- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν

                                                                   Ο Δράκουλας του Λυκ Μπεσόν

                                                                                          του Σταμάτη Μαμούτου

Είναι σίγουρα δύσκολο να αναλάβει κανείς την κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος όπως το Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ, που έχει προβληθεί σε πολλές αφηγηματικές παραλλαγές στην μεγάλη οθόνη. Ιδίως, μάλιστα, όταν η πλέον εντυπωσιακή κινηματογραφική μεταφορά, η οποία έχει παρουσιαστεί μετά την δεκαετία του ’80, ήταν εκείνη του Κόπολα. Αναμφίβολα ο πήχης είναι πολύ ψηλά και κάθε νέα προσπάθεια κινδυνεύει να περάσει από κάτω.


Έχοντας αυτά κατά νου έφτασα σε γνωστό κινηματογράφο της οδού Ακαδημίας, στο κέντρο των Αθηνών, προκειμένου να παρακολουθήσω την νέα ταινία του Λυκ Μπεσόν, που αντλεί το θέμα της από το βιβλίο του Στόουκερ. Το γεγονός ότι θα έβλεπα την ταινία σε έναν κινηματογράφο του πιο αγαπημένου μου σημείου της πόλης έδινε μια ώθηση ευχαρίστησης στην διάθεσή μου. Γεγονός που είχε την σημασία του γιατί οι κριτικές που είχα διαβάσει διαμόρφωσαν την εντύπωση ότι θα έβλεπα ένα μετριότατο κινηματογραφικό έργο. Διατηρούσα, όμως, μια επιφύλαξη προς τις κριτικές τόσο λόγω της ευχάριστης διάθεσης και της μικρής μου εμπιστοσύνης προς τους επαγγελματίες κριτικούς όσο και λόγω της σκηνοθετικής υπογραφής του Λυκ Μπεσόν.

Μπορεί ο Μπεσόν να είναι ένας σκηνοθέτης με μεγάλες διακυμάνσεις στην μέχρι σήμερα κινηματογραφική του διαδρομή (από το εξαιρετικά ελπιδοφόρο ξεκίνημα της εποχής του The Big Blue, τις δυνατές συνέχειες με ταινίες όπως τα Πέμπτο Στοιχείο και Λεόν, μέχρι τις πιο αδιάφορες Λούσι, Βαλέριαν κλπ) δεν παύει, όμως να αποτελεί έναν έμπειρο, ποιοτικό και -όταν είναι σε φόρμα- ικανό να παρουσιάσει το κάτι ξεχωριστό, σκηνοθέτη. Κατάφερε τελικά να παρουσιάσει κάτι ξεχωριστό ο Μπεσόν με τον δικό του Δράκουλα; Η απάντηση είναι μάλλον θετική. Ο Δράκουλας του Λυκ Μπεσόν είναι πράγματι μια διαφορετική ταινία από αυτό που φέρνει στο νου ο τίτλος του έργου. Ωστόσο, η διαφορετικότητα δεν σηματοδοτεί πάντοτε κάτι καλό. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει τις περισσότερες φορές.


Για να γίνω περισσότερο σαφής: αν ο Μπεσόν είχε δώσει έναν διαφορετικό τίτλο στην ταινία του θα είχαμε να κάνουμε με ένα συμπαθητικό ερωτικό φιλμ, επενδυμένο με fantasy gothic αισθητική. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, οι θεατές θα ήταν λιγότεροι. Ο τίτλος «Dracula» είναι σίγουρα θελκτικός για το παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό των θεατών. Είτε για αυτόν είτε για επιπλέον λόγους ο Μπεσόν επέλεξε να σκηνοθετήσει ένα έργο του οποίου βάσισε, αχνά και σε πολύ γενικές γραμμές, τον αφηγηματικό και αισθητικό κορμό στην ταινία του Κόπολα (όχι στο βιβλίο του Στόουκερ από το οποίο έχει αντλήσει λίγα κεντρικά σημεία της αφήγησης). Έτσι, λοιπόν, μια ταινία που συνδέεται θεματικά με εκείνη του Κόπολα αναγκαστικά θα πρέπει να συγκριθεί μαζί της.

Όταν συμβεί αυτό η κάθε συζήτηση χάνει το νόημά της. Καλύτερο θα ήταν για τον θεατή που θα επιλέξει να παρακολουθήσει την νέα ταινία του Μπεσόν να αφήσει το αριστούργημα του Κόπολα στην άκρη και να μην ακολουθήσει τον Μπεσόν στο λάθος του. Δηλαδή, να δει την ταινία σαν να μην υπήρχαν παλαιότερες μεταφορές του βιβλίου. Υπό αυτή την οπτική ο Δράκουλας του Μπεσόν είναι συμπαθητικό έργο. Με εμφανείς αδυναμίες σε ορισμένα σημεία που θα υποδειχθούν παρακάτω αλλά και με ωραία φωτογραφία, δυνατό ρυθμό στην ροή της αφήγησης και καλές ερμηνείες.


Η ταινία του Μπεσόν αποτελεί ένα ερωτικό δράμα με στοιχεία μαύρης κωμωδίας, ωραία φωτεινά κάδρα και όμορφη γοτθική σκηνογραφία. Το γοτθικό στοιχείο απλώνεται στην αισθητική των σκηνών χωρίς να συνοδεύεται πάντοτε από την αίσθηση του τρόμου. Με εξαίρεση τις σκηνές που ο Δράκουλας εμφανίζεται σαν γέροντας, σε όλο το υπόλοιπο έργο, ακόμη και στις αιματοβαμμένες σκηνές που δεν είναι τόσες πολλές ούτε τόσο αιματηρές όσο τις περιγράφουν οι κριτικοί, ακόμη και στην όψη των τεράτων που συμμαχούν με τον Δράκουλα, όλα δείχνουν να έχουν περισσότερα γνωρίσματα μιας περιπέτειας fantasy παραμυθιού παρά μια ταινίας τρόμου. Τα γκαρκόιλ παραπέμπουν στα νανάκια του παλιού έργου sci fi κινουμένων σχεδίων και επιτραπέζιου παιχνιδιού Black Star/ Οι Κυρίαρχοι του Σύμπαντος. Τα δαγκώματα των βρικολάκων συνοδεύονται από ερωτικούς παροξυσμούς και όχι από αίσθηση πόνου, αρρώστιας ή απώλειας της ανθρώπινης ταυτότητας. Οι πανοπλίες και τα λάβαρα των ιπποτών του Δράκουλα παραπέμπουν στον Άρχοντα των Δακτυλιδιών και στο Game Of Thrones, όχι στον Μολδοτρανσιλβανοβλαχικό μεσαίωνα. Οι ιερείς παρουσιάζονται Καθολικοί και όχι Ορθόδοξοι. Ο Δράκουλας στην αρχή του έργου έχει σκοπό να σκοτώσει τον άτυχο νεαρό δικηγόρο που τον επισκέπτεται στον πύργο του και μόνο κατά τύχη αυτός παραμένει ζωντανός ενώ σε όλο το υπόλοιπο έργο φαίνεται ότι αποφεύγει να σκοτώσει τον οποιονδήποτε χωρίς λόγο και προτιμά μόνο να πίνει ανθρώπινο αίμα όμορφων γυναικών τις οποίες κάνει βρικόλακες προκειμένου να τις στρατεύσει στον ανώτερο σκοπό του. Οι αρχικές σκηνές του setup της ταινίας παρουσιάζουν ένα ζευγάρι ερωτευμένων πριγκιπόπουλων του μεσαίωνα να συμπεριφέρεται με εντελώς «αντιμεσαιωνικούς» ερωτικούς τρόπους.


Παρόλες τις αντιφάσεις και ορισμένες μη επαρκώς κατανοητές επιλογές του Μπεσόν που  παρέθεσα παραπάνω, η αισθητική των σκηνών, των κάδρων και της σκηνογραφίας έχει μια όμορφη ατμοσφαιρικά ημιφωτεινή ταυτότητα, πολύ χαρακτηριστική του Γάλλου σκηνοθέτη. Ο Δράκουλας είναι απλά ένας ερωτευμένος άντρας που δεν σκοτώνει κανέναν άνθρωπο στην ταινία, αρκούμενος να δαγκώνει γυναίκες -ιδίως καλόγριες- και να τις μετατρέπει σε vampires που τον κρατούν ζωντανό προκειμένου να βρει την αγαπημένη του. Το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί, ο Δράκουλας φέρεται ιπποτικά και έντιμα στην αγαπημένη του χωρίς να είναι, όπως τον έχουμε συνηθίσει, ελιτιστικά βάναυσος με τους υπόλοιπους υπηκόους του. Η Μίνα τον αναγνωρίζει ως πρώτο και προαιώνιο σύζυγό της ενώ αντιμετωπίζει τους κυνηγούς των βρικολάκων ως αδιάκριτους εισβολείς που της στερούν την αιωνιότητα στο πλευρό του.


Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εύπεπτο και συμπαθητικό gothic ερωτικό δράμα με πρωταγωνιστή τον Δράκουλα και όχι για μια πιστή μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο. Αξίζει τις αυστηρές κριτικές και τους άσους με τους οποίους το έχουν βαθμολογήσει οι περισσότεροι κριτικοί; Σε καμία περίπτωση. Η αφήγηση έχει ρυθμό, η ατμόσφαιρα είναι όμορφη, οι ερμηνείες είναι καλές, σε γενικές γραμμές το έργο κρατά τον θεατή προσηλωμένο στην υπόθεση και προσφέρει ψυχαγωγία με τα δραματικά στοιχεία του που οδηγούν στην ψυχική κάθαρση και αντλούν από το αρχέτυπο της ελληνικής τραγωδίας. Εκείνο, όμως, που βαραίνει ιδιαιτέρως το πεδίο των μειονεκτημάτων του έργου είναι ασφαλώς ο τίτλος του. Δεν είναι ο γνωστός Δράκουλας αυτός. Ούτε του Κόπολα, ούτε της Hammer και του Κρίστοφερ Λι. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο Δράκουλας του Στόουκερ.  

                         Μαρξιστικός σοσιαλισμός και Καπιταλισμός: Σιαμαία Δίδυμα

                                                                            του Έντουαρντ Λιμόνοφ  (μετάφραση Αχιλλέας)

Θα δημοσιεύσουμε ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Έντουαρντ Λιμόνοφ, που φέρει τον τίτλο Μια Άλλη Ρωσία. Γράφτηκε στη φυλακή ως σειρά διαλέξεων για τους εθνικο-μπολσεβίκους. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Amfora», κατασχέθηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (FSB) αδικαιολόγητα. Ο εκδότης φοβήθηκε την αντίδραση της Ειδικής Υπηρεσίας και αρνήθηκε να το τυπώσει. Πολλοί άλλοι εκδότες ακολούθησαν τη «συμβουλή» της FSB και επίσης αρνήθηκαν. Τελικά το κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Ultra.Culture».

Με μια ιδιότυπη ανάγνωση της ιστορίας ο επικεφαλής των Ρώσων εθνικομπολσεβίκων –ή νεοφασιστών, κατά τους δυτικούς ακαδημαϊκούς- αποκηρύσσει καθιερωμένες παραδοχές της ευρωπαϊκής ιστορίας και, κυρίως, ασκεί κριτική στον μαρξιστικό σοσιαλισμό ως ιδεολογία και ως πολιτικό κίνημα, από μια αντι-υλιστική, αντιτεχνοκρατική, νεορομαντική σκοπιά. Δεν διστάζει, μάλιστα, με αρκετή δόση μαύρου χιούμορ, να χαρακτηρίσει και τον ίδιο τον Μαρξ κάτι σαν ατελή κρυφορομαντικό και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κλασικός μαρξισμός και ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός αποτελούν κεφάλαια της μιας και αυτής νεωτερικής ανάγνωσης της ιστορίας.



                                                                                                                                                                  Διάλεξη 14

Το 1988, κατά τη συγγραφή του βιβλίου Πειθαρχικό Σανατόριο, βυθίστηκα σε αποσπάσματα και λεξικά. Θυμάμαι ότι στο γαλλικό λεξικό Petit Robert με εντυπωσίασε ο ορισμός του καπιταλισμού: «Κοινωνικό σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια και οι βιομηχανίες ανήκουν σε ιδιώτες». Το λεξικό το παρουσίαζε με απόλυτη φυσικότητά, σαν να ήταν αυτονόητο. Έδινε την εντύπωση ότι ο ορισμός ανήκε στον Κάρολο Μαρξ. Γνωρίζουμε ότι ο Μαρξ είχε γράψει μερικά άρθρα για την Encyclopedia Britannica. Κοίταξα και σε άλλα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Και παντού, προς έκπληξή μου, οι ορισμοί του καπιταλισμού δίνονταν με όρους μαρξιστικούς. Αποδείχθηκε ότι για να «δει» ο καπιταλισμός τον εαυτό του, έπρεπε να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μαρξισμού. Λες και δεν υπήρχε άλλος καθρέφτης.

Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι τόσο ο σοσιαλισμός (καθώς ο μαρξισμός είναι απλώς μια ριζοσπαστική μορφή σοσιαλισμού) όσο και ο καπιταλισμός βασίζονται στην ιδιοκτησία. Και τα δύο συστήματα ασχολούνται με την ιδιοκτησία και το κεφάλαιο. Στον καπιταλισμό, η ιδιοκτησία και το κεφάλαιο ανήκουν σε ιδιώτες· στον σοσιαλισμό ανήκουν στον εργαζόμενο λαό — στους μισθωτούς, δηλαδή στο προλεταριάτο. Απλό, έτσι;

Προχωρώντας σε αυτήν την πολύ στοιχειώδη διερεύνηση, μαθαίνουμε ότι πριν εμφανιστεί ο μαρξιστικός ριζοσπαστικός σοσιαλισμός, ο καπιταλισμός δεν αποκαλούσε τον εαυτό του «καπιταλισμό». Στην πραγματικότητα δεν αποκαλούσε τον εαυτό του τίποτα, γιατί δεν ήταν ακόμη ξεχωριστό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Οι πρώτοι «καπιταλιστές» εμφανίστηκαν στην Αγγλία, την Ολλανδία και τη Βόρεια Ιταλία — στο Μιλάνο, αλλά δεν θεωρούσαν και δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους καπιταλιστές. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους επιχειρηματίες, εμπόρους, κατασκευαστές, εργοστασιάρχες. Λειτούργησαν σε κράτη με μοναρχικό καθεστώς. Οι βασιλιάδες μπορούσαν, για παράδειγμα, να δανειστούν από τους πλούσιους τεράστια ποσά για να διεξαγάγουν πόλεμο και να μην τα επιστρέψουν ποτέ. (Σκόπιμα απλοποιώ την αφήγηση μου προς διευκόλυνση της κατανόησης).


Η αλληλεξάρτηση και η συμμαχία των κεφαλαίων (ο κόσμος των επιχειρηματιών) και της εξουσίας εμφανίστηκαν αρχικά σε προτεσταντικά κράτη: στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Ο μετανάστης και εξόριστος Κάρολος Μαρξ, Γερμανός γιατρός εβραϊκής καταγωγής, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αγγλία, στο Λονδίνο, στο επίκεντρο του καπιταλισμού, όπου πέθανε και τάφηκε με φροντίδα σε λονδρέζικο νεκροταφείο. Ο τάφος του, καθ’ όλη τη διάρκεια των εβδομήντα χρόνων της σοβιετικής εξουσίας, ήταν τόπος «σεβάσμιων» επισκέψεων των σοβιετικών οπαδών του «προφήτη» Μαρξ.

Τι είχε συμβεί λοιπόν; Υπήρχε τελικά καπιταλισμός; Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν οι Βρετανοί κατέκτησαν ολοκληρωτικά την Ινδία, κατέλαβαν τεράστιους θησαυρούς: πολύτιμους λίθους, χρυσό, και έγιναν ιδιοκτήτες φυτειών βαμβακιού. Ακριβώς αυτή η λεηλασία της Ινδίας, σε συνδυασμό με τις «αρετές» της προτεσταντικής πουριτανικής ηθικής — εργασία και εξοικονόμηση — δημιούργησε μια ασυνήθιστη έκρηξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στη Μεγάλη Βρετανία (Θησαυροί + πρώτες ύλες). Οι λεηλατημένοι θησαυροί και οι πρώτες ύλες έκαναν δυνατή τη Βιομηχανική Επανάσταση.

Ας θυμηθούμε ότι τα πρώτα «καπιταλιστικά» εργοστάσια στην Αγγλία ήταν αργαλειοί. Τι έσπαγαν και κατέστρεφαν οι «Λουδίτες»; Σωστά! Μηχανές. Και πιο συγκεκριμένα αργαλειούς. Γιατί οι αργαλειοί στέρησαν τον μισθό από τους τεχνίτες-υφαντές. Όλες αυτές οι πληροφορίες διδάσκονταν κάποτε στα σοβιετικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας. Παρέχονταν αναλυτικά, γιατί αφορούσαν τον ιδιαίτερα πολύτιμο και πολυαγαπημένο καπιταλισμό. Χωρίς τον οποίο ο μαρξισμός δεν μπορεί να υπάρξει.

Ο Μαρξ ήταν υπέρ-μοντέρνος, υπερβολικά σύγχρονος. Ακόμα και βιαστικός. Στο «Κεφάλαιο» περιέγραψε ένα φαινόμενο που δεν υπήρχε καν ακόμη στην Αγγλία. Υπήρχαν μόνο τα αρχικά του στοιχεία. «Ο Μαυριτανός» — όπως τον έλεγαν οι συγγενείς του λόγω του ελαιώδους δέρματός του — ήταν, λόγω της ψυχοσύνθεσής του, φορέας ενός «μαύρου» ρομαντισμού. Δεν είναι το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του 1848 ένα ρομαντικό έργο; «Ένα φάντασμα πλανάται στην Ευρώπη — το φάντασμα του Κομμουνισμού…» Τα φαντάσματα έχουν την τιμητική τους στη ρομαντική λογοτεχνία· το γοτθικό μυθιστόρημα βρίθει φαντασμάτων.

Δεν πρόκειται να χλευάσω τον σοβαρό μελετητή-θεωρητικό Μαρξ. Κάτι το οποίο, όντως ήταν, καθ’ όλη του τη ζωή. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο Κάρολος Μαρξ ήταν πολύ βιαστικός στην «ανακάλυψη» του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, ο καπιταλισμός ως κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο που αξίζει προσοχής, εμφανίστηκε μετά τον θάνατο του Μαρξ. Και ουσιαστικά ακόμη μεταγενέστερα — μετά την επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης, που πραγματοποιήθηκε υπό τη σημαία του μαρξισμού. Τότε συνειδητοποίησε ο κόσμος ότι: ο καπιταλισμός είναι υπαρκτός. Χωρίς την καταλυτική επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης, όλη η δραστηριότητα του Μαρξ, όλες οι συνάξεις του, οι διεθνείς οργανώσεις του (ξέρουμε εντός ποιου πλαισίου λάμβαναν χώρα, με 30-40 φίλους του να καταφθάνουν από διάφορες χώρες) - θα ήταν τόσο εκκωφαντικές, όσο ο θόρυβος ποντικών που τρέχουν. Λες και δεν είχαν ιδρυθεί αρκετές λέσχες, οργανώσεις και κόμματα τον 19ο αιώνα!


Μερικές φορές οι ιστορικοί, διστακτικά, ψιθυρίζουν ότι η Ρωσία δεν ήταν μία αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, ότι το προλεταριάτο της δεν ήταν πολυάριθμο τη στιγμή της επανάστασης. Αλλά, με συγχωρείτε, ο Πρώτος Προλετάριος ήταν γεγονός, παρ’ όλους τους παραπάνω κανόνες - παραβιάζοντας, μάλιστα, όλους τους παραπάνω κανόνες! Και, βέβαια, το γεγονός του «Πρώτου Προλετάριου» συνέβη σε μια χώρα που ο Μαρξ δεν συμπαθούσε καθόλου. Πιθανώς, επειδή στους λονδρέζικους κύκλους των μεταναστών συναντούσε πάντα τον γεμάτο ενέργεια, γεμάτο ζωή Ρώσο αριστοκράτη - τον αναρχικό Μπακούνιν. Ίσως, από τις αντιπαραθέσεις με τον Μπακούνιν, από τους καβγάδες μαζί του, ο Μαρξ διαμόρφωσε την αιχμηρή του άποψη για τους Ρώσους: «Ένα μείγμα ψυχολογίας δούλου και, συνάμα, Μογγόλου κατακτητή».

Σήμερα, πολλοί αιφνιδιάζονται από το γεγονός ότι η πρώτη κοινωνική επανάσταση συνέβη σε μια όχι και τόσο καπιταλιστική χώρα. Υπάρχουν κάποιες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 ήταν ουσιαστικά μια αστική επανάσταση, όμως, αν το πρώτο της στάδιο — η Φεβρουαριανή Επανάσταση — ήταν μια κλασική μπουρζουάδικη επανάσταση, τότε τον Οκτώβριο η εξουσία καταλήφθηκε από μια ριζοσπαστική σέκτα, παρόμοια με αυτή των Ιακωβίνων.

Ήδη γνωρίζουμε ότι όλες οι επαναστάσεις γίνονται από άτομα που παρεκκλίνουν του καθιερωμένου. Επομένως, το ερώτημα για το «ποιοι την έπραξαν» παύει να έχει σημασία. Υπό την αιγίδα ποιας σημαίας το έκαναν, επίσης μας είναι γνωστό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το γεγονός, ότι η Ρωσία δεν ήταν καπιταλιστική χώρα το 1917. Η εξουσία ανήκε στον τσάρο, το κοινωνικό καθεστώς χαρακτηριζόταν ως «απολυταρχικό» και οι Ρώσοι εργοστασιάρχες και έμποροι, παρόλο που ήταν πλούσιοι, δεν κατείχαν την εξουσία. Η πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούνταν από φτωχούς χωρικούς - τελεία και παύλα.

Εμφανίζεται, λοιπόν, το ερώτημα: ποιες χώρες ήταν καπιταλιστικές, δηλαδή, πού κυριαρχούσε το κεφάλαιο, οι τράπεζες ή η βιομηχανία; Η απάντηση: Στην εποχή του Μαρξ δεν υπήρχαν τέτοιες χώρες στον πλανήτη. Ούτε στην εποχή του Λένιν. Ο συνδυασμός χυτηρίου-χαλυβουργίας της Krupp ήταν σημαντικός στις εποχές του Γουλιέλμου Α’ και Γουλιέλμου Β’ στη Γερμανία, αλλά η Krupp δεν κυβερνούσε τη Γερμανία. Και στην Αγγλία, στην οποία πραγματοποιήθηκε η βιομηχανική επανάσταση, τον 18ο αιώνα, όταν λεηλατήθηκε η Ινδία, και τον 19ο  αιώνα, όταν οι καμινάδες των εργοστασίων έπνιγαν τα πάντα στον καπνό, υπήρχε κοινοβουλευτική μοναρχία. Οι καπιταλιστές δεν κυβερνούσαν. Δηλαδή, ο Μαρξ προχώρησε μπροστά από την εποχή του. Και ο Λένιν απέδειξε την ύπαρξη του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Καθώς, ο μαρξιστικός σοσιαλισμός του έπρεπε να νικήσει κάποιον. «Ρίξαμε την απολυταρχία και τον καπιταλισμό», είπαν οι Μπολσεβίκοι. Ρίξανε την απολυταρχία, αλλά καπιταλισμός δεν υπήρχε.

Το 1997, αν δεν κάνω λάθος, στο κέντρο Τύπου της Πινακοθήκης Τρετιακόφ, διεξήχθη συνάντηση με τον Τζορτζ Σόρος. Η συνάντηση της κεφαλαιαγοράς και του «Ινστιτούτου Ανοιχτής Κοινωνίας», υπό την ηγεσία αυτού του εκκεντρικού Αμερικανού φιλανθρώπου. Πήγαμε εκεί με τον Ντούγκιν, εμφανιζόμενοι και οι δύο, αφού είχαμε δηλώσει προηγουμένως τη συμμετοχή μας. Η παρουσία, όπως και η εμφάνισή μας, είχαν συζητηθεί εκ των προτέρων με τους βοηθούς του Σόρος στη Ρωσία, και ο ίδιος ο Σόρος ενημερώθηκε πως: θα έρθουν δύο επικίνδυνοι επαναστάτες. Θα μπορούσε να είχε πει: «Για όνομα του Θεού, όχι!» Αλλά είπε - «ας έρθουν».

Ω, πόσο πολύ ζωντάνεψε και τις δύο φορές που εμφανιστήκαμε. Από το πουθενά, λες και ήταν μισοκοιμισμένος λίγο πιο πριν, ξύπναγε ξαφνικά και έφτιαχνε την πολυθρόνα του, καθόταν ευθυτενώς, ίσιωνε τα γυαλιά του, και τα τοποθετούσε προσεκτικά στη μύτη του. Χαμογελούσε και ήταν όλος αυτιά. Από τους σαράντα οκτώ παρουσιαστές ενδιαφερόταν μόνο για τους αντιπάλους του -για εμάς τους δύο δηλαδή. Όλοι οι άλλοι παρουσιαστές είχαν ευνοηθεί από τον ίδιο, καθώς ήταν είτε υπάλληλοι του «Soros Fund» στη Ρωσία είτε διανοούμενοι που είχαν λάβει άμεση βοήθεια από αυτόν. Δίπλα του καθόταν ο Πίτερ Άβεν, πρώην υπουργός, επικεφαλής της χρηματοοικονομικής ομάδας «Alpha».


Όταν μιλούσα, έβλεπα ξεκάθαρα -μπροστά στα μάτια μου- έναν νεκρό να ζωντανεύει! Η «Ανοιχτή Κοινωνία» του Σόρος απαιτούσε άνθρωποι σαν εμένα να εξαφανιστούν. Όταν δεν υπάρχει κάποιος στον ρόλο του εχθρού η ζωή φαίνεται βαρετή και αποκρουστική και κανείς δεν μπορεί να νιώσει την πληρότητα του είναι του. Ο Σόρος ήταν χαρούμενος που υπήρχα και, από τη δεύτερη σειρά, κοιτάζοντάς τον μέσα από τα παχιά γυαλιά του, του ανέφερα δυσάρεστα - για αυτόν - πράγματα.

Τα χοντρά γυαλιά, η άτσαλη, κακή χρήση της αγγλικής γλώσσας, η μύτη που παρέπεμπε σε πατάτα αυτού του καπιταλιστή-δισεκατομμυριούχου, μου θύμισαν τον πρώτο μου εκδότη -έναν Ρουμανο-Εβραίο, τον Ντέιβιντ Ντάσκαλ. Το 1979, στη Νέα Υόρκη, ο Ντάσκαλ αποφάσισε να εκδώσει το πρώτο μου μυθιστόρημα στα ρωσικά. Εξερευνητές και κατακτητές, αλαζονικοί, περίεργοι - η διαφορά τους ήταν μόνο το ποσό των δολαρίων που είχαν βγάλει. Κατακτητές από την Ανατολική Ευρώπη που ήρθαν τη δεκαετία του ’50 και απευθύνθηκαν στους Γιάνκηδες, που είχαν ήδη γίνει τεμπέληδες, προσπερνώντας τους γρήγορα.

Ας επιστρέψουμε όμως στον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Σόρος — φιλάνθρωπος και άνθρωπος της αγοράς, και όπως λένε, τολμηρός και επιθετικός κερδοσκόπος, καταστροφέας της νομισματικής σταθερότητας της Ινδονησίας, μιας ολόκληρης χώρας — εμφανίζεται ξαφνικά ως ένας, σχεδόν, εχθρός του καπιταλισμού, εκφράζοντας αμφιβολίες για αυτόν. (Ασφαλώς και δεν μπορεί να δοθεί παραπομπή από το βιβλίο του Σόρος. Χθες, ο υπεύθυνος της μονάδας απομόνωσης αρνήθηκε να μου προσκομίσει μια λάμπα γραφείου, την οποία είχα αιτηθεί να μου φέρουν απ’ έξω). Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος αποκαλεί εαυτόν ως εχθρό του καπιταλισμού που αναπτύχθηκε στην Ρωσία. Ταυτόχρονα, ο φιλάνθρωπος σπαταλά εκατομμύρια δολάρια (εκατοντάδες εκατομμύρια για επιστημονικές έρευνες) για να υποστηρίξει τη δραστηριότητα Ρώσων επιστημόνων, όπως και την έκδοση ρωσικών εγχειριδίων που εξηγούν στους μαθητές το τι συμβαίνει στον κόσμο, πάντα σύμφωνα με τον Σόρος. Πρόκειται για ένα άτομο με κολοσσιαία μεγαλομανία και με επιθυμία επιβολής στον κόσμο. Αλλά, και με μία αστείρευτη πηγή χρημάτων, που κάνουν την επιθυμία του πραγματικότητα.

Στο τέλος εκείνης της συνέντευξης Τύπου, ο Σόρος απευθύνθηκε στους ακροατές με μια ομιλία. Κοιτάζοντάς με. Γιατί εγώ, πιο απειθής από τον Ντούγκιν, του είπα ότι είναι ο εχθρός μας και ότι θα τον πολεμήσουμε. Ο Σόρος μιλούσε σαν τον Ζουγκάνοφ. Στην ομιλία του, όλη η ορολογία ήταν σοσιαλιστική, Μαρξιστική, όπως και στο λεξικό Petit Robert. Ο Πίτερ Άβεν μειδιούσε και χαιρόταν στον ρυθμό της ομιλίας του, καθώς τα μάτια του έλαμπαν μέσα από τα σκούρα χοντρά γυαλιά του - παρόμοια με αυτά του Σόρος. (Εδώ, μυστηριωδώς, σαν κατόπιν κάποιας εντολής, το «Ρωσικό Ραδιόφωνο» δήλωσε ότι ο Σόρος είχε εμφανιστεί σε συνέντευξη Τύπου στη Μόσχα και, αγανακτισμένος, κουνούσε επιδεικτικά την εγκύκλιο της Ακαδημίας Επιστημών, η οποία υποχρεώνει τους επιστήμονες να διατηρούν τα μυστικά τους κατά τις επαφές με ξένους).

Ακόμη το 1993, κατά τις εκλογές στην περιοχή Τβερ για την 172η εκλογική περιφέρεια, απαντούσα στις ερωτήσεις των ψηφοφόρων: είμαι υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας ή κατά; Δεν απάντησα με ένα σύντομο «ναι» ή «όχι», αλλά δήλωσα ότι είμαι υπέρ της αποτελεσματικής μορφής ιδιοκτησίας. Είναι σημαντικό το εργοστάσιο ή η βιομηχανία να αποφέρει κέρδη, ώστε οι εργάτες να έχουν καλή αμοιβή και η κυβέρνηση να εισπράττει τους φόρους της και το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης — αν είναι ένα άτομο, ένα συλλογικό σώμα εργατών ή πλειοδότες — είναι αδιάφορο. Ακόμη και σήμερα, πιστεύω το ίδιο όσον αφορά αυτά τα γκρίζα, μπετονένια (ή παλιά τούβλινα) κτίρια, τα οποία, συνήθως, βρίσκονται στα προάστια της πόλης, και ονομάζονται εργοστάσια ή βιομηχανίες. Στη νιότη μου έδωσα ένα κομμάτι της ζωής μου — έκοβα, φόρτωνα, μετέφερα μέταλλα και μεταλλεύματα σε τέτοια κτίρια — γι’ αυτό τα ξέρω πολύ καλά. Κανείς δεν θα πήγαινε εκεί εκουσίως· ούτε στη ζέστη, ούτε στο κρύο, της χημικής δυσωδίας και των ρευμάτων του αέρα. Συνεπώς, αυτό που πρέπει να συζητηθεί δεν είναι το ζήτημα της ιδιοκτησίας (αν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες ανήκουν σ’ εκείνον τον κύριο με τα ριγέ παντελόνια ή σ’ αυτά τα δεκάδες παιδιά με τα τζιν), αλλά το ζήτημα είναι να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από αυτή τη βρωμιά των εργοστασίων και των βιομηχανιών.


Ήδη, το 1988 στο Πειθαρχικό Σανατόριο είχα γράψει για τα προβλήματα οικολογίας -  προέβλεψα ακόμη και την εμφάνιση ριζοσπαστικών οικολογικών ομάδων που θα υπερασπίζονταν τις πεποιθήσεις τους με όπλα στα χέρια. Αν και τέτοιες επιθετικές ομάδες δεν έχουν ακόμη καταγραφεί από τις κυβερνήσεις ή τα ΜΜΕ, είμαι βέβαιος για την πρόβλεψή μου. Επίσης, είμαι βέβαιος ότι το ερώτημα της μορφής ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, εργοστασίων και βιομηχανιών, των μέσων παραγωγής, όχι μόνο παύει να είναι επαναστατικό (όπως ανέφερα παραπάνω, σήμερα κανείς δεν φωνάζει «εργοστάσια στον λαό!») αλλά έγινε, πλέον, και ένα τυπολατρικό, χωρίς νόημα ερώτημα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Τα ανθρώπινα ήθη πάντα αλλάζουν. Οι Νόμοι του Μανού τιμωρούσαν με θάνατο την παράνομη μετακίνηση της οριακής λίθου, δηλαδή του σημαδιού που όριζε τα σύνορα. Σήμερα τέτοια προβλήματα λύνονται με ανταλλαγή προσβολών στις αγροτικές διοικήσεις, και τίποτα παραπάνω.

Η αντιπαράθεση του καπιταλισμού με τον σοσιαλισμό από την αρχή ήταν ένα μύθευμα, εφευρεμένο από τον καθηγητή Μαρξ, με βάση την ήδη υπάρχουσα οικονομική πραγματικότητα συν έναν κουβά φαντασιοπληξίας. Στην πραγματικότητα, ο ορθολογιστής κατακτητής Μαρξ, χρειάστηκε μια επαναστατική τάξη (ή έναν εκλεκτό λαό - που ουσιαστικά είναι το ίδιο). Διότι, το να βγεις απλώς από την έρημο, είναι κοινότοπο, και δεν θα εκπλήξει κανέναν. Αλλά, το να βγάλεις έναν ολόκληρο λαό από την έρημο - αυτό είναι κατόρθωμα.

Είναι σαφές ότι το προλεταριάτο - οι μισθωτοί εργάτες - όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ήταν κακοπληρωμένο και ζούσε φρικτά. Ήταν, όμως, εξίσου σαφές ότι αυτό ήταν ένα προσωρινό πρόβλημα, δεδομένου ότι όλα τα ζητήματα αυτού του είδους (υψηλότερος μισθός, περισσότερες ώρες εργασίας κλπ) μπορούν να λυθούν, και πράγματι λύνονται, με την τριβή των σχέσεων. Αυτό που βοήθησε τους εργάτες στη Δύση να έχουν καλύτερη ζωή ήταν, στην πραγματικότητα, η «προλεταριακή» επανάσταση στη Ρωσία. Αυτή άρχισε να ασκεί έντονη πίεση στις συνειδήσεις των δυτικών εργοδοτών και των κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών χωρών. Και εκείνοι προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να μην οδηγήσουν τους μισθωτούς εργάτες στα άκρα. Διαφορετικά θα ξεσπούσε προλεταριακή επανάσταση.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τα συνθήματα των Γάλλων εργατών και φοιτητών τον Μάιο του 1968. Οι εργάτες εμφανίστηκαν με λακωνικά συνθήματα: «40», «60», «1000». Το σύνθημα είχε σωστό ύφος και συγκάλυπτε την άνοστη χοντροκοπιά και τις περιορισμένες απόψεις του να βλέπει κάποιος μόνο τα όρια του μικρόκοσμού του. Είχαν κατά νου τη σαραντάωρη εργάσιμη εβδομάδα, τη σύνταξη στα εξήντα και τον ελάχιστο μισθό των χιλίων φράγκων. Οι φοιτητές πρόβαλαν ουσιαστικά ευφυή συνθήματα: «Ούτε Θεοί, ούτε αφέντες!», «Να είστε ρεαλιστές, απαιτείστε το αδύνατο!», «Απαγορεύονται οι απαγορεύσεις!», «Η φαντασία στην εξουσία!»

Την σημερινή εποχή, όταν τόσο ο Ζουγκάνοφ όσο και ο Σόρος χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους περί ιδιοκτησίας, όταν κάποια πολυεθνική εταιρεία ανήκει σε χιλιάδες πλειοδότες έτσι ώστε να θεωρείται συλλογική ιδιοκτησία, τα όρια μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Δεν υπήρξαν ποτέ. Όπως δεν υπήρξε καπιταλισμός, έτσι τώρα δεν υπάρχει σοσιαλισμός. Ο ευφυής «Μαυριτανός» (ο Μαρξ) εφηύρε μόνον την ορολογία. Και το γεγονός ότι ο Λένιν είχε βγει νικητής υπό τη σημαία του μαρξισμού, θα έκανε κάποιον να σηκώσει τους ώμους του αδιάφορα και να πει ότι: ένας ευφυής άνθρωπος που παρεκκλίνει του καθιερωμένου, και που συγκέντρωσε ανεκτίμητο ανθρώπινο υλικό υπό τις διαταγές του, θα είχε κερδίσει κάτω από οποιαδήποτε σημαία. Και ακόμη ένα σχόλιο: έζησα στη Γαλλία για ενάμιση χρόνο υπό τον σοσιαλιστή Μιτεράν. Η μόνη εμφανής διαφορά μεταξύ των δύο καθεστώτων ήταν ότι υπό τον Ζισκάρ το «Figaro» εκτύπωνε επιμελώς στην τελευταία σελίδα εικόνες των δικαίως αποκεφαλισμένων εγκληματιών. Υπό τους σοσιαλιστές εισήχθη μορατόριουμ στη θανατική ποινή και οι εικόνες εξαφανίστηκαν.


Ένα ακόμη ενδιαφέρον γεγονός. Όπως φαίνεται από τα διάφορα απομνημονεύματα που εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια, λίγοι από τους συνεργάτες του Λένιν είχαν διαβάσει τον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» μέχρι τέλους. Μαθαίνοντάς το, χάρηκα, γιατί πάντα υποψιαζόμουν ότι δεν το είχαν κάνει. Αυτοί οι εξαντλητικοί διανοητικοί υπολογισμοί του καθηγητή Μαρξ δεν τους ήταν απαραίτητοι, καθώς ήταν άνθρωποι της δράσης. Αυτό που χρειάζονταν ήταν μια συναρπαστική, όμορφη σημαία και μερικά συνθήματα. Τι μπορεί να είναι πιο συναρπαστικό από μια κόκκινη σημαία;

Γιατί εκφυλίστηκαν τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα; Διότι λειτουργούν με τα ίδια θεωρητικά σχήματα των φιλελεύθερων (κομμάτων) και έχουν κοινούς στόχους. Αλλά αν οι ιδεολογικοί μας εχθροί κηρύττουν την παραγωγικότητα της εργασίας, τότε είναι ηλίθιο να κηρύττεις την ακόμα μεγαλύτερη παραγωγικότητά της. Γνωρίζοντας, μάλιστα, με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο τους συμφέρει, καθώς πλέον μιλάμε για μηχανοποιημένη παραγωγικότητα. Κάποιος πρέπει να κηρύξει κάτι διαφορετικό. Κάτι τελείως, μα τελείως διαφορετικό. Την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, την ελευθερία του ανθρώπου από την μηχανοποιημένη εργασία. Την ελευθερία στον έρωτα. Το δικαίωμα στον πόλεμο.                                                                                                                                                                         

Λιμόνκα №1 (Απρίλιος 2004) 

          Τα γενέθλια του γερμανικού εθνικισμού: Συγκριτικές προσεγγίσεις

Α.Π.

Στις 9 Οκτωβρίου 1806, η Πρωσία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γαλλία, και ο στρατός της, που θεωρείται αήττητος από την εποχή του Μεγάλου Φρειδερίκου, συντρίβεται μόλις πέντε μέρες μετά, στην Ιένα, και το Βερολίνο καταλαμβάνεται από τους Γάλλους.

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε αφορμή για τη δρομολόγηση μιας απότομης εισαγωγής του γερμανικού χώρου στη νεωτερικότητα "από τα πάνω". Στη νότια Γερμανία ο Ναπολέων καταργεί τα μεσαιωνικά φεουδαρχικά προνόμια, ενώ στο βορρά το πρωσικό κράτος καταργεί τη δουλοπαροικία και φτιάχνει εθνικό στρατό με τη συμμετοχή των αγροτικών μαζών.


Στο χώρο του πνεύματος, αν και η γερμανική διανόηση ήδη πριν το 1806 ενατένιζε την εθνική ελευθερία, το έκανε με όρους μιας κουλτούρας σχεδόν αντιπολεμικής, ταυτίζοντας τη Γερμανία με τον Λόγο, τις Μούσες, ενώ τη Γαλλία με τη βάρβαρη πολεμική ισχύ, το σπαθί, τους Βάνδαλους. Ο Κλόπστοκ έγραφε: "Ελεύθερη, ω Γερμανία, μια μέρα θα είσαι! Μόνο λίγο ακόμα, και ο νόμος της λογικής θα υπερισχύσει του νόμου του σπαθιού." Κι ο Σίλερ πίστευε ότι ότι οι δάφνες του Καντ και του Γκαίτε είχαν μεγαλύτερη αξία από τις νίκες του Ναπολέοντα: "Μόνο εκείνος κατέχει τις Μούσες, / που τις φέρνει ζεστές στην αγκαλιά του./ Για τους Βάνδαλους, μοιάζουν πέτρα!"

Όλα αυτά θα άλλαζαν με την ήττα του 1806. Σ' όλη τη διάρκεια της τρομερής εκείνης χρονιάς, ο φιλόσοφος Φίχτε εργάστηκε στο στρατό ως κήρυκας-εμψυχωτής. Ο ποιητής Κλάιστ παιάνιζε τώρα σε μια νότα εντελώς διαφορετική από αυτή του Κλόπστοκ και του Σίλερ, ζητώντας την καταστροφή του Παρισιού, όπως της αρχαίας Ρώμης: "Γιατί βλέπω καθαρά ότι αυτή η δολοφονική γενιά / Δε θα αφήσει ήσυχο αυτό τον κόσμο / Μέχρι η ληστοφωλιά της να καταστραφεί ολοσχερώς / Και τίποτα άλλο παρά μια μαύρη σημαία / Να κρέμεται πάνω απ' τον ξερό σωρό των ερειπίων!"


Οι Γερμανοί, πλέον, μάθαιναν να είναι πολεμιστές. Ο πολέμαρχος Αρμίνιος, τον οποίο η προηγούμενη γενιά θεωρούσε βάρβαρο ληστή, γινόταν τώρα εθνικός ήρωας και πρόγονος. Οι ρομαντικοί μύθοι άρχιζαν να γεννιούνται και να φέρνουν μαζί τους τη νέα εθνική συνείδηση. Όπως στους Έλληνες μετά την αποτυχία του 1897 και στους Παλαιστίνιους μετά τη Νάκμπα του 1948, έτσι και στους Γερμανούς του 1806, ήταν μια ήττα, μια συντριβή στο πεδίο της μάχης που έμελλε να τους αφυπνίσει και να τους οδηγήσει σε εθνική αυτοσυνειδησία και σε μελλοντικούς νικηφόρους αγώνες.

Για τους μεταγενέστερους Παγγερμανιστές, το 1806 έγινε σημείο αναφοράς, το ανήγαγαν σε έτος γέννησης της ιδεολογίας τους. Όταν το 1890 η Γερμανία παραχώρησε κάποιες από τις υπερπόντιες αποικίες της στους Άγγλους, οι Παγγερμανιστές το είδαν αυτό σαν επανάληψη της ήττας του 1806, και είδαν τις δικές τους δραστηριότητες ως μια επανάληψη εκείνων των γερμανικών πατριωτικών οργανώσεων οργανώσεων της περιόδου μετά την Ιένα που είχαν προετοιμάσει την εκδίκηση. Άλλωστε ο ίδιος ο όρος Παγγερμανιστής (Alldeutscher) ήταν δανεισμένος από τον ποιητή Ernst Moritz Arndt, υμνωδό της εθνικής αναγέννησης έναντι των Γάλλων το 1813-15.

Αλλά κι οι κυβερνώντες εθνικοσοσιαλιστές βρήκαν λόγους να θεωρούν τη χρονιά εκείνη ιερή. Η κωμόπολη Braunau, όπου ο μικρός Αδόλφος μεγάλωσε στο σπίτι των γονιών του, καταλάμβανε μια ιδιαίτερη θέση στην εθνική ιστορία της Γερμανίας: εκεί, το 1806, με εντολή του Ναπολέοντα, ο τοπικός βιβλιοπώλης Παλμ εκτελέστηκε ως αντίποινα για τη διανομή πατριωτικών, αντιγαλλικών εντύπων. Tο Braunau παρέμεινε το αντικείμενο της γερμανικής επιθυμίας και, διακοσμημένο με ένα μνημείο προς τιμήν του Παλμ, έγινε ένας μικρός τόπος προσκυνήματος για τους Γερμανούς πατριώτες.


Κι έτσι για τους περισσότερους εθνικοσοσιαλιστές, ο ρομαντισμός ξεκινά το 1806, όχι το 1796. Ο επίσημος λογοτεχνικός ιστορικός του NSDAP, Άντολφ Μπάρτελς, θα γράψει το 1933: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, τουλάχιστον για μένα, ο πρώιμος ρομαντισμός έχει μια χροιά «παρακμής» και οι ηγέτες του δεν απολαμβάνουν τη συμπάθειά μου. Όχι εντός των συνόρων του 1796, αλλά εντός των συνόρων του 1806, θα πρέπει κανείς να αναζητήσει μια πραγματικά ρομαντική γερμανική νεολαία».

 

Γ. Δ. Ζιούτος, «Ο Σαμίσσο και το έργο του», στο Ανταλαμπέρ φον Σαμίσο, Η αξιοθαύμαστη ιστορία του Πέτερ Σλέμιλ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Αθήνα 1991

«Ο ρασιοναλισμός, η φιλοσοφία της αστικής τάξης στην άνοδό της, δεν μπορούσε να αναπτυχθεί στις καθυστερημένες συνθήκες της φεουδαρχικής γερμανικής κοινωνίας. Αντίθετα, οι συνθήκες αυτές ήταν πρόσφορες για έναν αντι-ρασιοναλισμό. Αυτή η άρνηση της προόδου, -η οποία (πρόοδος) συντελέστηκε κατά τους αιώνες του καπιταλιστικού μετασχηματισμού και εκφράστηκε, ιδεολογικά, με τον ρασιοναλισμό-, θα ονομαστεί ρομαντισμός, ή ρομαντική φιλοσοφία.» (σελ. 12)


«Η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) αναγνώριζε στη Γερμανία 365 κράτη και κρατίδια, κάτω από πρίγκιπες και ηγεμόνες καθαρού φεουδαρχικού στυλ. Ζώντας στα μικρά […] αυτά κρατίδια οι μεγάλοι Γερμανοί διανοητές του 18ου αιώνα (Λέσσιγκ κλπ) μπόρεσαν να ενστερνιστούν και να επεξεργαστούν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες που είχαν αναπτυχθεί στα μεγάλα συγκεντρωτικά κράτη (Αγγλία, Γαλλία) και αφού τις συναρμολόγησαν με την ουμανιστική γερμανική κληρονομιά του 15ου και του 16ου αιώνα, έδωσαν στις ιδέες αυτές νέα έκφραση, που βρίσκουμε στην κλασική γερμανική φιλοσοφία και λογοτεχνία […]. Από την άλλη, η παλιά μυστικιστική παράδοση (Eckhart, Suso, Tauler) αποτελούσε το οπλοστάσιο της πνευματικής αντίδρασης. Τελευταία ακόμα οι θεωρητικοί του ναζισμού (Rosenberg) επικαλέστηκαν τον Έκχαρτ σαν τον προφήτη του γερμανικού έθνους και του «αρειανισμού». (σελ. 81)

«[…] σε χώρα που δεν υπάρχει πατρίδα αλλά επαρχίες (χώρες-Laender) βρίσκει μεγάλη απήχηση ο κοσμοπολιτισμός  του 18ου αιώνα, όπως τον είχαν διαπλάσει οι Άγγλοι και οι Γάλλοι φιλόσοφοι της καπιταλιστική ανάπτυξης και της αποικιακής εξάπλωσης. Με τη διαφορά πως, ενώ ο αγγλικός και κυρίως ο γαλλικός κοσμοπολιτισμός προβάλλουν έναν ιδανικό «πολίτη του κόσμου» πάνω στη βάση της ισοτιμίας των ευρωπαϊκών λαών, ο γερμανικός κοσμοπολιτισμός υψώνει τον τύπο του «ενάρετου Γερμανού» με τις μεσαιωνικές αρετές του (πιστότητα και αφοσίωση στον αρχηγό, θάρρος και αυτοθυσία, εγκράτεια) σε καθολικό πρότυπο που οι λαοί πρέπει να ακολουθήσουν αναγνωρίζοντας την υπεροχή του […]» (σελ. 13).

«Ο «ενάρετος Γερμανός» με τις μεσαιωνικές αρετές του, που οι άλλοι λαοί πρέπει να παραδεχτούν σαν οδηγό […], είναι, ιστορικά, ο πρόγονος του κατοπινού αρείου» […] (σελ. 82).


«[…] γίνεται φανερό τι είδους θα είναι τα όπλα που θα χρησιμοποιηθούν στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία μιας ξένης κουλτούρας, που θα πάρει στα χρόνια 1800, τη μορφή ξένης κατοχής (ναπολεόντεια αυτοκρατορία) και που θα αντιπροσωπεύει στην ηπειρωτική Ευρώπη το θρίαμβο της νέας αστικής κοινωνίας και των δημοκρατικών ιδεών. Οι στόχοι (του γερμανικού ρομαντισμού), που καθόρισε η ιστορική ανάγκη είναι σαφείς: ο ρασιοναλισμός και η καπιταλιστική προοδευτική ανάπτυξη, η πρόοδος γενικά. Ενάντια στους δυο αυτούς στόχους, θα στηθούν, σαν μεσαιωνικές πολεμικές μηχανές, η παράδοση, το παρελθόν, η φεουδαρχική ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας και ο αντι-ρασιοναλισμός (μυστικισμός, εξωλογική θεώρηση των φαινομένων). Ενάντια στον διαφωτισμό του 18ου αιώνα θα στηθεί το φράγμα ενός μεσαιωνικού σκοταδισμού: έκφρασή του θα είναι ο γερμανικός ρομαντισμός» (σελ. 15)

                            Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο των εκδόσεων Κλέος

                 Κάρολος Μπωντλαίρ- Sun Knight- Σταμάτης Μαμούτος: Η Ηθική του Παιχνιδιού ενάντια στον κόσμο της νεωτερικότητας 

                                            

Το νέο βιβλίο των εκδόσεών μας μόλις κυκλοφόρησε. Και είναι δύσκολο να το κατατάξει κανείς στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ξεκινά με μια σύνοψη των πολιτικών κι αισθητικών αντιλήψεων του Μπωντλαίρ. Ο Μπωντλαίρ ήταν ένας αντιδιαφωτιστής ρομαντικός λογοτέχνης και κριτικός τέχνης, που συνήθως επικαλούνται κινήματα και πολιτικοί χώροι με τους οποίους τον χώριζε ιδεολογική άβυσσος. Το εισαγωγικό σημείωμα, έχοντας ως επίκεντρο την ιδέα του Μπωντλαίρ για την σημασία της αέναης παιδικότητας και της φαντασίας στην ρομαντική οπτική επί των πραγμάτων, αποτελεί μια απόπειρα να θυμηθούμε ποιες ήταν οι κεντρικές ιδέες της πολιτικής σκέψης και της αισθητικής του Γάλλου λογοτέχνη, ώστε να επαναξιολογηθεί ως διανοητής από τους αναγνώστες που ενδιαφέρονται σήμερα να κατανοήσουν τον Ρομαντισμό ως φαινόμενο της ευρωπαϊκής ιστορίας των ιδεών.


Μετά το εισαγωγικό κείμενο του Σταμάτη Μαμούτου ακολουθεί το δοκίμιο του Μπωντλαίρ, που φέρει τον τίτλο Η Ηθική του Παιχνιδιού. Σε αυτό το δοκίμιο ο Μπωντλαίρ παρουσίασε την αισθητική και διανοητική σημασία του παιδικού παιχνιδιού υπό το πρίσμα της ρομαντικής του κοσμοθεωρίας. Την μετάφραση και την επιμέλεια του κειμένου έχει αναλάβει η Εύα Παναγιωτοπούλου.

Ακολουθούν έξι επεξεργασμένα κείμενα του γνωστού στους ακροατές της heavy metal μουσικής -και παλαιότερα διευθυντή σύνταξης του ελληνικού Metal Hammer- συγγραφέα, που αρθρογραφεί εδώ και χρόνια με το ψευδώνυμο Sun Knight. Εξίσου δύσκολο είναι να κατηγοριοποιηθούν και τα κείμενα του Sun Knight. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αποτελούν δοκίμια. Γιατί έχουν στοιχεία του δοκιμιακού λόγου. Όμως, είναι πολύ σύντομα. Κι, επιπλέον, διαθέτουν έναν λογοτεχνικό παλμό που αποπνέει εκείνο το γνώρισμα το οποίο οι ρομαντικοί αποκαλούν «ποίηση», χωρίς απαραίτητα να εννοούν το λογοτεχνικό είδος ως φόρμα. Ας αρκεστούμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα του Χάρη (Sun Κnight), που φιλοξενούνται σε αυτό το βιβλίο, αποτελούν καλογραμμένα άρθρα ενός συγγραφέα εντυπωσιακά ικανού να γράφει ως «ρομαντικός». Και ας έχουμε κατά νου ότι είναι η πρώτη φορά που κείμενα του Χάρη δημοσιεύονται όχι σε περιοδικό αλλά σε βιβλίο.

Τέλος η νέα μας κυκλοφορία ολοκληρώνεται με τέσσερα διηγήματα φανταστικής λογοτεχνίας, τα οποία έγραψε πριν λίγα χρόνια ο Σταμάτης.

Τι είναι αυτό που συνδέει τα τρία μέρη του βιβλίου; Το δοκίμιο του Μπωντλαίρ, τα άρθρα του Sun Knight και τα διηγήματα του Σταμάτη, έχουν ένα κοινό θέμα. Τα παιχνίδια των μικρών και μεγάλων παιδιών, ιδωμένα μέσα από το ερμηνευτικό πρίσμα της ρομαντικής κοσμοαντίληψης. Ευχόμαστε να το απολαύσετε.

Περιεχόμενα:

-Ο ρομαντικός Κάρολος Μπωντλαίρ, του Σταμάτη Μαμούτου

-Η ηθική του παιχνιδιού, Κάρολος Μπωντλαίρ (μετάφραση Εύα Παναγιωτοπούλου)

-Έξι μικρά κείμενα για παλιά παιχνίδια, του Sun Knight

       Το μυστικό δωμάτιο

       Table Soccer

       Submarino Lost

       Plastic Knights

       The Evzones NO. 196

       Space Patrol

-Τέσσερα διηγήματα φαντασίας με θέμα τα παιχνίδια, του Σταμάτη Μαμούτου

      Κάστρα και πολιορκητές

      Κένταυρος

      Στον θόλο

      Τέσσερα παιχνίδια


Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο Η Ηθική του Παιχνιδιού ενάντια στον κόσμο της νεωτερικότητας, στα παρακάτω σημεία διανομής.

Αθήνα

Βιβλιοπωλεία

Πολιτεία (Ασκληπιού1-3) (υπόγειο, στο ράφι της κλασικής λογοτεχνίας)

Πρωτοπορία (Γραβιάς 3) (υπόγειο, στο ράφι της λογοτεχνίας του φανταστικού)

Comiconshop (Σόλωνος 128)

Περίπτερα διανομής τύπου

Πανεπιστημίου 39, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη και μπροστά από την στοά Νικολούδη

Δισκοπωλεία

Δισκοπωλείο Metalera (Εμ. Μπενάκη 22)


Θεσσαλονίκη

Πρωτοπορία (Λεωφ. Νίκης 3)

 

Πάτρα

Πρωτοπορία (Γεροκωστοπούλου 31)

                  Κυκλοφόρησε το τεύχος 2 (23) της Φανταστικής Λογοτεχνίας

Η αλήθεια είναι ότι έχει περάσει πολύς καιρός από το 2018, όταν κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία. Αυτό που μας επιφύλαξε η συνέχεια ήταν δύσκολο να προβλεφθεί και ακόμη πιο δύσκολο να το αντέξουμε. Ο covid και οι εγκλεισμοί, κοινωνικοπολιτικές μεταβολές, ασθένειες μελών της λέσχης, μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τυπογραφικών υλικών, κοντολογίς μια σειρά από γεγονότα δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία νέου τεύχους του περιοδικού μας. Τέσσερα χρόνια και μερικοί μήνες ήταν αναμφίβολα πολλοί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα έγιναν και κάποια θετικά βήματα. Με κυριότερο εξ αυτών την ίδρυση του εκδοτικού οίκου μας, των εκδόσεων Κλέος.

 


Πλέον, έφτασε η στιγμή της επιστροφής. Το νέο τεύχος της Φανταστικής Λογοτεχνίας κυκλοφορεί. Με περισσότερες σελίδες, με τον γνωστό πλούτο των αρθρογραφικών θεματικών, με καλύτερης ποιότητας χαρτί και με την παραδοσιακή προσήλωση στην ερμηνεία των πραγμάτων που βασίζεται στην κοσμοθεώρηση του Ρομαντισμού. Η τιμή του περιοδικού είναι αναγκαστικά διαφοροποιημένη από εκείνη του 2018. Οι αυξήσεις των πρώτων υλών δεν μας άφησαν περιθώρια όσο και αν θέλαμε να αποφύγουμε  ανατιμήσεις. Ωστόσο, η τωρινή τιμή των 4,9 ευρώ εκτιμούμε ότι εξακολουθεί να είναι αρκετά καλή για τα δεδομένα της περιόδου που διανύουμε. Η ύλη του νέου τεύχους περιλαμβάνει άρθρα που είχαν γραφτεί και συνεντεύξεις που είχαν δοθεί για το τεύχος που θα κυκλοφορούσε λίγο πριν την πανδημία και τελικά ματαιώθηκε, καθώς επίσης και πρόσφατα κείμενα που γράφτηκαν αποκλειστικά για το νέο τεύχος.

 


Η Φανταστική Λογοτεχνία που μόλις κυκλοφόρησε περιλαμβάνει τα εξής άρθρα που ελπίζουμε να απολαύσετε.

-Το Κέρας (εισαγωγικό), του Σταμάτη Μαμούτου

-Τα Νίσε της Σουηδής ζωγράφου J. E. Nyström ως αισθητικά πρότυπα της καθιερωμένης εικόνας του Αγίου Βασίλη, του Αριστείδη Χριστοφοράκη

-War Flag of the Sun (μόνιμη στήλη), του Sun Knight

-Ο ιππότης, ο διάβολος και ο θάνατος. Το μυθιστόρημα του Jean  Cau με τους υπαινικτικούς συμβολισμούς, του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

-Ο βασιλιάς Μπόχους και η αδελφότητα των Τσέχων εθνικιστών του Ράινερ Μαρία Ρίλκε,  του Σταμάτη Μαμούτου

-Ὁ παράδεισος τῶν προφητῶν, τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς, Ἀπόδοσις: Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς

-Συνέντευξη του Στάθη Παυλάντη των Reflection, του Χρήστου Νάστου

-Στο Ναό των  Ασωμάτων Δυνάμεων (διήγημα), του Flammentrupp

-Ιδέες του νεορομαντικού διανοητικού κινήματος της γενιάς του 1890 στο έργο του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ. Η περίπτωση του Ταρζάν, του Σταμάτη Μαμούτου

-Fallout. Η σάτιρα του σύγχρονου κόσμου, του Αριστείδη Χριστοφοράκη

-Συνέντευξη του δημιουργού comics Νίκου «Malk» Γιαμαλάκη, του Σταμάτη Μαμούτου

-Πολύτιμα Μέταλλα (μόνιμη μουσική στήλη), των Σταμάτη Μαμούτου και Flammentrupp

-Το Δρύινο Ράφι (μόνιμη στήλη βιβλιοπαρουσιάσεων), του Σταμάτη Μαμούτου

-Πεζοδρομιακός Ρομαντισμός στα  ελληνικά ‘80’s! Δυο εκ των παλαιότερων Ελλήνων skinheads μας παραχώρησαν συνέντευξη 

-Η χώρα του δύοντος ηλίου, του Αχιλλέα

 


Το νέο τεύχος της Φανταστικής Λογοτεχνίας φέρει τον τίτλο Η ιδεολογία του μύθου. Μπορείτε να το προμηθευτείτε από τα παρακάτω καταστήματα

Αθήνα

Πολιτεία (Ασκληπιού1-3)

Πρωτοπορία (Γραβιάς 3)

Comiconshop (Σόλωνος 128)

Βιβλιοπωλείο Πατάκη (Ακαδημίας 65) 

Λαβύρινθος (Ιπποκράτους 108)

Αλληλεγγύη των φίλων (Χαριλάου Τρικούπη 14)

Metalera (Εμ. Μπενάκη 22)

Περίπτερα διανομής τύπου

Πανεπιστημίου 39, ακριβώς απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη και μπροστά από την στοά Νικολούδη

Φιλελλήνων κα Μητροπόλεως γωνία (Σύνταγμα), μπροστά από την αφετηρία της γραμμής λεωφορείων 040


Θεσσαλονίκη

Πρωτοπορία (Λεωφ. Νίκης 3)


Πάτρα

Πρωτοπορία (Γεροκωστοπούλου 31)

 

Τις επόμενες μέρες θα ανακοινωθούν επιπλέον σημεία διανομής.