ΠΑΡΟΝΤΕΣ!

Το 2013 ήταν μια χρονιά που πρέπει να γραφτεί στις μαύρες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Όλα όσα πετύχαινε μέχρι εκείνο το χρονικό διάστημα το κίνημα των Αγανακτισμένων, το οποίο είχε γεννηθεί πριν δυο χρόνια (και δεν ήταν λίγα: άρση του εμφυλιοπολεμικού συμπλέγματος και σύμπνοια συντηρητικών-εθνικιστικών και αριστερών πολιτικών σχηματισμών σε ένα αντιμνημονιακό μέτωπο, στιγματισμός των πολιτικών απατεώνων της μεταπολίτευσης μέσω της πρόκρισης αιτημάτων για ηθική κάθαρση στην πολιτική, απενοχοποίηση του εθνικισμού και άλλα) μαχαιρώθηκαν στο Κερατσίνι και πυροβολήθηκαν στο Νέο Ηράκλειο.

Οι δολοφονίες των Παύλου Φύσσα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, και των Γιώργου Φοντούλη-Μάνου Καπελώνη (συν, ο παρ’ ολίγον θανάσιμος τραυματισμός του Αλέξανδρου Γέροντα), την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ήταν αυτό ακριβώς που χρειάζονταν ο Αντώνης Σαμαράς και το παρακράτος του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού εκείνη την περίοδο για να διαλύσουν το αντιμνημονιακό μέτωπο που είχε σχηματιστεί στην πολιτική ζωή του τόπου με αφετηρία το κίνημα των Αγανακτισμένων. Η άτυπη συνεννόηση ανάμεσα σε αριστερούς και εθνικιστικούς σχηματισμούς στο πλαίσιο του κινήματος των Αγανακτισμένων σηματοδοτούσε την μεγαλύτερη ευκαιρία προκειμένου να ξεπεραστεί το σύνδρομο του εμφυλίου και η τομή των πολιτικών δυνάμεων βάσει του άξονα Δεξιά-κεντροδεξιά/Αριστερά-κεντροαριστερά.  

Ο πολιτικός βίος του έθνους μας έχει σχεδιαστεί από τα αμερικανικά-αγγλοσαξονικά κέντρα βάσει αυτής της τομής. Από την δεκαετία του 1940 και μέχρι σήμερα. Διεθνής παράγοντας και ελλαδική μεγαλοαστική τάξη σχεδιάζουν και εφαρμόζουν το πολιτικό πλάνο τους για την χώρας μας βασιζόμενοι σε αυτή την, βολική για τους θιασώτες του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού, τομή. Ένα πολιτικό σύστημα εγκλωβισμένο στον εύκολα διαχειρίσιμο ιδεολογικό δυισμό της τομής Αριστερά/Δεξιά (με τον εθνικισμό, τον σοσιαλισμό και άλλα ιδεολογικά σχήματα είτε εξαφανισμένα είτε σε ρόλο κομπάρσων) εγγυάται την σταθερότητα που επιθυμούν σήμερα οι φιλελεύθεροι εξουσιαστές της παγκοσμιοποίησης. Ιδίως όταν αυτό το πολιτικό σύστημα είναι θεμελιωμένο στα βιώματα ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου και των όσων ψυχροπολεμικών συνεπειών επακολούθησαν επί τρεις δεκαετίες. 


Οι Αγανακτισμένοι απετέλεσαν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τομή σε αυτή την -καταστροφική για την Ελλάδα και σχεδιασμένη από διεθνή εξουσιαστικά κέντρα- πολιτική συνέχεια. Μέσω των Αγανακτισμένων ο εθνικισμός αναδύθηκε από το πολιτικό περιθώριο στο επίκεντρο της ελληνικής πολιτικής ζωής, σοσιαλιστικά σχήματα εκτινάχτηκαν σε εκλογική δυναμική, οι κύριες αστικές πολιτικές δυνάμεις δέχτηκαν για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ελληνική ιστορία μια τόσο εύστοχη και μαζική κριτική. Και, ασφαλώς, η υπέρβαση μέσω του κινήματος των Αγανακτισμένων των εμφυλιακών συμπλεγμάτων που συνόδευαν την τομή Δεξιά/Αριστερά, σηματοδότησε την αυτονόμηση του εθνικιστικού λόγου και του εθνικιστικού χώρου από τον έλεγχο της Δεξιάς.  

Το αστικό κατεστημένο είχε απωλέσει τον ύπνο του. Η συστημική Δεξιά έχανε τον έλεγχο του επί χρόνια είλωτά της, δηλαδή του εθνικιστικού χώρου, ο οποίος αυτονομούνταν και έπαιζε πλέον ξεχωριστό ρόλο στα πολιτικά (μέσω της Χρυσής Αυγής) και κοινωνικά (μέσω αυτόνομων ομάδων ή προσώπων αλλά και μέσω κοινωνικών παρεμβάσεων της Χρυσής Αυγής) δρώμενα. Αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά επώδυνο για ένα πολιτικό σύστημα που κλονιζόταν και αναζητούσε τρόπους να επιβάλει τα εθνοκτόνα μνημόνια. Η αυτονομία της πολιτικής και κοινωνικής δράσης των εθνικιστών έπρεπε να ανακοπεί και ο εθνικιστικός χώρος να μετατραπεί ξανά σε μια ουρά της πατριδοκάπηλης, μνημονιακής Δεξιάς.

Μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί αυτός ο στόχος ήταν μια πυροδότηση έντασης στις σχέσεις ανάμεσα στους εθνικιστές και τους αριστερούς. Κάτι, όμως, που σήμερα μπορεί να φαίνεται τόσο εύκολο, τότε δεν ήταν. Γιατί οι διαφορές ανάμεσα σε εθνικιστές και αριστερούς είχαν καταλαγιάσει μέσα από τις διετείς συνεχείς κινητοποιήσεις σε κοινές διαδηλώσεις εμπρός στον κοινό αντίπαλο που ήταν τα μνημόνια. Μια νέα τομή είχε σχηματιστεί στην πολιτική ζωή. Μνημονιακές δυνάμεις εναντίον αντιμνημονιακών. Οι εθνικιστές αποτελούσαν τον δεύτερο μαζικότερο πυρήνα του αντιμνημονιακού μετώπου, μετά τους αριστερούς. Συνεπώς, ο στόχος του δεξιού παρακράτους και της κλίκας του Αντώνη Σαμαρά (Βορίδης, Λαζαρίδης, Γεωργιάδης, Κικίλιας κ.α) ήταν σαφής. Έπρεπε να επαναφέρουν το προγενέστερο μίσος ανάμεσα στους αριστερούς και τους εθνικιστές της χώρας. Εφόσον η αντιμνημονιακή σύμπνοια έβαζε στην άκρη τις παλιές διαφορές, η νέα σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικιστές και αριστερούς έπρεπε να προκληθεί από γεγονότα που θα πυροδοτούσαν εξαιρετικά μεγάλη συναισθηματική ένταση. Ένταση ικανή να διαρρήξει αυτή την σύμπνοια.

Ασφαλώς, οι εκατέρωθεν δολοφονίες ήταν κάτι που ταίριαζε γάντι στα θέλω της συστημικής Δεξιάς εκείνη την περίοδο. Ασφαλώς, θα μείνει αναπάντητο το τυχαίο(;) της αναφοράς του Μάκη Βορίδη σε επικείμενες νομικές διώξεις κατά της Χρυσής Αυγής, λίγες μόλις ώρες πριν την δολοφονία του Φύσσα. Φαίνεται πώς για κάποιον λόγο όλα τα τυχαία γεγονότα κάπως γίνεται και αποφέρουν κέρδη στους εγχώριους εκπροσώπους του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού από το 2010 και έπειτα.

Από την άλλη η αδιαμφισβήτητη αφέλεια του Νίκου Μιχαλολιάκου να επιτρέψει την συνέχιση της δράσης τοπικών όπως εκείνης της Νίκαιας, που για την έλλειψη εγκεφάλου των επικεφαλής της είχε ενημερωθεί πολάκις ο αρχηγός της ΧΑ από τους συνεργάτες του, αποτέλεσε την σπίθα στην πυριτιδαποθήκη του ελληνικού πολιτικού στερεώματος. Ο θάνατος του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 έδωσε την ευκαιρία που περίμενε το μνημονιακό πολιτικό στρατόπεδο για να μεταφέρει την συζήτηση στο βολικό πεδίο «των δύο άκρων», να σπρώξει στο περιθώριο την ασύμφορη για εκείνο δημόσια συζήτηση γύρω από τις συνέπειες των μνημονίων και να θέσει ξανά αντιμέτωπους τους εθνικιστές με τους αριστερούς. Η άθλια δολοφονία του Φύσσα έδωσε και μια ευκαιρία στον Τσίπρα να ξεκινήσει μια σταδιακή απαγκίστρωση από το αντιμνημονιακό μέτωπο και να προσεγγίσει όλο και πιο συμβατικές θέσεις (το πού οδήγησε αυτό φάνηκε δυο χρόνια αργότερα, όταν και έγινε πρωθυπουργός).

Από την στιγμή που έγινε γνωστός ο θάνατος του Φύσσα όσοι γνώριζαν την δυναμική που διέθετε το αντιφασιστικό περιβάλλον, καθώς και εκείνοι που αντιλαμβανόμασταν μέχρι που ήταν διατεθειμένος να φτάσει ο Αντώνης Σαμαράς για να μείνει στην πρωθυπουργία, περιμέναμε ότι το όλο θέμα θα είχε συνέχεια. Μπορεί να μην ήταν εύκολο να προβλεφθεί η έκταση της συνέχειας και τι θα επακολουθούσε. Όμως, οι σώφρονες γνώριζαν ότι το θέμα δεν θα τελείωνε με την αρχή της δικαστικής οδύσσειας του κόμματος Μιχαλολιάκου. Και, πράγματι, την αποφράδα 1η Νοεμβρίου του 2013 η ελληνική κοινωνία δέχτηκε ένα ακόμη σοκ. Οι Γιώργος Φουντούλης, Μάνος Καπελώνης και Αλέξανδρος Γέροντας δέχτηκαν πυροβολισμούς βρισκόμενοι στην είσοδο των γραφείων της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο. Οι δυο πρώτοι έχασαν τις ζωές τους, ο τρίτος, ευτυχώς, σώθηκε μετά από μακρά παραμονή στο νοσοκομείο. Μαζί με τα δυο παλικάρια είχε σκοτωθεί οριστικά και το αντιμνημονιακό μέτωπο.

Όποιος γνωρίζει το σημείο της δολοφονίας μπορεί να σκεφτεί ότι δεν ήταν καθόλου πρόσφορο για μια τέτοια επίθεση. Η λεωφόρος Ηρακλείου ανηφορίζει και στενεύει πολύ σε εκείνο το σημείο. Δεν αποτελεί έναν δρόμο που προσφέρει άνεση κίνησης για μια ασφαλή απομάκρυνση όποιου επιχειρήσει μια δολοφονική ενέργεια με μηχανή ή αμάξι. Μετά βίας χωρά ένα αυτοκίνητο σε κάθε μια από τις δύο αντίθετες λωρίδες κυκλοφορίας. Οι παρακείμενοι δρόμοι είναι μεν σκοτεινοί αλλά στενοί σαν σοκάκια. Είναι εύκολο να μπλοκαριστούν. Πολύ περισσότερο όταν το αστυνομικό τμήμα βρίσκεται σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων.


Παρόλα αυτά οι δολοφόνοι των δυο ομοϊδεατών μας έφυγαν ανενόχλητοι και παραδόξως (!) κανείς δεν έμαθε τίποτε για αυτούς. Για την ακρίβεια μάθαμε από τις δημοσιογραφικές έρευνες ότι τα ονόματα των δολοφόνων της τρομοκρατικής οργάνωσης που δεν έδρασε ποτέ ξανά (!) ήταν γνωστά σε κύκλους φυλακισμένων κακοποιών, καθώς και σε έναν πρόεδρο ιστορικού τοπικού ποδοσφαιρικού συλλόγου ο οποίος ήθελε να ενημερώσει την αστυνομία. Μόνο που δεν πρόλαβε να το κάνει. Γιατί δολοφονήθηκε κι αυτός για φαινομενικά άσχετους λόγους. Όπως φαίνεται να δολοφονήθηκε, λίγο καιρό μετά στην Νίκαια, και ο άνθρωπος που πάτησε την σκανδάλη του όπλου που σκότωσε τον Μάνο και τον Γιώργο. Αλλά ούτε και για αυτόν τα δημοσιογραφικά δελτία μας έδωσαν επιπλέον πληροφορίες. Αρκέστηκαν σε μια αθόρυβη κυκλοφορία της είδησης ότι ο δολοφόνος του Γιώργου και του Μάνου μάλλον έπεσε νεκρός από το χέρι αγνώστου στην Νίκαια. Κι άλλες συμπτώσεις που διαμόρφωσαν πολύ βολικές συνθήκες για το μέτωπο των μνημονιακών δυνάμεων.

Τρεις νέοι άνθρωποι χάθηκαν και ένας τραυματίστηκε βαρύτατα μέσα σε ενάμιση μήνα. Ήταν τα γεγονότα που έφεραν την κυβερνητική δράκα του Αντώνη Σαμαρά από θέση απολογούμενου για την μνημονιακή της πολιτική σε θέση δήθεν ψύχραιμου κατήγορου της πολιτικής ανωριμότητας και βαναυσότητας των «δύο άκρων», τα οποία τάχα θα οδηγούσαν την Ελλάδα σε χρόνια «μολυβιού». Ασφαλώς, όλοι θυμόμαστε ποιους ευνόησαν τα «χρόνια του μολυβιού» στην Ιταλία, ως μέρος του σχεδιασμού της «Κόκκινης Προβιάς» και ποιων τα συμφέροντα εξυπηρέτησαν οι χρήσιμοι ηλίθιοι που πυροδότησαν τις εξελίξεις τους. Οι αντιστοιχίες ήταν ακριβείς.

Υπήρξε μια τελευταία ευκαιρία η θυσία των τριών παιδιών να αποκτούσε ένα πολιτικό νόημα. Αν οι γονείς των θυμάτων μπορούσαν να υπερβούν τον βαθύ τους πόνο και να περιγράψουν ψύχραιμα όλο το παραπάνω πολιτικό σκηνικό. Αν οι συγγενείς τους, μετά την δολοφονική επίθεση στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, έβλεπαν ποιος παρακρατικός σχεδιασμός απλωνόταν πίσω από την ένταση εκείνων των μηνών, ποιος ήταν πολιτικά ο ευνοημένος και πόσα αναπάντητα ερωτήματα συνδέονταν με το πολιτικό συμφέρον της μνημονιακής παράταξης. Και αν έκαναν αμφότεροι μια δήλωση καταγγελίας της τρομοκρατίας και του παρακράτους, με κοινό αναλυτικό προσανατολισμό.

Οι γονείς του Φουντούλη αξίζουν ένα εύγε γιατί κινήθηκαν σε αυτό τον προσανατολισμό και προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους γονείς του Φύσσα. Αλλά, δυστυχώς, βρήκαν απέναντί τους την Μάγδα Φύσσα και συνάντησαν άρνηση. Δεν θέλουμε να σταθούμε περαιτέρω στην εν λόγω κυρία. Κατανοούμε ότι δεν ήθελε επαφές με τους γονείς του Φουντούλη. Σεβόμαστε τον πόνο της. Αλλά δεν σεβόμαστε την πολιτική της στάση που θέλει όλους τους εθνικιστές να είμαστε υπεύθυνοι για την δολοφονία του γιου της. Δεν σεβόμαστε την πολιτική ερμηνεία του ανακατέματος των εθνικιστών με τους Δεξιούς και την ρίψη νερού στον μύλο της επικοινωνιακής παγίδας που ήθελε την επαναφορά του εμφυλιοπολεμικού μίσους και της χονδροειδούς πολιτικής  τομής Δεξιά/Αριστερά στην οποία οι εθνικιστές υποτίθεται ότι αποτελούν το ακραίο δεξιό κομμάτι. Κυρίως, δεν σεβόμαστε την εμφάνισή της, με τις πολιτικές συνδηλώσεις που φέρει, δίπλα στους συγγενείς θυμάτων του εγκλήματος των Τεμπών για το οποίο οι αληθινοί εθνικιστές βρεθήκαμε συνεχώς στους δρόμους αγωνιζόμενοι κατά της συγκάλυψης που οργάνωσε το σύστημα Μητσοτάκη.

Εφόσον η δολοφονία των Φουντούλη και Καπελώνη δεν έγινε ευκαιρία επανένωσης του αντιμνημονιακού μετώπου αλλά έδωσε το πάτημα στο κράτος του Σαμαρά και στο παρακράτος της antifa να το διαλύσουν, οι εξελίξεις πήραν την τροπή που όλοι γνωρίζουμε. Σήμερα η πολιτική τελετή μνήμης του Γιώργου και του Μάνου έχει περάσει σε αυτόνομες εθνικιστικές ομάδες και υποδηλώνει ότι η θύμηση των νεκρών παιδιών παραμένει ζωντανή στους νέους και παλιούς εθνικιστές.

Ωστόσο χρειάζεται επαγρύπνηση. Η antifa είναι πάντα εκεί με τους δικούς της πράκτορες και του «Τέληδές» της να προκαλεί, να υβρίζει την μνήμη νεκρών, να οργανώνει αντισυγκεντρώσεις εξυμνώντας την κυπατζίδικη δολοφονία των δυο παιδιών και να καλεί τους ανόητους που επηρεάζει να βιαιοπραγήσουν κατά εθνικιστών μέσω ανακοινώσεων στο ιντιμίντια. Απέναντι στην πρόκληση του παρακράτους θεωρούμε ότι η συγκέντρωση μνήμης των δυο νεκρών παλικαριών πρέπει, ασφαλώς, να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με την κατάλληλη περιφρούρηση απειλές και προβοκάτσιες. Χωρίς, όμως, να πέφτει στην παγίδα αναπαραγωγής της θεωρίας των «δυο άκρων».

Οι εθνικιστές δεν είμαστε κάποιο δεξιό άκρο και δεν έχουμε κανέναν λόγο να εστιάζουμε αποκλειστικά στα κουκουλοφόρα σαπάκια των αντιφασιστικών αντισυγκεντρώσεων. Ο μεγάλος μας εχθρός είναι η εξουσιαστική ελίτ που κρύβεται στο παρασκήνιο και υποκινεί τόσο τα καθάρματα της Δεξιάς όσο και τους antifa συναδέλφους τους. Ο μεσαίου μεγέθους εχθρός μας είναι το τοξικό περιβάλλον της άκρας Δεξιάς που επιχειρεί να νοθεύσει τον εθνικισμό, να τον προσανατολίσει σε λάθος κατευθύνσεις, με τους εκπροσώπους της καμουφλαρισμένους ανάμεσα στις γραμμές μας τόσο σε συγκεντρώσεις όσο και σε ευρύτερα πολιτικά πλαίσια.

Οι αντιφασίστες συνιστούν έναν ακόμη επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο αλλά και μακρινό συνάμα. Είναι απέναντί μας. Τον βλέπουμε. Έχουμε καλυμμένα τα νότα μας από αυτόν και είναι λιγότερο επικίνδυνος πολιτικά, ασχέτως αν χρειαστεί να πιαστούμε στα χέρια περισσότερες φορές με τα μέλη του. Ο αντιφασίστας μπορεί να σκοτώσει τα σώματά μας και να μας πάρει την ζωή. Ο δεξιός σκοτώνει κάτι ανώτερο από εμάς -τις ιδέες μας. Ο καπιταλιστής σκοτώνει κάτι ακόμη σημαντικότερο -το έθνος.  

Αυτός είναι και ο λόγος που η συλλογικότητά μας επιλέγει μια διακριτική παρουσία στο πένθος για τους πεσόντες συναγωνιστές, όπως εξήγησε ο Σταμάτης σε φίλο εκ των διοργανωτών της συγκέντρωσης μνήμης για τον Γιώργο και τον Μάνο με τον οποίο συζήτησαν πριν λίγο καιρό. Στηρίζουμε τις αυτόνομες πρωτοβουλίες κινητοποίησης για την διαφύλαξη της μνήμης των νεκρών παιδιών. Ταυτόχρονα τιμούμε τα παιδιά της Ιδέας που έχασαν άδικα τις ζωές τους με τρόπο διακριτικό. Για να μην δώσουμε ευκαιρία σε καλοθελητές (ακρο) δεξιούς, που μπορεί να βρεθούν ανάμεσά μας, και σε αντιφασίστες πράκτορες να συνεχίσουν τον αποπροσανατολισμό, φέρνοντας την πολιτική ατζέντα σε πεδία βολικά για τον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό της παγκοσμιοποίησης. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κλιμάκιο της συλλογικότητάς μας βρέθηκε στο σημείο της συγκέντρωσης, μπροστά από το μνημείο των πεσόντων, νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα συγκέντρωσης, αφήνοντας ένα κερί και διαβάζοντας στα σύννεφα του αττικού ουρανού την λέξη ΠΑΡΟΝΤΕΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: