- Η Φοιτητική Λέσχη της Φανταστικής Λογοτεχνίας -


Αγαπητοί αναγνώστες, σας ενημερώνουμε ότι στα ελληνικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Α.Ε.Ι. και Α.Τ.Ε.Ι., δραστηριοποιείται η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Η Λέσχη συγκροτείται από ομάδες φοιτητών που προέρχονται από διάφορα πανεπιστημιακά ή μεταπτυχιακά προγράμματα της χώρας. Υπάρχει ωστόσο η δυνατότητα να γίνει κανείς μέλος ακόμη και αν δεν είναι φοιτητής.

 Στόχους της Λέσχης αποτελούν.   

                                                               Αντίο Αντώνη Τουρκογιώργη

                                                                                                Σταμάτης Μαμούτος

Θα παρέλθει άραγε ποτέ αυτή η ερεβώδης εποχή στην οποία ζούμε; Θα έχει ένα, πρόσκαιρο έστω, τέλος ο εφιάλτης που ροκανίζει με μεθοδική βουλιμία τις μέρες μιας αποπνικτικά δύσκολης καθημερινότητας; Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι πρέπει να λάβω υπόψη στα σοβαρά τους αστρολόγους όταν μιλούν για πλανητικές ανισορροπίες του σύμπαντος που μετατρέπουν σε χάος την ζωή στην γη μετά το 2008. Άλλοτε, πάντα με σεβασμό, ανατρέχω στις λαϊκές προκαταλήψεις ως συμπυκνωμένες ανορθόλογες εκδοχές σοφίας και αποδίδω στην κακοδαιμονία που συνδέεται με το επώνυμο της κυβερνητικής μαφίας μια γενικότερη αρνητική ροπή των πραγμάτων. Το σίγουρο είναι ότι εδώ και δεκαπέντε χρόνια η πατρίδα και οι ζωές μας έχουν δεθεί σε έναν πάσαλο μαρτυρίων. Γύρω μας χορεύουν οι δαίμονες και μας φτύνουν κατάμουτρα. Γελούν με την ανικανότητα που επιδεικνύουμε να υπερασπιστούμε το καλό. Διατάζουν τα νεοφιλελεύθερα σκουπίδια να ορίζουν τις ζωές μας στην ανέχεια, την ίδια ώρα που εκείνα απολαμβάνουν υλικές ανέσεις αρκετές για να θρέψουν την μισή χώρα. Σπρώχνουν οργανώσεις της οικονομικής και πολιτικής μαφίας σε ένα όργιο ανεξέλεγκτου θράσους και αχαλίνωτης δύναμης. Υποκινούν ανίερες δυνάμεις της ιστορικής παρακμής να γενοκτονούν πληθυσμούς και να σαρκάζονται χαιρέκακα κάθε ηθικό ενδοιασμό. Μετατρέπουν την Ελλάδα σε κλοτσοσκούφι και καρπαζοεισπράκτορα των χυδαιότερων κατακαθιών της Βαλκανικής.


Δεν ξέρω αν ορισμένοι βλέπουν στο πεδίο της προσωπικής τους ζωής κάποιες πιο θετικές πτυχές. Εγώ, μάλλον όχι. Περιφέρομαι σε ένα βασίλειο παρακμής. Σε τέτοιες συνθήκες η αναδρομή στις ευχάριστες, θετικές και σημαντικές στιγμές του παρελθόντος αποτελεί κάτι σαν θεραπευτήριο της ψυχής. Η θύμηση προσώπων που ξεπέρασαν την μετριότητα της αστικής κανονικότητας και άφησαν ένα ιστορικό ίχνος, δρα σαν ένεση ηθικού. Με κάνει να αναλογίζομαι ότι εφόσον κάποιοι κατάφεραν να κυνηγήσουν ένα όραμα, ας δοκιμάσουμε κι εμείς. Όμως αυτή η εποχή δεν δείχνει κανένα έλεος. Παίρνει από κοντά μας ακόμη και τα σημεία των αναμνήσεων που τροφοδοτούν την ψυχή των ρομαντικών με ενέργεια. Και μάλιστα πρόωρα. Το αδηφάγο κτήνος του κακού μας καιρού σβήνει με αδίστακτη βαναυσότητα οτιδήποτε θα μπορούσε να κάνει την Ελλάδα υπερήφανη και τους ρομαντικούς να θυμούνται και να πιστεύουν.


Ο Αντώνης Τουρκογιώργης άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα υγείας κάπου στα 2010, με την έλευση του μνημονίου. Όταν η πατρίδα και η καθημερινή μας ζωή είχε άμεση ανάγκη τους μικρούς της θεούς, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδείγματα τρόπων και αξιών διαφορετικών από εκείνα που επιβάλλουν καθημερινά τα σκυλιά της νεοφιλελεύθερης λογιστικής αποκτήνωσης με τα ΜΜΕ τους. Δεν ήταν μεγάλοι σε ηλικία ο Σπάθας και ο Τουρκογιώργης. Τα συγκροτήματα του εξωτερικού δίνουν ακόμη τακτικές συναυλίες στην ηλικία τους. Και πόσο χρειαζόμασταν την παρουσία των Socrates.. Μια πιθανή συναυλία, ακόμη περισσότερο ένας νέος δίσκος του συγκροτήματος, θα μπορούσαν να φέρουν στην καταχνιά του παρόντος λίγες από τις ηλιαχτίδες του παρελθόντος. Να σώσουν δέκα πιτσιρικάδες από την μαφία του τραπ και τα ανθρωποειδή της σκουπίδια. Να μας βοηθήσουν ώστε να φωνάξουμε πώς υπάρχουν διαφορετικοί δρόμοι πολιτισμού και άλλα σχήματα ζωής, με αξίες και τρόπους αντίθετους από εκείνους της τραπ καγκουριάς, του Mad Tv και του πολυπρόσωπου συστημικού νεοφιλελευθερισμού της παγκοσμιοποίησης.  Αλλά φευ!


Ο Τουρκογιώργης πέρασε πλέον στο πάνθεον των ηρώων του ελληνικού rock. Μάλλον κάπως ξεχασμένος. Χωρίς την αίγλη και την φροντίδα που θα άρμοζε στην μουσική του παρακαταθήκη. Ήταν ίσως η ελληνόφωνη δισκογραφία του που έδωσε την αφορμή σε ορισμένους να τον στείλουν σε μια σχετική αφάνεια. Παραδόξως αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους Έλληνες της εποχής του που μπορούσε να τραγουδά καλύτερα τον αγγλικό στίχο απ’ τον ελληνικό. Η προσωπική του ελληνόφωνη δισκογραφία ακουγόταν σαν απλό τζαμάρισμα μπροστά στα έπη των Socrates. Ωστόσο, συντήρησε την αξία της παλιάς πεζοδρομιακής rock κουλτούρας. Ακούς τους ελληνικούς στίχους που τραγούδησε ο Αντώνης και η μνήμη τρέχει στην παλιά εποχή του rock που χάθηκε. Όχι μόνο ως ήχος. Αλλά ως κουλτούρα και σύστημα αξιών. Ως κουλτούρα που άφηνε με επιλεκτική αυστηρότητα εκτός των χωραφιών της όλους τους δήθεν και τους φλώρους.


Κάποτε ο Τουρκογιώργης είχε πει ότι δεν του άρεσε το heavy metal γιατί τα τραγούδια του είναι μπαλάντες παιγμένες δυνατά ενώ του άρεσε το rock γιατί κουβαλούσε την μαγκιά του blues και του αμερικάνικου νότου. Στην ουσία είπε εμμέσως ότι το heavy metal δεν είχε καταβολές στο blues, αλλά αντλούσε από είδη της παραδοσιακής και της κλασικής μουσικής. Οι true metalheads τον ευχαριστούμε για αυτή την δήλωση. Μας δικαίωσε σε δύο αράδες. Αποκάλυψε τον λόγο για τον οποίο αρέσει σε εμάς το heavy metal. Ασχέτως αν αυτό δεν μας εμποδίζει  να αξιολογήσουμε θετικά και να υιοθετήσουμε την παλιά μαγκιά του rock. Ας είναι καλά το New Wave Of British Heavy Metal που συνέδεσε στον τρόπο ζωής μας το γήπεδο, τον πεζοδρομιακό βίο και την λογοτεχνία του φανταστικού. Που μας έμαθε να είμαστε μάγκες. Μάγκες, όπως ο Αντώνης….              


                         Μέλη της λέσχης τίμησαν την εργατική πρωτομαγιά

 

Στην εποχή του επιβεβλημένου από τις ΗΠΑ και την ΕΕ μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού, στην Ελλάδα των μισθωτών που εργάζονται οκτώ ώρες την ημέρα και πληρώνονται για τέσσερις (part time job είναι η trendy ορολογία της εξουσίας των μοδάτων ΜΜΕ), στην ημιθανή δημογραφικά και σε κώμα διανοητικά Ελλάδα του 2024, η συμβολική τιμή και μνήμη των αγώνων του εργατικού κινήματος τείνει να αποτελέσει παρελθόν. Μένει στο νου μόνο των ελάχιστων Ζωντανών Ελλήνων που υπάρχουν ακόμη. Συντηρείται και ως μέρος ενός άνευρου τελετουργικού αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, που πιο πολύ την αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία για μια χαλαρή περατζάδα και συνάντηση φίλων στο κέντρο των Αθηνών.


Ασφαλώς η εργοδοτική πίεση και η περιρρέουσα εργασιακή ατμόσφαιρα είναι τέτοια που δεν επιτρέπουν σε πολλούς εργαζόμενους να απεργήσουν. Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι νεκρό και κανείς δεν θα προστατεύσει τους εργαζόμενους όταν οι εργοδότες τους απολύσουν. Από την άλλη, το δημογραφικό πρόβλημα σε συνδυασμό με την κατάκτηση της πατρίδας μας από τις ορδές των μεταναστών έχουν αλλοιώσει την σύνθεση του εργατικού μας δυναμικού. Το βλέπει παντού γύρω του όποιος έρχεται σε επαφή με τις χαμηλές υπαλληλικές και τις αμιγώς εργατικές θέσεις.

Ευτυχώς, αυτή την εβδομάδα είχα άδεια (την οποία ουδέποτε ζήτησα αλλά παρέχεται αναγκαστικά από την εργοδοσία για να μην έχουν οι εργαζόμενοι πολλές μέρες άδεια το καλοκαίρι). Πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να κατέβω στην συγκέντρωση για την εργατική πρωτομαγιά. Ούτως ή άλλως έπρεπε να είμαι στο κέντρο για λίγη ώρα προκειμένου να πληρωθώ από ένα βιβλιοπωλείο (οι εκδότες γνωρίζουν ποιο μεγάλο βιβλιοπωλείο πληρώνει κάθε πρώτη Τετάρτη του εκάστοτε νέου μήνα). Κατεβήκαμε έτσι με τον Διαμαντή στο τέρμα της οδού Σόλωνος και φτάσαμε στο βιβλιοπωλείο. Υποτίθεται ότι οι μεγάλοι  εκδοτικοί οίκοι, που μπορούν να απασχολούν αρκετούς υπαλλήλους, έχουν ένα κάποιο επίπεδο και επιλέγουν σοβαρούς συνεργάτες. Περιμένοντας στην ουρά για να πληρωθώ μπορώ να δω κάθε μήνα ποιους πωλητές στέλνουν οι μεγάλοι εκδότες να εισπράξουν τα χρήματα των πωλήσεων από το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο. Κι, όμως, παίδες. Ακόμη και στον χώρο των εκδόσεων οι κατώτερες θέσεις καταλαμβάνονται πια από μετανάστες. Και, μάλιστα, όχι από οικογενειάρχες μετανάστες ή κάποιους σοβαρούς και διαβασμένους. Μα από κάγκουρες και σκατόφατσες που θα μπορούσε να συναντήσει όποιος συχνάζει σε στέκια ναρκομανών και ατόμων νεανικής παραβατικότητας.    

Καθώς περιμέναμε με τον Διαμαντή την σειρά μας δίπλα βρισκόταν ένας νεαρός, όχι πάνω από είκοσι δύο ετών, προκειμένου να εισπράξει το ποσό για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου που εργαζόταν. Κατάξανθος, με χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν σε έθνη της ανατολικής Ευρώπης και με το μίσος για οτιδήποτε υπήρχε γύρω του χαραγμένο στο ύφος του. Μας ρώτησε αν βρισκόταν στο σωστό σημείο. Του απαντήσαμε θετικά και ο Διαμαντής έκανε το λάθος να νομίσει ότι μιλούσε με άνθρωπο, με κάποιον παλιό Έλληνα. Του άνοιξε συζήτηση για την πρωτομαγιά και τον ρώτησε αν απεργούσε κανείς στην δουλειά του. Ο νεαρός τον κοίταξε με την περιφρόνηση την οποία θα εξέφραζε ένας μαφιόζος που κολυμπά στο χρήμα. Επειδή δεν κολυμπούσε, όμως, στο χρήμα, επένδυσε την μαφιόζικη περιφρόνηση με μια έκφραση αηδίας στο άκουσμα της λέξης απεργία. Το σκληρό και αντιπαθητικό του πρόσωπο έσταζε μηδενισμό. Η ματιά του ήταν άδεια. Ο τυπάκος μισούσε οτιδήποτε υπήρχε γύρω του. Ασφαλώς την αντικαπιταλιστική νοοτροπία, αλλά και την ίδια την Ελλάδα.

Κάποιος ανόητος της Αριστεράς θα σκεφτόταν ότι περιγράφω τον νεαρό με τα στερεότυπα του ελληνικού ρατσισμού που υποτίθεται ότι έχω υιοθετήσει. Κάποιος ακόμη πιο ανόητος «σερβιτόρος της Δεξιάς» εντός του εθνικιστικού χώρου, θα σκεφτόταν ότι κακώς δεν προσέγγισα αυτό το άδειο από ψυχή σώμα για να τον κάνω συναγωνιστή (μιας και μισούσε τον κόσμο ενώ, συν τοις άλλοις, είχε νορδικο-βαλτικά χαρακτηριστικά). Στον πρώτο ανόητο απαντώ ότι αυτό που περιγράφω είναι απολύτως ακριβές. Χωρίς κανένα στερεότυπο. Επρόκειτο για ένα από τα σκουπίδια της καγκουριάς με τα τραπ κουρέματα που κοιτούν αγριεμένα τους πάντες γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη λαϊκή οργάνωση να τους σπάσει τα πόδια. Στον δεύτερο ανόητο απαντώ ότι αν ποτέ οργανωθεί σοβαρό εθνικιστικό κίνημα αυτά τα «άρια αγόρια», μαζί με τους ακροδεξιούς που τα θέλουν στον χώρο, θα φιλοξενηθούν εκεί που τους πρέπει, αμφότεροι. 


Πέρα από τους ανόητους και τους βολεμένους θέλω να πιστεύω, όμως, ότι υπάρχουν και κάποιοι εναπομείναντες σοβαροί Έλληνες. Αυτοί δεν μπορεί παρά να προβληματίζονται για το γεγονός ότι οι συμπατριώτες μας εξαφανίζονται από τους εργατικούς χώρους. Δεν είναι πλέον οι οικοδομές και τα χωράφια. Πνιγόμαστε. Η βάρκα μπάζει από παντού. Όπως έλεγε ο Ράσκιν για τους Άγγλους της εποχής του, «ζουν στον πάτο της κόλασης και το απολαμβάνουν αμέριμνοι σαν να επρόκειτο για κάτι αυτονόητα αναπόφευκτο».  Αυτό ισχύει για τον μέσο Έλληνα, αλλά όσοι δεν υπάγονται σε αυτή την κατηγορία τι κάνουν;

Όταν πληρώθηκα κατευθυνθήκαμε με τον Διαμαντή στην πλατεία Κλαυθμώνος. Εκεί, και στα προπύλαια, ήμασταν περίπου 5.000 διαδηλωτές. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ ήταν ήδη στο Σύνταγμα και δεν έχω εικόνα του κόσμου που μάζεψαν. Δεν ήταν κακό το ότι 5.000 κόσμος τίμησε το εργατικό κίνημα. Το κακό ήταν ότι οι περισσότεροι εξ αυτών, πέρα από τους φοιτητές, αποτελούσαν παλιούς Αριστερούς, μη ενεργούς στην αγορά εργασίας ή λίγο πριν την σύνταξη. Υποθέτω ότι έζησαν κάποιες καλύτερες εποχές γι’ αυτό μπορούν, από το σημείο της σχετικής άνεσης που βρίσκονται, να βολτάρουν χαλαροί, φωνάζοντας για την Παλαιστίνη (πρώτος απ’ όλους φώναζα εγώ, αλλά σε συγκέντρωση για την εργατική πρωτομαγιά ας λέγαμε και κανένα καλό σύνθημα για την ελληνική εργατική τάξη) και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι εξαφανίζεται η ελληνική εργατιά.


Ούτως ή άλλως, για αυτούς το «προλεταριάτο» είναι διεθνές. Για εμάς που προέχει η ελληνική εργατική τάξη, η ελληνική μεσαία τάξη και, συνεπώς, το ελληνικό έθνος, τι να επιφυλάσσει άραγε η συνέχεια; Ασφαλώς τίποτα καλό αν ο εθνικιστικός χώρος δεν πετάξει από τον σβέρκο του με τις κλωτσιές τους ακροδεξιούς ψευτοεθνικιστές της γενιάς του πολυτεχνείου, τα γραφικά ρετάλια της Δεξιάς που έχουν την αξίωση να υποδύονται τους ταγούς και κάθε γελοίο «νεοεθνικιστή» τζιτζιφιόγκο που οραματίζεται να κάνει βουλευτική καριέρα με το κοστούμι του Τραμπ των φτωχών. Ο χώρος πρέπει να μείνει στους αληθινούς εθνικιστές, στους ανθρώπους του μόχθου, του αγώνα, της διανοητικής πρωτοπορίας και της καθημερινής βιοπάλης. Είναι επιτακτική ανάγκη τα επόμενα χρόνια στις πορείες για την πρωτομαγιά να ξεφυτρώσουν ελληνικές σημαίες, ελληνικές καρδιές και εθνικιστικές παρουσίες.   

                     Ντέιβιντ Γκέμελ: Ένα Ταξίδι Ηρωισμού και Λύτρωσης

                                                                                                  του Αχιλλέα

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν ένας από τους ενδιαφέροντες συγγραφείς της επικής φανταστικής λογοτεχνίας και αποτελεί έναν από τους πολλούς συγγραφείς που αποτέλεσε, τρόπον τινά, γέφυρα μεταξύ των Τζ.Ρ.Ρ.Τόλκιν και του Τζο Αμπερκρόμπι. Μέσα από καλές fanstasy αφηγήσεις, όπου η ηρωική κοσμοθέαση της ζωής έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γκέμελ συνδυάζει με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο θέματα του Ρομαντισμού, της Παραδοσιοκρατίας, αλλά και της Χριστιανικής ηθικής. Στην καρδιά των έργων του Γκέμελ βρίσκεται το αρχέτυπο της Ιπποσύνης. Οι ήρωες των βιβλίων του συντάσσονται με το «Καλό», με οποιοδήποτε τίμημα. Πολλές φορές πληρώνοντας τις αποφάσεις τους με την ίδια τους την ζωή. Ο γνωστότερος ήρωας του Γκέμελ, ο παλαίμαχος Ντρας ο Θρύλος, είναι μία από αυτές τις μορφές. Στον φανταστικό κόσμο του Γκέμελ η μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό έχει συνήθως και έντονες μεταφυσικές διαστάσεις.


Η ζωή του Ντέιβιντ Γκέμελ ήταν μια ανθρώπινη μαρτυρία της τεράστιας μετασχηματιστικής δύναμης της γενναιότητας. Γεννημένος στις 4 Αυγούστου του 1948, ο Γκέμελ αντιμετώπισε αντιξοότητες από την αρχή της ζωής του, μεγαλώνοντας ως το νόθο παιδί μίας ιδιαίτερης οικογένειας. Πέρασε όλη την νεανική ζωή του σε μια από τις πιο σκληρές περιοχές του δυτικού Λονδίνου. Ως νεαρός αντιμετώπισε την χλεύη και την σωματική κακοποίηση από άτομα λίγο μεγαλύτερα από αυτόν, αλλά βιώνει έντονα και την απουσία του βιολογικού του πατέρα. Όλα τα παραπάνω έκαναν τον Ντέιβιντ φοβικό και επιφυλακτικό προς τον έξω κόσμο. Ως μικρό αγόρι βίωσε την εσωστρέφεια ως μονόδρομο.

Ωστόσο, η πιο καθοριστική στιγμή στη ζωή του Γκέμελ ήρθε όταν συνάντησε τον πατριό του, τον Μπιλ Γούντφορντ. Ως νεαρό αγόρι, ο Γκέμελ βρήκε το αρχέτυπο του πατέρα στο πρόσωπο του Μπιλ. Ο μεγαλόσωμος πατριός του, ο οποίος ήταν και βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε τον μικρό Ντέιβιντ να αισθανθεί ένα πρωτόγνωρο αίσθημα σταθερότητας μέσα σε μία γενικότερη κατάσταση αθεράπευτης ανασφάλειας που επικρατούσε παλαιότερα στην ζωή του. Τελικά, η παρέμβαση του Γούντφορντ σε ένα περιστατικό βίας απέναντι στον Γκέμελ θα τον ακολουθεί για πάντα. Με τον Γούντφορντ να έχει υπό την προστασία του τον Γκέμελ, ο συγγραφέας του Ντρας του Θρύλου έμαθε την αξία του να είναι κάποιος ανθεκτικός απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής, αλλά και της απόλυτης ανάγκης του να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Στοιχεία τα οποία συναντάμε και σε όλες τις λογοτεχνικές του δημιουργίες. Ο Γούντφορτν ενέπνευσε στον Γκέμελ την αγάπη για την πυγμαχία και την σκληρή προπόνηση. Με αποτέλεσμα ο αρχικά φοβισμένος πιτσιρικάς να γίνει ένας σκληρός έφηβος και αργότερα πορτιέρης σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.

Η επαφή του με την συγγραφή ξεκίνησε μέσω της δημοσιογραφίας. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και φωτορεπόρτερ σε έντυπα. Σταδιακά άρχισε να γράφει μυθιστροήματα επικής φανταστικής λογοτεχνίας. Η αντιμετώπιση των φόβων με θάρρος και αποφασιστικότητα έγινε το κέντρο της εργογραφίας του Γκέμελ. Πραγματικά, το αρχέτυπο του ήρωα, ο οποίος εάν και με εμφανή  ελαττώματα καταλήγει να πράττει το καλό χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, απηχούν τα μαθήματα ζωής που του μετέφερε ο πατριός του, η επίδραση του οποίου διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία και τις λογοτεχνικές του ευαισθησίες. Οι πρώιμες εμπειρίες του Γκέμελ τον εμπνέουν έτσι ώστε να συντάσσεται με τους αδύναμους και τους καταπιεσμένους αυτής της ζωής, μία θεματική η οποία βρίσκεται σε όλα τα βιβλία του. Οι χαρακτήρες του, συχνά φορείς μικρών αναπηριών και με αρκετά ελαττώματα στον χαρακτήρα τους, αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με αξιοπρέπεια, ενώ δείχνουν και αξιοσημείωτη αντοχή απέναντι σε δυσμενείς συνθήκες. Η χριστιανική πίστη του Γκέμελ παρείχε έναν ηθικό πυρήνα για τις ιστορίες του, των οποίων η θεματολογία κινείται γύρω από την τιμή, την θυσία και την λύτρωση. Η πίστη του στο ότι ο κόσμος υπάρχει καθώς είναι «καλός»[1] -μα πάντα λαμβάνοντας υπόψη το ότι έχει εκπέσει - δίνει στις αφηγήσεις του μια αίσθηση ελπίδας και αισιοδοξίας, ακόμη και κατά την διάρκεια των δυσκολιών των ηρώων του. Ουσιαστικά, η προσωπική διαδρομή του Γκέμελ αντικατοπτρίζει αυτήν των φανταστικών του πρωταγωνιστών: μια αναζήτηση ανώτερου νοήματος και σκοπού, σε έναν κόσμο γεμάτο κινδύνους και αβεβαιότητα. Μέσα από τα έργα του προσκαλεί τους αναγνώστες να ξεκινήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και υπέρβασης. Ένα ταξίδι «θελήσεως για δύναμη».


Δεν είναι τυχαίο το ότι στον κόσμο Ντρενάι υπάρχει μέχρι και ομάδα μοναχών-οπλιτών, οι οποίοι για να προστατεύσουν τον τρόπο ζωής τους ρίχνονται στην μάχη με τον αντίπαλο. Στο βιβλίο του Ντρας ο Θρύλος γίνεται αναφορά στους λεγόμενους «Τριάντα». Η δημιουργία των Τριάντα περιγράφεται στο βιβλίο Γουειλάντερ, όπου ένας ιερέας της «Πηγής» του Δημιουργού των Πάντων (ο αριστοτελικός θεός της σειράς Ντρενάι) ονόματι Δαρδαλίων, βρίσκεται τυχαία μαζί με τον πολεμιστή Γουειλάντερ. Στα βιβλία της σειράς Ντρενάι, οι ιερείς της Πηγής προορίζονται ως ιερείς της ειρήνης, έτσι ώστε να διαδώσουν το μήνυμα της αδελφικής αγάπης και λατρείας της «Πηγής». Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, ο Δαρδαλίων σώζεται από τον Γουειλάντερ ο οποίος του διδάσκει ότι, μερικές φορές, οι άνθρωποι πρέπει να παλέψουν για να σώσουν όσους και όσα αγαπούν. Ο Δαρδαλίων καταλήγει να συγκεντρώσει άλλους είκοσι εννέα ιερείς με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους για να πολεμήσουν εκείνους που συντάσσονται με το κακό στο σύμπαν του Ντρενάι, ιδρύοντας τον πρώτο «Ναό των Τριάντα» στην φανταστική πόλη Σκάρτα.[2]

Η μεταφυσική κοσμοθέαση του χριστιανισμού είναι αυτή η οποία εμπνέει τον Γκέμελ και αυτή η οποία βρίσκεται στην καρδιά των ιστοριών του. Στην ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν υπάρχει ένα θρησκευτικό μοτίβο στα βιβλία του, ο ίδιος απάντησε, «Έχετε απόλυτο δίκιο. Όλα τα βιβλία μου εδράζονται στην θρησκευτικότητα. Στην πραγματικότητα είναι χριστιανικά βιβλία. Είμαι χριστιανός και έχω ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις για τον χριστιανισμό. Για παράδειγμα, ο Σέρμπιταρ, των Τριάντα, ρωτάει «Γιατί με έκαναν αρχηγό;». Ασφαλώς και αυτός έγινε ο αρχηγός, καθώς αυτός ήταν που έπρεπε να μεταβεί της σπουδαιότερης εσωτερικής αλλαγής. Η Βίβλος μας αναφέρει ότι, «Οι έσχατοι έσονται πρώτοι».[3] Η κληρονομιά του Ντέιβιντ Γκέμελ αποτελεί μία μαρτυρία της ανεξάντλητης δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος, υπενθυμίζοντάς μας ότι μέσα σε κάθε έναν από εμάς ίσως κρύβεται ένας ήρωας ο οποίος μπορεί να εκκολαφθεί μόνον εάν εμείς το θελήσουμε.

Στο συγγραφικό έργο του Γκέμελ συνήθως δεν υπάρχει «βία για την βία», ή όπως έλεγε ο ίδιος «mindless savagery», αλλά ήρωες οι οποίοι εμπλέκονται σε μάχες με γνώμονα την δικαιοσύνη και την προστασία των αδυνάμων. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική καθώς οι περισσότεροι ήρωες του Γκέμελ δεν παλεύουν για την επιβολή των εγωιστικών τους θέλω, αλλά επειδή δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό ακόμη κι εάν το ήθελαν. Ο «δαίμονάς» τους, όπως τον έχουμε συναντήσει στην αρχαία ελληνική γραμματεία, είναι αυτός που τους παρακινεί για να λειτουργούν ως θιασώτες της δικαιοσύνης. Ένα από τα κοινά όλων των ηρώων του Γκέμελ - είτε μιλάμε για τα υπέροχα Γουέστερν του, είτε για τις ιστορίες του που διαδραματίζονται στην ελληνική αρχαιότητα ή σε έναν από τους φανταστικούς του κόσμους (οι οποίοι είναι εμφανώς επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα) - είναι οι μεγάλες ψυχικές αντοχές τους. Ο Γκέμελ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για προσωπικότητες που δεν τα παρατούν όταν έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνον με έναν προφανή κίνδυνο αλλά και με πιθανούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν ως απόρροια των πράξεων τους. Όπως είχε πει και ο ίδιος σε έναν άλλο συγγραφέα του φανταστικού κατά την διάρκεια της συζήτησής τους, «Η απάντηση στην ερώτηση «Ποιος άνθρωπος θεωρείται γενναίος;» είναι απλή, αυτός που κάνει γενναίες πράξεις».[4]

Μέσα από τις αφηγήσεις του Γκέμελ οι περιγραφές αρχαίων φρουρίων, μαγευτικών φυσικών τοπίων, και επικών μαχών μας καθιστούν ενεούς και μας προτρέπουν ως αναγνώστες να εμβαθύνουμε σε έναν κόσμο όπου ο ηρωισμός δεν έχει όρια. Στο αριστούργημα του Γκέμελ, Ντρας ο Θρύλος (Druss the Legend), όλα τα παραπάνω αποτελούν την ραχοκοκαλιά του έργου. Το μυθιστόρημα αφηγείται την επική πολιορκία του φρουρίου Ντρος Ντελνώχ από μια αδιάκοπη ορδή εισβολέων. Ανάμεσα στο χάος της μάχης ο Γκέμελ σκιαγραφεί την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης, έχοντας δημιουργήσει χαρακτήρες όπου, πολύ περισσότερο του εξωτερικού εχθρού, πρέπει να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό. Την αέναη μάχη εναντίον των εσωτερικών παθών. Με μεγαλύτερο αυτών, τον φόβο. Σημαντικό είναι να ειπωθεί ότι το κείμενο του Ντρας του Θρύλου γράφτηκε όσο ο Γκέμελ φοβόταν ότι μπορεί να έχει καρκίνο. Όσο περίμενέ τα αποτελέσματα της βιοψίας αποφάσισε να γράψει και την ιστορία του βιβλίου. Ο ίδιος γράφοντας σε κάποιον βαθμό αλληγορικά έδωσε τον ρόλο του πολυπληθή εχθρού που επιτίθεται στον καρκίνο, ο οποίος πολιορκεί το φρούριο – σώμα – του Γκέμελ. Οι ήρωες που υπερασπίζονται λυσσωδώς το φρούριο είναι οι ψυχικές αντοχές του συγγραφέα. Μάλιστα ο τολμηρός Γκέμελ είπε στον εαυτό του ότι σε περίπτωση που «νικούσε» ο καρκίνος, το φρούριο θα έπεφτε και θα έκλεινε το βιβλίο με όλους τους κεντρικούς πρωταγωνιστές νεκρούς. Σε περίπτωση όπου θα ζούσε, όπως και έγινε, το φρούριο δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια του εχθρού.[5]

Ο Ντέιβιντ Γκέμελ δημιουργώντας αφηγήσεις που υπερβαίνουν την απλή ψυχαγωγία, προσέφερε στους αναγνώστες μια γεύση της αιώνιας αναζήτησης εννοιών όπως αυτές της «αλήθειας», της «ανδρείας» και της «δικαιοσύνης». Σε μια εποχή ρελατιβισμού και αβεβαιότητας, τα έργα του Γκέμελ λειτουργούν ως φάρος ελπίδας, υπενθυμίζοντάς μας τις αιώνιες αρετές που οδηγούν το ανθρώπινο πνεύμα για να πράξει «τα ωραία και μεγάλα έργα».[6] Ιδεολογικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσέγγισε τις δικές μας θέσεις μέσω διαφορετικών διαδρομών. Έχει γραφτεί ότι ήταν υποστηρικτής της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Η αλήθεια είναι ότι αποτέλεσε έναν σοσιαλιστή που στήριζε το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας κατά την μεταπολεμική περίοδο της κυρίαρχης σοσιαλδημοκρατίας. Ωστόσο δήλωνε ξεκάθαρα ότι υποστήριζε την επιβολή της θανατικής ποινής για τους χειρότερους κακοποιούς, γεγονός που τον έφερνε σε αντίθεση με τους περισσότερους απ' τους υπόλοιπους σοσιαλιστές της Βρετανίας. Όσον αφορά την Θάτσερ συμφώνησε με την επιλογή της να κάνει τον πόλεμο των Φώκλαντς. Δεν στήριξε ποτέ τις οικονομικές ή κοινωνικές νεοφιλελεύθερες ιδέες. Του άρεσε επίσης το πατριωτικό επικοινωνιακό ύφος του ρηγκανικού πολιτικού στρατοπέδου και καλλιτεχνικές εκφράσεις της αμερικανικής Νέας Δεξιάς, όπως οι ταινίες του Σταλόνε. Αν συνδέσουμε όλα τα παραπάνω, δηλαδή τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό, τη στήριξη μιας πολεμικής αναμέτρησης με εθνικό περιεχόμενο και τον καλλιτεχνικό λαϊκιστικό νεορομαντισμό ταινιών τύπου Ράμπο 1 και Κόμπρα, θα μπορούσαμε να πούμε με διάθεση λίγης χαλαρότητας ότι κάπου στο τέλος σχηματίζεται ένας ρομαντικά αντιδιαφωτιστικός εθνικιστικός σοσιαλισμός διαμορφωμένος όμως από διαφορετικές ατραπούς. Το μόνο που χαλάει την προοπτική είναι ότι ο Γκέμελ υπήρξε θιασώτης και των αντισοβιετικών κορωνών του Ρήγκαν, οι οποίες περιελάμβαναν αρκετό φιλελεύθερο ιμπεριαλισμό τύπου west way of life.


Δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω, βέβαια, το άρθρο χωρίς να κάνω αναφορά σε μία από τις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις που είχε κάνει ο Γκέμελ στο «World Fantasy Convention» του Τέξας, τον Οκτώβριο του 2000. Ήταν μία από τις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις πριν τον αιφνίδιο θάνατό του το 2006. Ο Ντέιβιντ ανοίχτηκε στο κοινό παρουσιάζοντας με τον δικό του, γλαφυρό τρόπο, γεγονότα από την ζωή του που αναφέρθηκαν στις πρώτες παραγράφους του άρθρου:

«Υπήρχε αυτό το αγόρι που ζούσε μέσα στον φόβο. Όχι μέσα στους φόβους της ενηλικίωσης αλλά μέσα στους τρομακτικούς και έντονους φόβους που μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να βιώσει. Αυτό το αγόρι ήταν διαφορετικό από τα άλλα αγόρια που ζούσαν σε αυτή την οδό του Λονδίνου όπου μία βόμβα την είχε καταστρέψει κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το αγόρι δεν είχε πατέρα. Και μερικά από τα άλλα παιδιά δεν είχαν πατέρα, αλλά η έλλειψη του πατέρα τους δεν ήταν εσκεμμένη. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει στον πόλεμο. Ήταν ένας ήρωας. Η έλλειψη ενός πατέρα στην ζωή αυτού του αγοριού αποτέλεσε αντικείμενο κακόβουλων ψιθύρων από τους ενήλικες και ανοιχτού χλευασμού από τους συνομηλίκους του. Η μητέρα αυτού του αγοριού ήταν -όπως το αγόρι είχε ακούσει πολλές φορές- πόρνη. Ευτυχώς το αγόρι ήταν μόλις έξι ετών και δεν μπορούσε να κατανοήσει το τι σήμαινε η λέξη. Ούτως ή άλλως η λέξη ήταν λιγότερο επώδυνη από τα σωματικά ραπίσματα που την ακολουθούσαν. Τα περισσότερα χτυπήματα προέρχονταν από άλλα παιδιά, αλλά μερικές φορές τον χτυπούσαν και οι ενήλικες.

Ήταν όλα μπερδεμένα για αυτό το παιδί. Αυτό που ήξερε ήταν ότι, πριν βγει στα στενά δρομάκια και τα σοκάκια της γειτονιάς του, έπρεπε να κοιτάξει από τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματος για να δει αν υπήρχαν άλλα παιδιά. Μόνο που δεν τους έβλεπε σαν παιδιά. Αλλά σας αντιπάλους, και τρόμαζε. Ο φόβος ήταν ο μόνιμος σύντροφός του. Ο φόβος είχε γίνει ένα με το είναι του. Η διαδρομή προς το σχολείο ήταν γεμάτη κινδύνους. Με την σειρά του το σκοτάδι της νύχτας έφερνε μαζί του τρομακτικά όνειρα. Η μητέρα του διάβαζε ιστορίες για ήρωες και προσπάθησε να τον ενθαρρύνει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αλλά οι ιστορίες ήταν μόνο λέξεις και οι λέξεις δεν μπορούσαν να σταματήσουν τις μπουνιές, τις τσιμπιές και τα χαστούκια. Το αγόρι δεν ονειρευόταν ποτέ ήρωες όσο κοιμόταν. Όχι μέχρι την ημέρα που συνάντησε έναν.

Ήταν ένα φωτεινό, κρύο πρωινό και το αγόρι ακουμπούσε με την πλάτη σε έναν τοίχο. Ένα από τα παιδιά που του έκαναν τη ζωή δύσκολη έτρεξε κατά επάνω του, φωνάζοντας και χειρονομώντας. Το αγόρι -περισσότερο πανικόβλητο παρά θαρραλέο- τελικά τον χτύπησε, γρονθοκοπώντας τον στο πρόσωπο. Το άλλο παιδί έφυγε ουρλιάζοντας. Ο πατέρας του ήρθε τρέχοντας από το σπίτι. «Μικρό κάθαρμα!», φώναξε. Το αγόρι ξεκίνησε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά κανένα εξάχρονο δεν μπορεί να ξεπεράσει στο τρέξιμο έναν ενήλικο άντρα. Μέσα σε λίγα λεπτά έπιασε το αγόρι από το γιακά, σηκώνοντάς το στον αέρα. Ακριβώς τότε μια τεράστια σκιά κάλυψε και τους δύο. Ο άντρας -που φαινόταν πολύ τρομακτικός λίγες στιγμές πριν- έμοιαζε τώρα μικροσκοπικός και ασήμαντος μπροστά στον άλλον άντρα που μόλις είχε παρουσιαστεί. Αυτός ο κολοσσός άπλωσε το χέρι και έπιασε τον άντρα που κυνηγούσε τον μικρό από το πουκάμισο, σπρώχνοντάς τον σε έναν τοίχο. Χαμηλόφωνα, με την απόλυτη έλλειψη συναισθήματος στην φωνή του να προκαλεί ανατριχίλα, ρώτησε, «Ξέρεις ποιος είμαι;». Ο άντρας που είχε κυνηγήσει το μικρό αγόρι έτρεμε. Ακόμη και το αγόρι μπορούσε να αισθανθεί τον τρομερό φόβο που πήγαζε από αυτόν. «Ξε…Ξε…Ξέρω ποιος είσαι Μπιλ. Φυσικά και ξέρω». «Ήξερες ότι έβγαινα ραντεβού με τη μητέρα αυτού του αγοριού;», «Θεέ και Κύριε... Ορκίζομαι ότι δεν το ήξερα, Μπιλ. Το ορκίζομαι στην ζωή της μάνας μου», «Τώρα το ξέρεις». Ο ενήλικος άντρας άφησε κάτω το ανήλικο αγόρι. Έφυγε με αργές κινήσεις μακριά από τον τοίχο και μετά εξαφανίστηκε παραπαίοντας.

Τότε ο γίγαντας έσκυψε πάνω από το αγόρι και άπλωσε το χέρι του που έμοιαζε μεγαλύτερο από ένα ολόκληρο τσαμπί μπανάνες, «Καλύτερα να γυρίσεις σπίτι, αγόρι μου», είπε. Ο κόσμος του αγοριού άλλαξε εκείνη την ημέρα. Άντρες σαν τον Μπιλ αλλάζουν τον κόσμο. Είναι τα καταφύγια, τα ασφαλή λιμάνια της παιδικής μας ηλικίας. Είναι τα τσοπανόσκυλα που κρατούν τους λύκους μακριά. Έχουν μια ενστικτώδη κατανόηση της φύσης των παιδιών που δεν την βρίσκεις στους λόγιους.


Δύο χρόνια αργότερα, ως πατριός μου, με θεράπευσε από τους εφιάλτες που έβλεπα με πρωταγωνιστές βρικόλακες που με κυνηγούσαν για να μου πιούν το αίμα. Η μητέρα μου είχε προσπαθήσει να μου εξηγήσει ότι ήταν απλώς εφιάλτες. Ότι δεν ήταν αληθινά όσα έβλεπα. Δεν λειτούργησε κάτι τέτοιο. Με πήγε σε μια παιδοψυχολόγο, που μου έδειξε φωτογραφίες, μου είπε ιστορίες, μου εξήγησε για τη γέννηση του μύθου και τον τρόπο που ο φόβος δημιουργούσε ψευδείς εικόνες στον νου κατά την διάρκεια της νύχτας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν έκανε τίποτα για τους εφιάλτες μου. Ένα βράδυ ξύπνησα ουρλιάζοντας - βρίσκοντας τον Μπιλ να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι μου - «Υπάρχει ένας βρικόλακας, μπαμπά. Προσπαθεί να μου πιεί το αίμα», «Το ξέρω, γιε μου», είπε με ήρεμη φωνή, «Το είδα». «Το είδες;» τον ρώτησα, «Ναι» ήταν η απάντηση. «Του έσπασα τον βρώμολαιμό του. Δεν θα ανεχτώ βρικόλακες στο σπίτι μου». Δεν είδα εφιάλτες με βρικόλακες ποτέ ξανά.

Χρόνια αργότερα, όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, χρησιμοποίησα τον Μπιλ ως τον κεντρικό χαρακτήρα. Το όνομά του στο βιβλίο ήταν Ντρας ο Θρύλος. Ο Μπιλ εμφανίστηκε ξανά σε πολλά βιβλία μου, με πολλές διαφορετικές μορφές. Πάντα με ελαττώματα, αλλά πάντα γενναίος. Πριν από τρία χρόνια, σε ηλικία 82 ετών, ο Μπιλ έπεσε θύμα ληστείας στους δρόμους του Λονδίνου. Τρεις ληστές του έσπασαν το σαγόνι, τη μύτη και δύο από τα πλευρά του. Κατάφερε μετά από όλα αυτά να χτυπήσει κάποιον από αυτούς στο πηγούνι και να τον ρίξει στο έδαφος. Αυτός ήταν ο Μπιλ.


Τον περασμένο Απρίλιο πέθανε. Έγραψα το βιβλίο Ravenheart και τοποθέτησα τον Μπιλ ως τον πρωταγωνιστή. Ο Τζάιμ Γκράιμουτς, που περπατά στα υψίπεδα με γιγαντιαίους βηματισμούς, είναι ο φόρος τιμής μου στον Μπιλ και σε όλους εκείνους τους πατεράδες που αλλάζουν τον κόσμο και, τελικά, φεύγουν από την ζωή χωρίς φανφάρες. Που αφήνουν τον κόσμο λίγο φωτεινότερο από ότι ήταν. Άντρες που ξέρουν πως να αντιμετωπίζουν τους βρικόλακες»[7].

                  Κυκλοφόρησε το τεύχος 2 (23) της Φανταστικής Λογοτεχνίας

Η αλήθεια είναι ότι έχει περάσει πολύς καιρός από το 2018, όταν κυκλοφόρησε το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία. Αυτό που μας επιφύλαξε η συνέχεια ήταν δύσκολο να προβλεφθεί και ακόμη πιο δύσκολο να το αντέξουμε. Ο covid και οι εγκλεισμοί, κοινωνικοπολιτικές μεταβολές, ασθένειες μελών της λέσχης, μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των τυπογραφικών υλικών, κοντολογίς μια σειρά από γεγονότα δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία νέου τεύχους του περιοδικού μας. Τέσσερα χρόνια και μερικοί μήνες ήταν αναμφίβολα πολλοί. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα έγιναν και κάποια θετικά βήματα. Με κυριότερο εξ αυτών την ίδρυση του εκδοτικού οίκου μας, των εκδόσεων Κλέος.

 


Πλέον, έφτασε η στιγμή της επιστροφής. Το νέο τεύχος της Φανταστικής Λογοτεχνίας κυκλοφορεί. Με περισσότερες σελίδες, με τον γνωστό πλούτο των αρθρογραφικών θεματικών, με καλύτερης ποιότητας χαρτί και με την παραδοσιακή προσήλωση στην ερμηνεία των πραγμάτων που βασίζεται στην κοσμοθεώρηση του Ρομαντισμού. Η τιμή του περιοδικού είναι αναγκαστικά διαφοροποιημένη από εκείνη του 2018. Οι αυξήσεις των πρώτων υλών δεν μας άφησαν περιθώρια όσο και αν θέλαμε να αποφύγουμε  ανατιμήσεις. Ωστόσο, η τωρινή τιμή των 4,9 ευρώ εκτιμούμε ότι εξακολουθεί να είναι αρκετά καλή για τα δεδομένα της περιόδου που διανύουμε. Η ύλη του νέου τεύχους περιλαμβάνει άρθρα που είχαν γραφτεί και συνεντεύξεις που είχαν δοθεί για το τεύχος που θα κυκλοφορούσε λίγο πριν την πανδημία και τελικά ματαιώθηκε, καθώς επίσης και πρόσφατα κείμενα που γράφτηκαν αποκλειστικά για το νέο τεύχος.

 


Η Φανταστική Λογοτεχνία που μόλις κυκλοφόρησε περιλαμβάνει τα εξής άρθρα που ελπίζουμε να απολαύσετε.

-Το Κέρας (εισαγωγικό), του Σταμάτη Μαμούτου

-Τα Νίσε της Σουηδής ζωγράφου J. E. Nyström ως αισθητικά πρότυπα της καθιερωμένης εικόνας του Αγίου Βασίλη, του Αριστείδη Χριστοφοράκη

-War Flag of the Sun (μόνιμη στήλη), του Sun Knight

-Ο ιππότης, ο διάβολος και ο θάνατος. Το μυθιστόρημα του Jean  Cau με τους υπαινικτικούς συμβολισμούς, του Κωνσταντίνου Μποβιάτσου

-Ο βασιλιάς Μπόχους και η αδελφότητα των Τσέχων εθνικιστών του Ράινερ Μαρία Ρίλκε,  του Σταμάτη Μαμούτου

-Ὁ παράδεισος τῶν προφητῶν, τοῦ Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Τσέημπερς, Ἀπόδοσις: Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς

-Συνέντευξη του Στάθη Παυλάντη των Reflection, του Χρήστου Νάστου

-Στο Ναό των  Ασωμάτων Δυνάμεων (διήγημα), του Flammentrupp

-Ιδέες του νεορομαντικού διανοητικού κινήματος της γενιάς του 1890 στο έργο του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ. Η περίπτωση του Ταρζάν, του Σταμάτη Μαμούτου

-Fallout. Η σάτιρα του σύγχρονου κόσμου, του Αριστείδη Χριστοφοράκη

-Συνέντευξη του δημιουργού comics Νίκου «Malk» Γιαμαλάκη, του Σταμάτη Μαμούτου

-Πολύτιμα Μέταλλα (μόνιμη μουσική στήλη), των Σταμάτη Μαμούτου και Flammentrupp

-Το Δρύινο Ράφι (μόνιμη στήλη βιβλιοπαρουσιάσεων), του Σταμάτη Μαμούτου

-Πεζοδρομιακός Ρομαντισμός στα  ελληνικά ‘80’s! Δυο εκ των παλαιότερων Ελλήνων skinheads μας παραχώρησαν συνέντευξη 

-Η χώρα του δύοντος ηλίου, του Αχιλλέα

 


Το νέο τεύχος της Φανταστικής Λογοτεχνίας φέρει τον τίτλο Η ιδεολογία του μύθου. Μπορείτε να το προμηθευτείτε από τα παρακάτω καταστήματα

Αθήνα

Πολιτεία (Ασκληπιού1-3)

Πρωτοπορία (Γραβιάς 3)

Comiconshop (Σόλωνος 128)

Βιβλιοπωλείο Πατάκη (Ακαδημίας 65) 

Λαβύρινθος (Ιπποκράτους 108)

Αλληλεγγύη των φίλων (Χαριλάου Τρικούπη 14)

Metalera (Εμ. Μπενάκη 22)

Περίπτερα διανομής τύπου

Πανεπιστημίου 39, ακριβώς απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη και μπροστά από την στοά Νικολούδη

Φιλελλήνων κα Μητροπόλεως γωνία (Σύνταγμα), μπροστά από την αφετηρία της γραμμής λεωφορείων 040


Θεσσαλονίκη

Πρωτοπορία (Λεωφ. Νίκης 3)


Πάτρα

Πρωτοπορία (Γεροκωστοπούλου 31)

 

Τις επόμενες μέρες θα ανακοινωθούν επιπλέον σημεία διανομής.

Επανακυκλοφορεί το βιβλίο του Ρόμπερτ Χάουαρντ  που φέρει τον τίτλο Μπραν Μακ Μορν, από τις εκδόσεις Κλέος

Έχω απολογηθεί επανειλημμένα σε αναγνώστες και σχολιαστές για την καθυστέρηση της κυκλοφορίας τόσο του περιοδικού Φανταστική Λογοτεχνία όσο και των υπόλοιπων τίτλων του εκδοτικού μας οίκου. Η ανάγκη της συγγραφής της διδακτορικής μου διατριβής έχει μειώσει στο ελάχιστο τον χρόνο που διαθέτω ώστε να εργαστώ αποτελεσματικά για τις εκδόσεις μας. Ωστόσο, επειδή βρισκόμαστε εν μέσω εορταστικής περιόδου, κατάφερα να κάνω μια μικρή υπέρβαση που είχα υποσχεθεί στα παιδιά της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής λογοτεχνίας και στους αναγνώστες μας. Έτσι, θα πραγματοποιηθούν τελικά δύο κυκλοφορίες των εκδόσεων Κλέος μέσα στις γιορτές.

Η πρώτη εξ αυτών είναι η επανακυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων και ενός δοκιμίου του Ρόμπερτ Χάουαρντ, που φέρει τον τίτλο Μπραν Μακ Μορν. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε κυκλοφορήσει το 2017 στα πλαίσια της αυτοεκδοτικής πρώτης λειτουργίας των εκδόσεων της λέσχης μας, σε συγκεκριμένα καταστήματα. Πολύ γρήγορα, όπως συνέβη και με τα υπόλοιπα βιβλία μας, εξαντλήθηκε και πλέον από το τιράζ της πρώτης έκδοσης μένουν ελάχιστα διάσπαρτα τεμάχια σε επιμέρους βιβλιοπωλεία και κανένα στην έδρα των εκδόσεών μας. Για αυτό αποφασίστηκε η επανακυκλοφορία του βιβλίου. Πλέον το Μπραν Μακ Μορν κυκλοφορεί στα πλαίσια της επαγγελματικά οργανωμένης εκδοχής των εκδόσεων Κλέος, έχοντας isbn, στα καταστήματα Πολιτεία (Ασκληπιού 1-3), Πρωτοπορία (Γραβιάς 3) και Πατάκη (Ακαδημίας 65), καθώς και σε οποιοδήποτε κατάστημα της Ελλάδας κατόπιν παραγγελίας.


Ωστόσο η εκδοτική μας δραστηριότητα δεν σταματά εδώ. Προσεχώς αναμένεται μια ακόμη κυκλοφορία από τις εκδόσεις Κλέος. Δεν θα αποκαλύψω ακόμη το περιεχόμενό της προκειμένου να παρουσιαστεί ως έκπληξη σε μέλη της λέσχης και αναγνώστες. Θα μείνω, προς το παρόν, στην επανακυκλοφορία του Μπραν Μακ Μορν για να θυμίσω συνοπτικά το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ο Μπραν Μακ Μορν είναι ένας από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες που δημιούργησε η πένα του Ρόμπερτ Χάουαρντ. Ο κόσμος του Μπραν Μακ Μορν ομοιάζει με εκείνον του Κόναν αλλά έχει και εμφανείς διαφορές. Το ίδιο και ο κεντρικός του ήρωας. Ο βασιλιάς των Πικτών Μπραν Μακ Μορν έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες που τον καθιστούν σημείο αναφοράς στο σύμπαν της επικής φανταστικής λογοτεχνίας. Είναι κι αυτός μυώδης, όπως ο Κόναν, αλλά όχι τόσο πληθωρικός όσο ο Κιμμέριος. Διαθέτει την ενστικτώδη σοφία του Κόναν αλλά ακόμη πιο ακονισμένη. Είναι αριστοκράτης ενώ ο Κιμμέριος όχι. Επιπλέον, σε αντίθεση με την τυχοδιωκτική κοσμοθέαση του Κόναν, ο Μπραν δρα βασιζόμενος σε παραδοσιακές και πατριωτικές αξίες ζωής. Ο Χάουαρντ τον περιγράφει με θετικό πρόσημο βάσει της αριστοκρατικής του καταγωγής. Επίσης, τον παρουσιάζει να διαπνέεται από μια αίσθηση πατριωτικής υπευθυνότητας ακόμη και προς τον τελευταίο ομοεθνή του. Ο Μπραν Μακ Μορν είναι ένας επικός, βάρβαρος βασιλιάς, που με πατριωτικό φρόνημα και σκληρές μεθόδους μάχης (που θυμίζουν εκείνες του Κόναν) προσπαθεί να υπερασπιστεί την πατρώα βρετανική γη από την εισβολή της πολυεθνικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.


Στο βιβλίο των εκδόσεων Κλέος περιλαμβάνονται δυο νουβέλες με περιπέτειες του Μπραν Μακ Μορν κι ένα ποίημα. Επιπλέον, το βιβλίο περιλαμβάνει ένα άρθρο με ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενο στο οποίο αποκαλύπτονται οι ρομαντικά παραδοσιοκρατικές πολιτικές αντιλήψεις του Χάουαρντ. Οι νουβέλες είναι τα Σκουλήκια της Γης και Η Χαμένη Φυλή. Το βιβλίο κλείνει με το άρθρο Πόσα οφείλει το Έθνος μας στο Νότο.

Για όσους φίλους δεν πρόλαβαν την πρώτη αυτοεκδοτική κυκλοφορία του Μπραν Μακ Μορν, πλέον το βιβλίο είναι διαθέσιμο σε όλη την Ελλάδα. Ελπίζω να το απολαύσετε.

ΥΓ. Για όσους δοκιμάσουν να αναζητήσουν το βιβλίο στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των τριών καταστημάτων (Πολιτεία, Πρωτοπορία και Πατάκη), ενδεχομένως να μην είναι εφικτό για τις επόμενες ώρες, λόγω του φόρτου εργασίας των συστημάτων που έχει μεγαλώσει κατά την εορταστική περίοδο. Ωστόσο το βιβλίο πωλείται κανονικά στα καταστήματα και μπορεί όποιος θέλει να το παραγγείλει τηλεφωνικά/ηλεκτρονικά, είτε να το αγοράσει προσερχόμενος σε αυτά.  

Σταμάτης Μαμούτος