία, αλλά επηρέαζε ταυτόχρονα πολλούς φοιτητές με την ανάλυση της κοσμοθεωρίας κατά την διάρκεια των διαλέξεών του. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια μεγάλη ομάδα οπαδών, γνωστή ως Spannkreis («Κύκλος του Σπαν»), η οποία επιχείρησε να επηρεάσει πολιτικούς δεκτικούς στη «σπανική» φιλοσοφία, προκειμένου να πραγματώσουν τους στόχους της.[[i]]


Ο ίδιος ο Σπαν επηρεάστηκε από πολλούς φιλοσόφους διαφορετικών εποχών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θωμάς Ακινάτης, ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, ο Φραντς φον Μπαάντερ – και κυρίως από τη γερμανική ρομαντική σκέψη του Άνταμ Μύλλερ. Ο Σπαν αποκαλούσε τη δική του κοσμοθεωρία «Θεωρία του Καθολικού Όλου» (Universalismus), έναν όρο που δεν πρέπει να συγχέουμε με τις «κοσμοπολιτισμό»: ο πρώτος έχει εθνικιστικό χαρακτήρα και αναγνωρίζει την αξία της ιδιαιτερότητας, ενώ ο δεύτερος εδράζεται στην μη-ιδιαιτερότητα ή ακόμη και στην αντί-ιδιαιτερότητα. Ο όρος του Σπαν προέρχεται από τη ρίζα της «καθολικότητας», με τη φιλοσοφική έννοια της ολότητας που υπερέχει των μερών, και συνδέεται με έννοιες όπως η συλλογικότητα, η ολοκλήρωση και το σύνολο.[[ii]] Η θεωρία του Καθολικού Όλου του Σπαν αναπτύχθηκε σε μια σειρά έργων, με σημαντικότερο το Der wahre Staat («Το Αληθινό Κράτος»). Ουσιαστικά, η θεωρία αυτή τόνιζε την αξία του έθνους και της κοινωνικής ολότητας σε αντίθεση με το άτομο, καθώς και την αξία των θρησκευτικών (κυρίως καθολικών) αξιών σε αντίθεση με τις υλιστικές, ενώ υποστήριζε το πρότυπο ενός μη δημοκρατικού, ιεραρχικού και κορπορατιστικού (συντεχνιακού) κράτους ως τη μόνη πραγματικά έγκυρη μορφή πολιτειακής συγκρότησης.

Η Κοινωνική Θεωρία

Ο Σπαν δήλωνε: «Είναι θεμελιώδης αρχή όλων των κοινωνικών επιστημών ότι τα άτομα δεν υφίστανται, αλλά ότι υπάρχει μόνον το όλον· και ότι τα άτομα καθίστανται πραγματικά και αποκτούν ύπαρξη μόνο στον βαθμό που είναι μέλη του όλου».[[iii]] Αυτή η αντίληψη, που βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνιολογίας του Σπαν, δεν αρνείται την ύπαρξη του ατόμου μεν, αλλά απορρίπτει πλήρως τον ατομικισμό δε, δηλαδή την ιδεολογία που αρνείται την ύπαρξη και τη σημασία υπερ-ατομικών πραγματικοτήτων. Η κλασική φιλελεύθερη θεωρία, η οποία ήταν ατομικιστική, υιοθετούσε μια «ατομιστική» θεώρηση του ανθρώπου και θεωρούσε ότι μόνον το άτομο είναι υπαρκτό — άτομα, δηλαδή, όπου ουσιαστικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους και παρέμεναν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Επιπλέον, υποστήριζε ότι η κοινωνία υπάρχει μόνο ως μία εργαλειακή ένωση, η οποία με την σειρά της ήταν προϊόν ενός «κοινωνικού συμβολαίου». Αντίθετα, οι κοινωνιολογικές μελέτες έχουν διαψεύσει αυτή τη θεωρία, δείχνοντας ότι το όλον (η κοινωνία) δεν είναι ποτέ απλώς το άθροισμα των μερών της και ότι τα άτομα συνδέονται με φυσικό τρόπο μεταξύ τους μέσω ψυχικών δεσμών. Αυτή ήταν και η θέση του Σπαν, αν και δοσμένη με έναν ιδιαίτερο και συστηματικό τρόπο.[[iv]]

Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του ατομικισμού φαίνεται επιφανειακά ορθή σε πολλούς, μια βαθύτερη εξέταση αποδεικνύει ότι είναι εντελώς λανθασμένη. Τα άτομα ποτέ δεν ενεργούν απολύτως ανεξάρτητα, καθώς η συμπεριφορά τους καθορίζεται πάντοτε — ή έστω εν μέρει — από την κοινωνία στην οποία ζουν, καθώς και από τους οργανικούς, μη εργαλειακούς και μη συμβατικούς δεσμούς τους, με τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Ο Σπαν έγραφε: «Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, το άτομο δεν είναι πλέον αυτοκαθοριζόμενο και αυτοδημιούργητο, ούτε βασίζεται αποκλειστικά και ολοκληρωτικά στο δικό του “εγώ”».[[v]] Ο Σπαν αντιλαμβανόταν την κοινωνική τάξη, το όλον, ως οργανική κοινωνία — δηλαδή κοινότητα — στην οποία όλα τα άτομα διαθέτουν μια προϋπάρχουσα πνευματική ενότητα. Το άτομο αναδύεται από την κοινωνική ολότητα στην οποία γεννήθηκε και από την οποία ποτέ δεν αποκόπτεται πλήρως, και, όπως σημείωνε ο ίδιος, «το άτομο, επομένως, αποτελεί παράγωγο στοιχείο του όλου».[[vi]]

Επομένως, η κοινωνία δεν είναι απλώς ένα μηχανικό σύνολο θεμελιωδώς διακριτών ατόμων, αλλά ένα όλον, μια κοινότητα, που προηγείται των μερών της, δηλαδή των ατόμων. «Οι υποστηρικτές της Θεωρίας του Καθολικού Όλου ισχυρίζονται ότι ο ψυχικός ή πνευματικός δεσμός μεταξύ των ατόμων υπάρχει ως αυτόνομη οντότητα…».[[vii]] Ωστόσο, ο Σπαν διευκρίνισε ότι αυτό δεν σημαίνει πως το άτομο στερείται «πνευματικής αυτοδυναμίας», αλλά ότι ολοκληρώνει την ύπαρξή του μόνο ως μέλος του όλου, δηλαδή ότι: «Μπορεί να διαμορφώσει τον εαυτό του και να οικοδομήσει την προσωπικότητά του μόνο όταν βρίσκεται σε στενή επαφή με τους όμοιούς του· μπορεί να διατηρηθεί ως ον με δυνατότητα σκέψης ή πνευματικότητα μόνο όταν βρίσκεται σε στενή και ποικίλη κοινωνία με άλλα όντα που διαθέτουν παρόμοιες ιδιότητες».[[viii]]

Όλη η πνευματική πραγματικότητα που υπάρχει στο άτομο υπάρχει μόνο μέσα στην κοινότητα και γίνεται αντιληπτή μόνο ως κάτι που έχει ενεργοποιηθεί… Η πνευματικότητα που αναδύεται σε ένα άτομο (άμεσα ή μέσω κάποιου άλλου) αποτελεί πάντα, με κάποιο τρόπο, αντήχηση αυτού που ένα άλλο πνεύμα έχει προκαλέσει στο άτομο. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη πνευματικότητα υπάρχει μόνο εντός της κοινότητας και ποτέ στην πνευματική απομόνωση. Μπορούμε να πούμε ότι η ατομική πνευματικότητα υπάρχει μόνο στην κοινότητα, ή πιο σωστά, σε μια «πνευματική κοινότητα» (Gezweiung). Όλη η πνευματική ουσία και ύπαρξη υφίσταται ως «πνευματική κοινότητα» και μόνο εντός της «κοινοτικής πνευματικότητας» (Gezweitheit).[[ix]]

Είναι επίσης σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η έννοια της κοινωνίας κατά τον Σπαν δεν θεωρείται ως ένα σύνολο χωρίς άλλα πνευματικά σώματα, χωριστά μεταξύ τους. Αντίθετα, αναγνώριζε τη σημασία των διαφόρων υπό-ομάδων, τις οποίες αποκαλούσε «υπό-ολότητες» (partial wholes), ως συνιστώσες και στοιχεία που είναι διαφορετικά, αλλά συγγενή, και τα οποία εναρμονίζονται μέσα στο όλον στο οποίο ανήκουν. Επομένως, το όλον ή η ολότητα μπορεί να κατανοηθεί ως η ενότητα των ατόμων και των «μερικών όλων». Χρησιμοποιώντας μία συμβολική εικόνα: «Η Ολότητα [το Όλον] είναι ανάλογη του λευκού φωτός πριν διαθλαστεί υπό του πρίσματος σε πολλά χρώματα», όπου το λευκό φως αντιπροσωπεύει την υπερ-χρονική ολότητα, ενώ το πρίσμα αποτελεί τον κοσμικό χρόνο που διαθλά την ολότητα στη διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη χρονική πραγματικότητα».[[x]]

Η Εθνικότητα και ο Φυλετικός Τύπος

Το Volk («λαός» ή «έθνος»), που σημαίνει «εθνικότητα» με την πολιτισμική και εθνοτική έννοια, αποτελεί μια εντελώς διαφορετική οντότητα και θέμα μελέτης σε σχέση με την κοινωνία ή το όλον. Ωστόσο, για τον Σπαν, οι δύο έννοιες συνδέονται στενά. Ο Σπαν ήταν εθνικιστής και, ορίζοντας το Volk ως μέλος μιας «πνευματικής κοινότητας» με κοινό πολιτισμό, πίστευε ότι ένα κοινωνικό όλον υπό φυσιολογικές συνθήκες αποτελείται από έναν ενιαίο φυλετικό τύπο. Οι βαθύτατοι ψυχικοί δεσμοί που επιβίωναν στις παλαιότερες κοινωνίες, υπήρχαν πραγματικά μόνο όταν οι άνθρωποι μοιράζονταν το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο. Έτσι, ο Σπαν υπερασπιζόταν «την έννοια της συγκεκριμένης πολιτιστικής κοινότητας, την ιδέα του έθνους — σε αντίθεση με την ιδέα της ανεξέλεγκτης, κοσμοπολίτικης αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων».[[xi]]


Ο Σπαν υποστήριζε τον διαχωρισμό των εθνοτικών ομάδων σε διαφορετικά κράτη και ήταν, επίσης, υπέρμαχος του παγγερμανισμού, καθώς πίστευε ότι ο γερμανικός λαός θα έπρεπε να ενωθεί σε ένα ενιαίο Ράιχ. Επιπλέον, θεωρώντας ότι το γερμανικό έθνος ήταν πνευματικά ανώτερο των άλλων εθνών — μια αντίληψη που μπορεί να θεωρηθεί το ατυχές αποτέλεσμα προσωπικής μεροληψίας — πίστευε ότι οι Γερμανοί είχαν καθήκον να ηγηθούν της Ευρώπης στην έξοδο από την κρίση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας και να την οδηγήσουν σε μια υγιέστερη οργάνωση, παρόμοια με την οργάνωση που επικρατούσε στον Μεσαίωνα.[[xii]]

Όσον αφορά το ζήτημα της φυλής ο Σπαν προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεώρηση της φυλής σύμφωνη με τη χριστιανική αντίληψη για τον άνθρωπο, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη βιολογικότητά του, αλλά και την ψυχική και πνευματική του διάσταση. Για το λόγο αυτό, απέρριψε την κοινή αντίληψη της φυλής ως βιολογικής οντότητας, καθώς δεν πίστευε ότι οι φυλετικοί τύποι προέρχονται από την βιολογική κληρονομικότητα – όπως, άλλωστε, δεν θεωρούσε ότι ο χαρακτήρας ενός ατόμου καθορίζεται από τη βιολογική κληρονομικότητα. Γι’ αυτό, για τον Σπαν, η φυλή ήταν κυρίως ο πολιτισμικός και πνευματικός χαρακτήρας ή τύπος και ότι η «φυλετική καθαρότητα» ενός ατόμου καθορίζεται επομένως όχι από τη βιολογική καθαρότητα, αλλά από το πόσο ο χαρακτήρας και ο τρόπος συμπεριφοράς του ανταποκρίνονται σε μια συγκεκριμένη πνευματική ποιότητα. Στη σύγκριση των θεωριών περί των φυλών του Σπαν και του Λούντβιχ Φέρντιναντ Κλάους (ενός σημαντικού ψυχολόγου που ειδικεύτηκε στη φυλετική ψυχολογία), ο Έρικ Φόγκελιν κατέληξε στο ότι:

«Στη θεωρία της φυλής του Σπαν και στις μελέτες του Κλάους, η φυλή εμφανίζεται ως η ιδέα ενός ολικού όντος: για αυτούς τους δύο μελετητές, η φυλετική καθαρότητα ή η “καθαρότητα του αίματος” δεν αποτελεί ιδιότητα του γενετικού υλικού με την βιολογική έννοια, αλλά με την καθαρότητα του τύπου της ανθρώπινης μορφής σε όλες τις μορφές της - την ύπαρξη ενός πνευματικού “στίγματος” αναγνωρίσιμου στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται τόσο σωματικά όσο και ψυχικά».[[xiii]]

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ ο Λούντβιχ Κλάους (όπως και ο Σπαν) δεν πίστευε ότι ο πνευματικός χαρακτήρας είναι απλώς προϊόν της γενετικής, υπογράμμιζε τη σημασία της φυσικής διάστασης της φυλής, διότι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται σωματικά η φυλετική μορφή πρέπει ουσιαστικά να συμφωνεί και με το πώς εκφράζεται πνευματικά - και με τις παραπάνω να παραμένουν πάντοτε αλληλένδετες. Όπως έγραφε ο Κλάους:

«Η μορφή της ψυχής εκφράζεται στο δικό της πεδίο, το ζωοποιό σώμα. Αλλά για να καταστεί αυτό δυνατό, και το ίδιο το πεδίο πρέπει να κυβερνάται από έναν τύπο, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να βρίσκεται σε δομικά άρτια σχέση με τον τύπο της ψυχής: όλα τα χαρακτηριστικά της σωματικής δομής αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, διαδρομές για την έκφραση της ψυχής. Η φυλετικά συγκροτημένη ψυχή (δηλαδή η καθορισμένη από τον τύπο) αποκτά έτσι ένα φυλετικά συγκροτημένο ζωοποιό σώμα, ώστε να εκφράσει με πλήρη και αμιγή τρόπο τον φυλετικά καθορισμένο τύπο της εμπειρίας της. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται ο τύπος της ψυχής αναστέλλεται εάν ο τύπος του σώματός δεν συμφωνεί απόλυτα με αυτήν».[[xiv]]

Ομοίως, ο Ιούλιος Έβολα, του οποίου η σκέψη επηρεάστηκε τόσο από τον Σπαν όσο και από τον Κλάους, και ο οποίος, επεκτείνοντας την ψυχολογία περί φυλής του Κλάους ώστε να περιλάβει και ζητήματα θρησκευτικότητας, επίσης επιβεβαίωσε την σημασία του σώματος.[[xv]]


Από την άλλη πλευρά, το αρνητικό στοιχείο της φυλετικής θεωρίας του Σπαν είναι ότι καταλήγει στην πλήρη απόρριψη του ρόλου του βιολογικού φυλετικού τύπου. Πράγματι, πολλά από τα σημαντικότερα έργα του Σπαν δεν αναφέρουν καν το ζήτημα της φυλής. Ως συνέπεια, ο Σπαν ανέχτηκε — και σε ορισμένες περιπτώσεις ενέκρινε — τις κριτικές των φοιτητών του προς τις εθνικοσοσιαλιστικές φυλετικές θεωρίες που τόνιζαν τον ρόλο της βιολογικότητας· ζήτημα που αργότερα δημιούργησε προβλήματα στη σχέση του με το κίνημα, παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένας από τους υποστηρικτές του.[[xvi]]

Το Αληθινό Κράτος

Η Θεωρία του Καθολικού Όλου του Σπαν ήταν, στην ουσία, μια καθολική εκδοχή της «Ριζοσπαστικής Παραδοσιοκρατίας»· ο Σπαν πίστευε ότι υπήρχαν αιώνιες αρχές πάνω στις οποίες έπρεπε να οικοδομηθεί κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτική τάξη. Ενώ οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης — του φιλελευθερισμού, της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού — δεσμεύονταν από τις ιστορικές συνθήκες και ήταν συνδεδεμένες με την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, ταυτόχρονα υπήρχαν ορισμένες αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν τα περισσότερα αρχαία και μεσαιωνικά κράτη, οι οποίες είναι αιώνια ισχύουσες, όντας προερχόμενες από τη Θεία Τάξη. Παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες μορφές κράτους του παρελθόντος δεν μπορούν να επανέλθουν με την ακριβή μορφή τους, καθώς φέρουν χαρακτηριστικά που αντανακλούν την τότε εποχή και έχουν πλέον ιστορικό χαρακτήρα, οι αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκαν — και επομένως το γενικό πρότυπο που παρέχουν — είναι διαχρονικές και πρέπει να επαναθεσμοθετηθούν στον σύγχρονο κόσμο, δεδομένου ότι τα συστήματα που προέκυψαν από τη Γαλλική Επανάσταση είναι εσφαλμένα και επονείδιστα.[[xvii]] Αυτό το διαχρονικό πρότυπο ήταν το Wahre Staat, ή «Αληθινό Κράτος» — ένα συντεχνιακό, μοναρχικό και ελιτιστικό κράτος — που αποτελούσε το κεντρικό στοιχείο της φιλοσοφίας της Θεωρίας του Καθολικού Όλου.

1. Η Οικονομία

Όσον αφορά την οικονομία, ο Σπαν, όπως και ο Άνταμ Μύλλερ, απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον σοσιαλισμό, προτείνοντας ένα κορπορατιστικό σύστημα που παραπέμπει στο σύστημα των συντεχνιών και των εγγείων ιδιοκτησιών του Μεσαίωνα· ένα σύστημα στο οποίο οι τομείς εργασίας και παραγωγής οργανώνονταν σε σωματεία ή συντεχνίες και υπάγονταν στην υπηρεσία του κράτους και του έθνους, ενώ η οικονομική δραστηριότητα καθοδηγούνταν από διαχειριστές και δεν αφηνόταν αποκλειστικά στην αυτορυθμιστική λειτουργία της. Η αξία κάθε αγαθού ή προϊόντος που παράγεται σε αυτό το σύστημα δεν καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας που επενδύθηκε σε αυτό (όπως υποστηρίζει η θεωρία της αξίας της εργασίας των Μαρξ και Σμιθ), αλλά από την «οργανική του χρησιμότητα» ή «κοινωνική του ωφελιμότητα», δηλαδή τη χρησιμότητά του για το κοινωνικό σύνολο και για το κράτος.[[xviii]]


Ο κύριος λόγος που ο Σπαν απέρριπτε τον καπιταλισμό ήταν η ατομικιστική του φύση, η οποία είχε την τάση να δημιουργεί δυσαρμονία και να αποδυναμώνει τους πνευματικούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων εντός της κοινωνικής ολότητας. Αν και ο Σπαν δεν επιδίωκε την πλήρη εξάλειψη του ανταγωνισμού από την οικονομική ζωή, επισήμαινε ότι ο ακραίος ανταγωνισμός που υμνείται από τους καπιταλιστές δημιουργούσε ένα σύστημα αγοράς όπου επικρατούσε μια «μάχη όλων εναντίον όλων» και όπου οι δραστηριότητες δεν πραγματοποιούνταν στην υπηρεσία του όλου και του κράτους, αλλά στην υπηρεσία ατομικών, εγωκεντρικών συμφερόντων. Η οικονομική φιλοσοφία της Θεωρίας του Καθολικού Όλου είχε ως στόχο να δημιουργήσει αρμονία στην κοινωνία και την οικονομία και, επομένως, εκτιμούσε «τη ζωογόνο ενέργεια της αμοιβαίας εξάρτησης όλων των μελών της κοινότητας…»[[xix]]

Επιπλέον, ο Σπαν αναγνώριζε ότι ο καπιταλισμός οδηγούσε στην άδικη μεταχείριση των κατώτερων στρωμάτων από τους καπιταλιστές. Έτσι, ενώ θεωρούσε τις θεωρίες του Μαρξ θεωρητικά εσφαλμένες, σημείωνε ότι: «Ο Μαρξ, ωστόσο, προσέφερε μία καλή υπηρεσία, τραβώντας την προσοχή στην ανισότητα της μεταχείρισης των εργατών και των επιχειρηματιών αντίστοιχα, εντός της ατομικιστικής οργάνωσης της κοινωνίας».[[xx]] Ωστόσο, ο Σπαν απέκλειε γενικά τα σοσιαλιστικά συστήματα, διότι, ενώ φαίνονταν επιφανειακά σύμφωνα με την αρχή του Καθολικού Όλου, στην πραγματικότητα συνδύαζαν στοιχεία Καθολικού Όλου και ατομικισμού. Δεν αναγνώριζε την υπεροχή του Κράτους έναντι των ατόμων και υποστήριζε ότι όλα τα άτομα στην κοινωνία θα έπρεπε να κατέχουν την ίδια θέση, εξαλείφοντας τις ταξικές διακρίσεις, και να λαμβάνουν ίση ποσότητα αγαθών. «Το αληθινό Καθολικό Όλο επιδιώκει κάτι το οργανικά πολυσχιδές, κάτι το άνισο», αναγνωρίζοντας τις διαφορές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να εδραιώσει αρμονία μεταξύ των μερών.[[xxi]]

2. Η Πολιτική

Ο Σπαν υποστήριζε ότι όλα τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα αποτελούσαν μια αντιστροφή του τι αποτελεί πραγματική πολιτική οργάνωση, η οποία, κατά την άποψή του, ήταν ακόμη σημαντικότερη και από το οικονομικό σύστημα. Ένα βασικό πρόβλημα της δημοκρατίας ήταν ότι επέτρεπε, πρώτον, τη χειραγώγηση της κυβέρνησης από πλούσιους καπιταλιστές και χρηματοδότες, των οποίων ο ηθικός χαρακτήρας συχνά αμφισβητείτο και των οποίων οι στόχοι σπάνια ταυτίζονταν με το συμφέρον της κοινότητας· και δεύτερον, επέτρεπε την επικράτηση δημαγωγών με ιδιοτελή κίνητρα, οι οποίοι μπορούσαν να χειραγωγήσουν τις μάζες. Ωστόσο, ακόμη και η θεωρητική βάση της δημοκρατίας ήταν ελαττωματική για τον Σπαν, καθώς οι άνθρωποι είναι ουσιαστικά άνισοι· τα άτομα διαφέρουν ουσιαστικά στις ικανότητές τους και, κατά συνέπεια, είναι κατάλληλα για διαφορετικές θέσεις εντός της κοινωνίας. Η δημοκρατία, επιτρέποντας σε μια πλειονότητα να αποφασίζει για κυβερνητικά ζητήματα, αποκλείει τα ανώτερα άτομα από τον καθορισμό της μοίρας του Κράτους, διότι «όταν η πλειοψηφία αναλαμβάνει τα ηνία, οι κατώτεροι κυβερνούν τους ανώτερους».[[xxii]]

Τέλος, ο Σπαν παρατηρούσε ότι «οι απαιτήσεις για δημοκρατία και ελευθερία είναι, για ακόμη μια φορά, απόλυτα ατομικιστές».[[xxiii]] Στο Αληθινό Κράτος της Θεωρίας του Καθολικού Όλου, το άτομο υπακούει στη θέληση του όλου και καθοδηγείται από ένα αίσθημα ανιδιοτελούς καθήκοντος προς το Κράτος, αντί να επιβάλλει τη δική του ατομική βούληση ενάντια στις άλλες. Επιπλέον, το άτομο δεν κατέχει δικαιώματα απλώς λόγω του «λογικού» του χαρακτήρα ή μόνο επειδή είναι άνθρωπος, όπως υποστήριζαν πολλοί στοχαστές του Διαφωτισμού· τα δικαιώματά του απορρέουν από την ηθική του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει και από τους νόμους του Κράτους.[[xxiv]] Η Θεωρία του Καθολικού Όλου αναγνωρίζει επίσης τις έμφυτες ανισότητες στα ανθρώπινα όντα και υποστηρίζει μια ιεραρχική πολιτική τάξη, όπου υπάρχει μόνο «ισότητα μεταξύ ίσων» και η «υποταγή των πνευματικά κατώτερων στους πνευματικά ανώτερους».[[xxv]]

Στο Αληθινό Κράτος, τα άτομα που επιδείκνυαν ηγετικές ικανότητες, ανώτερη φύση και ορθό ηθικό χαρακτήρα θα ανέβαιναν στα υψηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας. Το κράτος θα διοικούνταν από μια ισχυρή ελίτ, τα μέλη της οποίας θα επιλέγονταν από τα ανώτερα στρώματα της ιεραρχίας βάσει αξιοκρατικών ατραπών· ουσιαστικά θα πρόκειται για μια «αξιοκρατική αριστοκρατία». Όσοι βρίσκονταν σε κατώτερες θέσεις θα μάθαιναν να αποδέχονται τον ρόλο τους στην κοινωνία και να σέβονται τους ανώτερους τους, αν και όλα τα μέρη του συστήματος θα παρέμεναν «αναπόσπαστα για την επιβίωση και την ανάπτυξή του».[[xxvi]] Συνεπώς, «πηγή της κυβερνητικής εξουσίας δεν [θα] είναι η κυριαρχία του λαού, αλλά η κυριαρχία της αριστείας».[[xxvii]]

Ο Σπαν, σύμφωνα με το καθολικό θρησκευτικό του υπόβαθρο, πίστευε στην ύπαρξη μιας υπεραισθητηριακής, μεταφυσικής και πνευματικής πραγματικότητας, η οποία υπάρχει ξεχωριστά - και υπερβαίνει -  της υλικής πραγματικότητας, της οποίας ο υλικός κόσμος αποτελεί ατελή αντανάκλαση. Υποστήριζε ότι το Αληθινό Κράτος πρέπει να εμπνέεται από χριστιανική πνευματικότητα και ότι οι ηγέτες του πρέπει να καθοδηγούνται από την αφοσίωσή τους στους Θείους νόμους· το Αληθινό Κράτος είναι, επομένως, ουσιαστικά θεοκρατικό. Ωστόσο, η ηγεσία του κράτους αποκτά τη νομιμότητά της όχι μόνο λόγω του θρησκευτικού της χαρακτήρα, αλλά και επειδή διαθέτει «αυθεντικό πνευματικό περιεχόμενο», το οποίο «προηγείται της εξουσίας όπως αυτή εκφράζεται κρατικά και δικαιικά».[[xxviii]] Έτσι, ο Σπαν κατέληγε στο ότι: «Η ιστορία μας διδάσκει ότι είναι η αυθεντικότητα των πνευματικών αξιών που συνιστά τον πνευματικό δεσμό. Αυτές δεν μπορούν να αντικατασταθούν με τη φωτιά και το σπαθί, ούτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας. Κάθε διακυβέρνηση η οποία αντέχει στον χρόνο, και κάθε μορφή οργάνωσης που έχει επιτευχθεί κοινωνικά, είναι απόρροια της εσωτερικής κυριαρχίας».[[xxix]]

Το κράτος που ο Σπαν επιδίωκε να επαναφέρει, είχε επίσης ομοσπονδιακή φύση, ενοποιώντας όλα τα «μερικά όντα» — δηλαδή συντεχνιακές ομάδες και τοπικές περιοχές εντός ενός ορισμένου πεδίου τοπικής αυτοδιοίκησης — υπό την ανώτατη Αρχή. Όπως έγραψε ο Ιούλιος Έβολα, σε μια αναφορά σύμφωνη με τις απόψεις του Σπαν: «Το αληθινό κράτος υπάρχει ως οργανικό όλο αποτελούμενο από διακεκριμένα στοιχεία τα οποία αγκαλιάζοντας τα μερικά ενιαία όντα [όλα], διατηρεί στο καθένα τους τη δική του ιεραρχικά οργανωμένη ζωή».[[xxx]] Καθ’ όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας, το ιεραρχικό, συντεχνιακό Αληθινό Κράτος εμφανίζεται ξανά και ξανά· στα αρχαία κράτη της Σπάρτης, της Ρώμης, της Περσίας, στη Μεσαιωνική Ευρώπη κ.ο.κ. Οι δομές των κρατών αυτών των εποχών «παρείχαν στα μέλη αυτών των κοινωνιών ένα βαθύ αίσθημα ασφάλειας. Αυτές οι μεγάλες πολιτείες χαρακτηρίζονταν από την αρμονία και τη σταθερότητά τους».[[xxxi]]


Η φιλελεύθερη νεωτερικότητα δημιούργησε μια κρίση, στην οποία η αρμονία των παλαιότερων κοινωνιών είχε πληγεί από τον καπιταλισμό και οι κοινωνικοί δεσμοί είχαν αποδυναμωθεί (αν και όχι εξαλειφθεί) λόγω του ατομικισμού. Ωστόσο, ο Σπαν υποστήριζε ότι όλες οι μορφές φιλελευθερισμού και ατομικισμού αποτελούν μια ασθένεια, η οποία ποτέ δεν θα μπορούσε να εξαλείψει πλήρως την πρωταρχική, αρχέγονη πραγματικότητα. Προέβλεψε ότι - στην μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή -  ο γερμανικός λαός θα διεκδικούσε ξανά τα δικαιώματά του και θα ξεκινούσε μια επανάσταση με στόχο την αποκατάσταση του Αληθινού Κράτους, αναδημιουργώντας εκείνη την «κοινότητα που συνδέει τον άνθρωπο με τις αιώνιες και απόλυτες δυνάμεις του σύμπαντος»[[xxxii]], και ότι η επανάσταση αυτή θα αντηχούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη, αναζωογονώντας στη σύγχρονη πολιτική ζωή τις αθάνατες αρχές της Θεωρίας του Καθολικού Όλου.

Η Επίδραση και ο Αντίκτυπος της Θεωρίας του Σπαν

Ο Σπαν και ο κύκλος του άσκησαν σημαντική επιρροή κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία, με τη δεύτερη να αποτελεί το επίκεντρο της παραπάνω επιρροής. Η φιλοσοφία του Σπαν αποτέλεσε τη βάση της ιδεολογίας της αυστριακής Heimwehr, υπό την ηγεσία του Έρνστ Ρούντιγκερ φον Στάρχεμπεργκ. Ηγετικά στελέχη του λεγόμενου «αυστροφασιστικού κράτους», όπως ο Ένγκελμπερτ Ντόλφους και ο Κουρτ Σούσνιγκ, επηρεάστηκαν εν μέρει από τις ιδέες του Σπαν και από τα μέλη του «κύκλου Σπαν».[[xxxiii]] Παρά το γεγονός ότι το αυστριακό κράτος ήταν το μοναδικό που επιχείρησε να υλοποιήσει τις θεωρητικές του αρχές, ο Σπαν δεν υποστήριξε τον «αυστροφασισμό», καθώς ήταν παγγερμανιστής και επιδίωκε την ενότητα του γερμανικού λαού υπό ένα ενιαίο κράτος. Ως εκ τούτου, εντάχθηκε στο Εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα του Χίτλερ, θεωρώντας ότι αυτό θα άνοιγε τον δρόμο για την πραγματοποίηση του Αληθινού Κράτους.

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να επηρεάσει την ιδεολογία των Εθνικοσοσιαλιστών και τους ηγέτες του NSDAP, ο Σπαν και ο κύκλος του απορρίφθηκαν από τους περισσότερους εθνικοσοσιαλιστές. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο Ρόμπερτ Λέι και διάφοροι άλλοι συγγραφείς συνδεδεμένοι με τα SS εξαπέλυσαν μια σειρά επιθέσεων κατά της σχολής του Σπαν. Ο Ρόζενμπεργκ ενοχλήθηκε τόσο από την αντίθεση του Σπαν περί της σημασίας του αίματος, όσο και από τη θεοκρατική καθολική του στάση· που έγραψε ότι: «Η σχολή του Σπαν έχει επιτυχώς αντικρούσει τον ηλίθιο υλιστικό ατομικισμό… [αλλά] ο Σπαν αντέτεινε της παραδοσιακής ελληνικής σοφίας και ισχυρίστηκε ότι ο Θεός είναι το μέτρο των πάντων [όπως] και ότι η αληθινή θρησκευτικότητα βρίσκεται μόνο εντός της Καθολικής Εκκλησίας».[[xxxiv]]

Πέρα από την εμμονή τους στην πραγματικότητα των βιολογικών νόμων, άλλοι εθνικοσοσιαλιστές άσκησαν κριτική και στις πολιτικές του προτάσεις. Υποστήριξαν ότι το ιεραρχικό κράτος που προέβλεπε θα δημιουργούσε μία καταστροφική διάσπαση ανάμεσα στην ελίτ και τον λαό, καθώς επέμενε στην απόλυτη διαφορετικότητά τους· κάτι που, κατά την άποψή τους, θα κατέστρεφε την ενότητα που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στην ηγεσία και τους απλούς πολίτες. Παρότι ο ίδιος ο εθνικοσοσιαλισμός περιείχε στοιχεία ελιτισμού, ήταν ταυτόχρονα λαϊκός. Λόγω του παραπάνω τονιζόταν ότι κάθε Γερμανός είχε τη δυνατότητα να αναλάβει ηγετικό ρόλο. Επομένως, μέσα στην Volksgemeinschaft («Λαϊκή Κοινότητα»), ο γερμανικός λαός δεν ήταν αναγκαστικά διαιρετός με την αυστηρή έννοια της ανώτερης ελίτ και των κατώτερων μαζών.[[xxxv]]


Όπως ήταν αναμενόμενο, οι φιλελεύθεροι επικριτές του Σπαν θεωρούσαν την αντί-ατομικιστική του θέση υπερβολικά ακραία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες και οι μαρξιστές υποστήριξαν ότι το συντεχνιακό κράτος του θα αφαιρούσε τα δικαιώματα των εργατών και θα παραχωρούσε την εξουσία στους αστούς κεφαλαιοκράτες. Και οι δύο χαρακτήρισαν τον Σπαν ως έναν ουτοπικό αντιδραστικό που επιθυμούσε να αναβιώσει τον Μεσαίωνα.[[xxxvi]] Ωστόσο, ο Έντγκαρ Ιούλιους Γιούνγκ, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από το έργο του Σπαν - και ουσιαστικά αναπαρήγαγε μια μορφή της Θεωρίας του Καθολικού Όλου - ανέφερε:

«Μας κατηγορούν ότι κινούμαστε παράλληλα ή και πίσω από ενεργές πολιτικές δυνάμεις, ότι είμαστε ρομαντικοί που δεν βλέπουν την πραγματικότητα και ότι επιδιδόμαστε σε ονειροπολήσεις για μια ιδεολογία του Ράιχ που κοιτάζει προς το παρελθόν. Αλλά, ο κόσμος των ιδεών και ο κόσμος της ύλης αντιπροσωπεύουν αιώνιες κοινωνικές αρχές, παρόμοιες με αυτές της μάχης ανάμεσα στο μικρόκοσμο και το μακρόκοσμο – όπως αυτή διατηρείται στην αιώνια κίνηση του εκκρεμούς. Οι ιδέες στις οποίες φτάνει η ώρα της πραγμάτωσής τους παραμένουν πάντοτε επίκαιρες, ενώ οι μεγάλες αρχές της οργάνωσης του υλικού κόσμου —μηχανικής ή οργανικής— παραμένουν αμετάβλητες. Επομένως, εάν χρησιμοποιήσουμε τον Μεσαίωνα ως οδοδείκτη, βρίσκοντας εκεί τη μεγάλη ιδέα, δεν σφάλλουμε ως προς την παρούσα εποχή, αλλά την αντιλαμβανόμαστε, ακόμη ουσιαστικότερα, ως μια εποχή όπου η ίδια αδυνατεί να αντιληφθεί τον εαυτό της».[[xxxvii]]

Ο Έντγκαρ Γιουνγκ, ένας από τους πιο σημαντικούς ριζοσπάστες συντηρητικούς αντιπάλους του Χίτλερ, ανέπτυξε μια φιλοσοφία που ήταν αξιοσημείωτα παρόμοια με αυτή του Σπαν, αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές που αξίζει να επισημανθούν. Ο Γιουνγκ πίστευε ότι ούτε ο φασισμός ούτε ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούσαν προάγγελο για την επανασύσταση του Αληθινού Κράτους, αλλά ήταν «απλώς μια άλλη εκδήλωση της φιλελεύθερης, ατομικιστικής και κοσμικής παράδοσης που είχε προκύψει από τη Γαλλική Επανάσταση».[[xxxviii]] Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός δεν καθοδηγούνταν με οδοδείκτη μια Θεία δύναμη και εξακολουθούσαν να έχουν προσμίξεις ατομικισμού, κάτι το οποίο - κατά την άποψή του - φαινόταν από το γεγονός ότι οι ηγέτες τους καθοδηγούνταν από τις δικές τους φιλοδοξίες και όχι από το καθήκον προς τον Θεό ή προς μια δύναμη ανώτερη από αυτούς.

Ο Έντγκαρ Γιουνγκ απέρριπτε επίσης τον εθνικισμό με την αυστηρή έννοια, αν και ταυτόχρονα υποστήριζε την αξία του Volk και την αγάπη για την πατρίδα, και πρότεινε την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής ηπείρου εντός μίας ομοσπονδιακής βάσης, με τη Γερμανία στην ηγετική θέση της ομοσπονδίας. Σε αντίθεση με τις απόψεις του Σπαν, ο Γιουνγκ πίστευε ότι η βιολογική κληρονομικότητα παίζει κάποιο ρόλο στον χαρακτήρα των ανθρώπων, αν και θεωρούσε ότι ο ρόλος αυτός είναι δευτερεύων σε σχέση με τους πολιτισμικούς και πνευματικούς παράγοντες – και ταυτόχρονα ήταν επικριτικός προς τον κοινότοπο επιστημονικό φυλετισμό για τον «βιολογικό ντετερμινισμό» του.

Ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι τα στοιχεία που θεωρούνται φυλετικά ανώτερα σε έναν πληθυσμό πρέπει να ενισχυθούν, ενώ τα κατώτερα να μειωθούν. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι: «Μέτρα για την ανύψωση των φυλετικά αξιόλογων στοιχείων του γερμανικού λαού και για την καταπολέμηση των κατώτερων πρέπει, ωστόσο, να βρεθούν από σήμερα κιόλας».[[xxxix]] Παράλληλα, πίστευε ότι οι ελίτ του Ράιχ έπρεπε να είναι ανοιχτές στην αποδοχή μελών από τα κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας, εφόσον έδειχναν ηγετικά χαρακτηριστικά, αλλά ότι οι γάμοι θα έπρεπε να γίνονται εντός της ελίτ, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αριστοκρατία, ενισχυμένη τόσο γενετικά όσο και πνευματικά.[[xl]]

Ενώ ο Έντγκαρ Γιουνγκ παρέμεινε διαχρονικά αντίθετος στον Εθνικοσοσιαλισμό, ο Σπαν διατήρησε μέχρι την Προσάρτηση της Αυστρίας την ενθουσιώδη υποστήριξή του, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε τελικά να επηρεάσει την ηγεσία του Τρίτου Ράιχ ώστε να υιοθετήσει τη φιλοσοφία του. Πίστευε το παραπάνω μέχρι και την κατάληψη της Αυστρίας από τη Γερμανία το 1938, λίγο μετά την οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε ως ιδεολογικά επικίνδυνος. Αν και απελευθερώθηκε μετά από λίγους μήνες, περιορίστηκε αναγκαστικά στην αγροικία του.[[xli]]

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπόρεσε ποτέ να επανακτήσει την πολιτική του επιρροή, αλλά άφησε το στίγμα του στον φιλοσοφικό χώρο. Η σκέψη του Σπαν επηρέασε εν μέρει τον Έρικ Φόγκελιν και πολλούς διανοούμενους της Νέας Δεξιάς (Neue Rechte), όπως τον Άρμιν Μόλερ και τον Γκερντ-Κλάους Κάλτενμπρουνερ.[[xlii]] Επιρροή υπήρξε και στη Ριζοσπαστική Παραδοσιοκρατική Σκέψη, ιδιαίτερα σε αυτή του Ιούλιου Έβολα, ο οποίος ανέφερε ότι ο Σπαν «ακολουθούσε παρόμοια γραμμή με τη δική μου»[[xliii]] - εάν και υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ των δύο στοχαστών. Εν κατακλείδι, η φιλοσοφία του Σπαν, [...], παραμένει ενδιαφέρουσα και σημαντική.



[i] More detailed information on Othmar Spann‘s life than provided in this essay can be found in John J. Haag, Othmar Spann and the Politics of “Totality”: Corporatism in Theory and Practice (Ph.D. Thesis, Rice University, 1969). [ii] See Othmar Spann, Types of Economic Theory (London: George Allen and Unwin, 1930), p. 61. We should note to the reader that this book is the only major work by Spann to have been published in English and has also been published under an alternative title as History of Economics. [iii] Othmar Spann as quoted in Ernest Mort, ―Christian Corporatism,‖ Modern Age, Vol. 3, No. 3 (Summer 1959), p. 249. Available online here: http://www.mmisi.org/ma/03_03/mort.pdf. [iv] For a more in-depth and scientific overview of Spann‘s studies of society, see Barth Landheer, ―Othmar Spann‘s Social Theories.‖ Journal of Political Economy, Vol. 39, No. 2 (April, 1931), pp. 239–48. We should also note to our readers that Othmar Spann‘s anti-individualist social theories are more similar to those of other ―far Right‖ sociologists such as Hans Freyer and Werner Sombart. However, it should be remembered that sociologists from nearly all political positions are opposed to individualism to some extent, whether they are of the ―moderate Center‖ or of the ―far Left.‖ Furthermore, anti-individualism is a typical position among many mainstream sociologists today, who recognize that individualistic attitudes – which are, of course, still an issue in societies today just as they were an issue a hundred years ago – have a harmful effect on society as a whole. [v] Othmar Spann, Der wahre Staat (Leipzig: Verlag von Quelle und Meyer, 1921), p. 29. Quoted in Eric Voegelin, Theory of Governance and Other Miscellaneous Papers, 19211938 (Columbia: University of Missouri Press, 2003), p. 68. [vi] Spann, Der wahre Staat, p. 29. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 69. [vii] Spann, Types of Economic Theory, pp. 60–61. [viii] Ibid., p. 61. [ix] Spann, Der wahre Staat, pp. 29 & 34. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, pp. 70–71. [x] J. Glenn Friesen, ―Dooyeweerd, Spann, and the Philosophy of Totality,‖ Philosophia Reformata, 70 (2005), p. 6. Available online here: http://members.shaw.ca/hermandooyeweerd/Totality.pdf. [xi] Spann, Types of Economic Theory, p. 199. [xii] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,” p. 48. [xiii] Eric Voegelin, Race and State (Columbia: University of Missouri Press, 1997), pp. 117–18. [xiv] Ludwig F. Clauss, Rasse und Seele (Munich: J. F. Lehmann, 1926), pp. 20–21. Quoted in Richard T. Gray, About Face: German Physiognomic Thought from Lavater to Auschwitz (Detroit: Wayne State University Press, 2004), p. 307. [xv] For an overview of Evola‘s theory of race, see Michael Bell, ―Julius Evola‘s Concept of Race: A Racism of Three Degrees.‖ The Occidental Quarterly, Vol. 9, No. 4 (Winter 2009–2010), pp. 101–12. Available online here: http://toqonline.com/archives/v9n2/TOQv9n2Bell.pdf. For a closer comparison between the Evola‘s theories and Clauss‘s, see Julius Evola‘s The Elements of Racial Education (Thompkins & Cariou, 2005). [xvi] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,p. 136. [xvii] A more in-depth explanation of ―Radical Traditionalism‖ can be found in Chapter 1: Revolution – Counterrevolution – Tradition‖ in Julius Evola, Men Among the Ruins: Postwar Reflections of a Radical Traditionalist, trans. Guido Stucco, ed. Michael Moynihan (Rochester: Inner Traditions, 2002). [xviii] See Spann, Types of Economic Theory, pp. 162–64. [xix] Ibid., p. 162. [xx] Ibid., p. 226. [xxi] Ibid., p. 230. [xxii] Spann, Der wahre Staat, p. 111. Quoted in Janek Wasserman, Black Vienna, Red Vienna: The Struggle for Intellectual and Political Hegemony in Interwar Vienna, 19181938 (Ph.D. Dissertion, Washington University, 2010), p. 80. [xxiii] Spann, Types of Economic Theory, pp. 212. [xxiv] For a commentary on individual natural rights theory, see Ibid., pp.53 ff. [xxv] Spann, Der wahre Staat, p. 185. Quoted in Wassermann, Black Vienna, Red Vienna, p. 82. [xxvi] Haag, Spann and the Politics of “Totality,” p. 32. [xxvii] Othmar Spann, Kurzgefasstes System der Gesellschaftslehre (Berlin: Quelle und Meyer, 1914), p. 429. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 301. [xxviii] Spann, Gesellschaftslehre, p. 241. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 297. [xxix] Spann, Gesellschaftslehre, p. 495. Quoted in Voegelin, Theory of Governance, p. 299. [xxx] Julius Evola, The Path of Cinnabar (London: Integral Tradition Publishing, 2009), p. 190. [xxxi] Haag, Spann and the Politics of “Totality,p. 39. [xxxii] Ibid., pp. 40–41. [xxxiii] See Günter Bischof, Anton Pelinka, Alexander Lassner, The Dollfuss/Schuschnigg Era in Austria: A Reassessment (New Brunswick, NJ: Transaction Publishers, 2003), pp. 16, 32, & 125 ff. [xxxiv] Alfred Rosenberg, The Myth of the Twentieth Century (Sussex, England: Historical Review Press, 2004), pp. 458–59. [xxxv] See Haag, Spann and the Politics of “Totality,pp. 127–29. [xxxvi] See Ibid., pp. 66 ff. [xxxvii] Edgar Julius Jung, ―Germany and the Conservative Revolution,‖ in: The Weimar Republic Sourcebook, edited by Anton Kaes, Martin Jay, and Edward Dimendberg (Berkeley and Los Angeles: University of California Press, 1995), p. 354. [xxxviii] Larry Eugene Jones, ―Edgar Julius Jung: The Conservative Revolution in Theory and Practice,‖ Conference Group for Central European History of the American Historical Association, Vol. 21, No. 02 (1988), p. 163.[xxxix] Edgar Julius Jung, ―People, Race, Reich,‖ in: Europa: German Conservative Foreign Policy 18701940, edited by Alexander Jacob (Lanham, MD, USA: University Press of America, 2002), p. 101. [xl] For a more in-depth overview of Jung‘s life and thought, see Walter Struve, Elites Against Democracy: Leadership Ideals in Bourgeois Political Thought in Germany, 18901933 (Princeton, N.J.: Princeton University, 1973), pp. 317 ff. See also Edgar Julius Jung, The Rule of the Inferiour, 2 vols. (Lewiston, New York: Edwin Mellon Press, 1995). [xli] Haag, Spann and the Politics of “Totality,pp. 154–55. [xlii] See our previous citations of Voegelin‘s Theory of Governance and Race and State; Armin Mohler, Die Konservative Revolution in Deutschland 19181932 (Stuttgart: Friedrich Vorwerk Verlag, 1950); ―Othmar Spann‖ in Gerd-Klaus Kaltenbrunner, Vom Geist Europas, Vol. 1(Asendorf: Muth-Verlag, 1987). [xliii] Evola, Path of Cinnabar, p. 155.

Δεν υπάρχουν σχόλια: